Ἀλίκης Καφετζοπούλου
Γλιστροῦσαν τά χοντρόκαρφα ἀπ’ τά τσαρούχια τους πάνω στά λιθάρια, ξέφευγαν οἱ βηματισιές τους λοξά καί κάθε λίγο κινδύνευαν νά βρεθοῦν μέ τά μοῦτρα πεσμένοι στή γῆ. Μά προχωροῦσαν μέ κομμένη τήν ἀνάσα.
— Φῶτο, κράτα με ἀπ’ τό ταγάρι γερά, ἄφηνε σιγανή τή φωνή καί δέν ἔκρυβε τήν ἔγνοια του γιά τόν μικρό του ἀδερφό, ὁ Νικόλας.
— Κρατάου! Μισακουγόταν τό ἴδιο σιγανά ἡ ἀπόκριση.
Καί τό τράβηγμα τοῦ ταγαρόσχοινου, πού τόν βάραινε στόν ὦμο, σιγούρευε τόν Νικόλα πώς ὁ ἀδερφός περπατοῦσε πίσω.
Πήχτρα ἦταν τό σκοτάδι ἐκεῖνο τό χειμωνιάτικο βράδυ κι ὁ κατσικόδρομος δύσκολος. Ἐδῶ ἀνηφοριά καί κεῖ κατηφόρα, μέ λιθάρι πού γλιστροῦσε, μ’ ἀγκαθερά θάμνα γύρω.
Στήν κατηφόρα τούς παίδεψε ἡ ρεματίτσα ὅσο νά τή διαβοῦν, καί πέρα στή λοφοκορφή πυκνό δασάκι τούς χασομέρισε.
Ὅμως, ξαναβρῆκαν τό δρόμο τους καί προχωροῦσαν μέ χέρια καί γόνατα. Μέ τό ὅραμα στήν καρδιά καί στό μυαλό, δυνάμωναν τό βῆμα.
— Κράτα με, Φῶτο!
— Κρατάου…
Ἕνα ξερόκλαδο, πού ‘σπασε, δέν ἄφησε τόν Νικόλα νά καταλάβει πώς ἦταν σβησμένη λίγο τ’ ἀδερφοῦ ἡ φωνή.
Ἦταν μικρός ὁ Φῶτος. Μά τόν εἶχε φλογίσει μέ τόσο πόθο κι αὐτόν τό ὅραμα, ὥστε δέν
ἄντεξε ἡ μάνα νά τόν ἐμποδίσει.
Εἶχε τόση πεθυμιά ν’ ἀκολουθήσει τούς μεγάλους, πού τοῦ δῶσε ἕνα φιλί στό μέτωπο καί σκουπίζοντας τό μάτι της τό δακρυσμένο, τοῦ εὐχήθηκε:
— Σῦρε, λεβέντη μου, καί σύ νά φωτιστεῖς, νά μάθεις γράμματα καί τοῦ Θεοῦ τά πράματα!
Ἀπό στόμα σέ στόμα εἶχε κυλίσει ἡ εἴδηση, ὅτι πέρα μακριά στό Μικροχῶρο, σέ κοντινό ξωκκλήσι, ἕνας παπάς-δάσκαλος μάθαινε τά παιδιά νά γράφουν, νά διαβάζουν καί νά λογαριάζουν.
Τούς δίδασκε τοῦ Θεοῦ τίς ἐντολές καί τῆς Πατρίδας τήν ἱστορία. Κρυφό καί ἀπόκρυφο τό μυστικό γιά τόν Τοῦρκο, εἶχε φτάσει στά γύρω χωριά σάν γλυκιά εἴδηση. Σχολειό κρυφό γινόταν στά μέρη τους! Κρυφό, νά μήν τό μάθει ὁ ἀφέντης καί τούς χτυπήσει.
— Μάνα, κι ἐγώ θά πάου στό κρυφό σχολειό! εἶπε πρῶτος ὁ Νικόλας, φέρνοντας τίς γίδες ἀπ’ τήν πλαγιά τό περασμένο σούρουπο.
Κι ἱστόρησε[1] τήν εἴδηση, πού τοῦ ’χε εἰπωμένη ὁ Στάμος, κι ὀνομάτισε καί τούς ἄλλους πού θά κινοῦσαν γιά τοῦ Μικροχώρου τό ξωκκλήσι.
Τόν εἶχε κάνει μία δύο φορές ἡ μάνα, μέ ζῶο, τοῦτον τόν δρόμο. Ἤξερε τήν πολλή του κακοτοπιά καί φόβος φτερούγισε στή ματιά της.
Μά τήν ἔδωσε θερμή τήν εὐχή στόν Νικόλα. Κι ὅταν ὁ Φῶτος τό ἄκουσε καί φλογίστηκαν ἀπό τήν ἴδια πεθυμιά καί κείνου τά μάτια κι ἡ καρδιά, ἔδωσε τήν εὐχή της καί σέ κεῖνον.
Τούς ἔβαλε ψωμοτύρι καί σύκα στόν τορβά, τούς ἔβαλε τίς κάπες τίς καλές στούς ὤμους.
Ἄν δέν τούς ἔπαιρνε ἡ ὥρα νά ξαναγυρίσουν τό βράδυ, νά γέρναν κεῖ σέ μία γωνιά τοῦ ξωκκλησιοῦ νά κοιμηθοῦν, καί τό ξημέρωμα θά ξαναπαῖρναν τό δρόμο πιό ἀσφαλισμένοι.
Γονάτισε ἡ μάνα κάτω ἀπ’ τῆς Παναγιᾶς τό εἰκόνισμα, καί τό φῶς τοῦ καντηλιοῦ χάραζε
ἀχνά τή σκιά της στόν τοῖχο, ὡς ἀργά τή νύχτα.
Λαχτάριζε μήν πάθουν κακό τά παιδιά. Μά κι ἡ ἄλλη λαχτάρα, νά κρατηθοῦν φωτισμένα μέ τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη καί τῆς πατρίδας τήν ἀγάπη, τή δυνάμωνε καί τῆς χάριζε παρηγοριά, ὅπως καί στίς ἄλλες μανάδες.
Καί τά παιδιά προχωροῦσαν. Ὁ Στάμος, ὁ Ἀντώνης, ὁ Νικόλας, ὁ Κωνσταντής κι ὁ Φῶτος.
Τό δυνατό τράβηγμα ἀπ’ τό ταγαρόσχοινο στόν ὦμο ἔκανε τό Νικόλα νά στραφεῖ ἀπότομα πίσω. Γερμένος ὁ Φῶτος κρατοῦσε τό ποδάρι του, λιγωμένος ἀπό τόν πόνο.
— Βάρεσες [2], ὠρέ Φῶτο; ἔσκυψε ὁ ἀδερφός στό χτυπημένο γόνατο.
— Ἔχου βαρέσει ἀπ’ ὥρα, μά τώρα πονάου πιό πολύ, εἶπε κι ἀνασηκώθηκε τό παιδί, δίχως δάκρυ νά γυαλίσει πάνω του.
— Ἄιντε καί φτάνουμε! τόν παρηγόρησε ὁ Στάμος.
— Νά σέ πάρω στή ράχη μου Φωτάκο; εἶπε ὁ πονόψυχος Κωνσταντής.
— Ὄχι! Μπορῶ»· μονάχα λιγάκι πιό ἀργά…
Ἔβγαλε ὁ Νικόλας τό ζωνάρι ἀπ’ τή μέση του καί τό ’φερε γύρες γύρω στό γόνατο. Ἔκανε νά σηκώσει τόν ἀδερφό, μά κεῖνος ἀντιστάθηκε.
Τόν ἅρπαξε τότε ὁ Κωνσταντής στά δυνατά του χέρια, τόν στήριξε ὁ Νικόλας μέ τόν ὦμο ἀπό πλάι καί προχώρησαν κι οἱ τρεῖς μαζί.
Κι ἦταν ὁλωνῶν ἡ φωνή σιγανή καί κρατημένη, μήν καί κάποιος ἀπόηχος μαρτυροῦσε σέ περαστικό τήν παρουσία τους. Μά τό ὅραμα τοῦ κρυφοῦ σχολειοῦ πού τούς περίμενε, τούς ἔδινε δύναμη.
Δέν ἔνιωθαν τό βάρος, τό τσούξιμο ἀπ’ τίς γρατζουνιές στά χέρια. Δέν ἔνιωθαν τόν πόνο ἀπ’ τά χτυπήματα, οὔτε τό πάγωμα στίς μύτες καί στ’ αὐτιά.
— Νά ’τος, παιδιά, φάνηκε ὁ σταυρός!
— Φτάσαμε!
Κι οἱ πέντε καρδιές χτύπησαν γοργά. Δάκρυσαν τά μάτια, καθώς στῆς πόρτας τό σιγανό τό σπρώξιμο ἀντίκρισαν στοῦ κεριοῦ τό φῶς τό καλυμμαύχι πάνω στ’ ἀνοιχτό βιβλίο καί τ’ ἀκίνητα κεφάλια τῶν παιδιῶν.
Εὐτυχῶς πρόλαβαν! Τσίκ, τσάκ, τά χοντρόκαρφα ἀπ’ τά τσαρούχια τους, δέν μπόρεσαν νά μήν ἀκουστοῦν στίς μαλτεζόπλακες[3].
Πατούσαν μέ προσοχή, στά νύχια. Κι ὁ Φῶτος κουτσαίνοντας.
— Καλώς τά εὐλογημένα μου, τά καλωσόρισε ὁ δάσκαλος.
Τούς ἔγνεψε νά καθίσουν καί συνέχισε μέ τή βαθιά του φωνή νά διαβάζει, νά ἐξηγεῖ, νά ρωτάει, νά τούς κοιτάζει ὅλους κατάβαθα στά μάτια, γιά νά δεῖ ἄν καταλάβαιναν.
Ἦταν ἡ φλόγα τοῦ κεριοῦ, πού τέτοια λάμψη ἔδινε στά μάτια τους; Ἦταν τό πύρωμά της πού τόση ζέστα σκόρπιζε γύρω; Ὅλα εἶχαν ξεχαστεῖ. Ἡ σκλαβιά, ἡ ἀπειλή τοῦ τυράννου, ἡ παγωνιά, ὁ δρόμος. Ὅλα εἶχαν ξεγραφτεῖ…
Μόνο τό ὅραμα εἶχε θεριέψει μπροστά τους ὁλοζώντανο. Τό σχολειό! Τό σχολειό, πού τώρα ἦταν πιά καί δικό τους!
[1] ἱστορῶ: διηγοῦμαι μέ λεπτομέρειες
[2] βαράω: χτυπῶ
[3] μαλτεζόπλακα: πλάκα κατασκευασμένη ἀπό ἀσβεστόλιθο φερμένο ἀπό τή Μάλτα
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»
Κιβωτὸς
Περιοδική ἔκδοση τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσσηνίας
Τεῦχος 73 – Σεπτέμβριος 2021
Εἰκόνα ἀπὸ:
6 Σχόλια
Comments feed for this article
22 Ιανουαρίου, 2024 στις 10:52 μμ
Νίμμη Ἰωάννα
Εἶχα πολλὰ χρόνια ν’ ἀκούσω τὴ λέξη «ντορβάς», τί δὲν μοῦ θύμισε..!Τὸ διήγημα μὲ μετέφερε σ’ ἕναν παλιὸ ἁπλὸ κόσμο ποὺ σὲ τίποτα δὲν ὑπάρχει πιά, λὲς καὶ ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ τόν κατάπιε μέσα σὲ πενήντα μόλις χρόνια. Ἀλλάξαμε πολύ, ἀλλάξανε οἱ μεγάλοι, ἀλλάξανε ἐκεῖνα τὰ ἀγνὰ μικρὰ παιδιά, σὲ τί μοιάζουν μὲ τὰ μαθητόπουλα τοῦ σήμερα; Μόνο ποὺ τὸ σκέφτομαι, πάνε νὰ μὲ πιάσουν τὰ γέλια. Κι ἂς εἶναι γιὰ κλάματα. Δὲν βλέπω πιὰ τηλεόραση, καὶ χάνω καὶ τὴν ἐνίοτε καλὴ ἐκπομπή ποὺ μπορεῖ νὰ δείξουν. Ἀλλὰ αἰσθάνομαι ἀγανάκτηση νὰ μᾶς παρουσιάζουν καθημερινὰ τὰ ἔκτροπα, τὰ παρατράγουδα, τὰ σκανδαλιστικὰ ἐπεισόδια μὲ μικρὰ παιδιά, ποὺ μᾶς χαλάνε τὴν καρδιά καὶ προτιμῶ ν’ ἀσχοληθῶ μὲ κάτι ἅλλο, ὁ χρόνος μου ἔτσι κι ἀλλοιῶς εἶναι λιγοστός. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀφαιροῦμε τὸν Θεό ἀπὸ τὴ ζωή μας, οἱ συνέπειες εἶναι αὐτὲς ποὺ ζοῦμε σήμερα. Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀναγνωρίζει ἢ ἀγνοεῖ τὰ αἴτια καὶ δὲν τὰ διορθώνει, τότε θὰ τὸ κάνει ἡ Φύση, ξαφνικὰ καὶ ἀναπάντεχα.
24 Ιανουαρίου, 2024 στις 12:13 μμ
Φανή
Πολύ σωστά! Και τη φύση την ορίζει ο Θεός οπότε να περιμένουμε δεινά, σεισμούς, πολέμους, πείνα, γιατί μόνο οι δυσκολίες προάγουν. Απεδείχθη ότι με τη πολύχρονη καλοπέραση ΔΕΝ γίναμε καλύτεροι…..Και η γενιά αυτή που έρχεται να κυριαρχήσει στα πράγματα είναι αρκετά χαλασμένη (δεν λέω καθολικά χαλασμένη, για μια ελπίδα), οπότε θα συμβούν διορθωτικές κινήσεις άνωθεν….Είναι ηλίου φαεινότερον πια κι ο Θεός βοηθός.
24 Ιανουαρίου, 2024 στις 1:29 μμ
Νίμμη Ἰωάννα
Συμφωνῶ ἀπόλυτα!..
24 Ιανουαρίου, 2024 στις 2:03 μμ
Νίμμη Ἰωάννα
Υ.Γ. Δὲν ξέρω βέβαια ἂν ὁ Θεὸς πραγματικὰ τιμωρεῖ ἢ ἐκδικεῖται, ἀγαπητὴ Φανή . Μᾶς ἔχει δώσει τὴν ἐλεύθερη βούληση, κι ἂν δὲν ζητήσουμε τὴν βοήθειά του, δὲν παρεμβαίνει. Ἡ φύση ὅμως (ποὺ βέβαια εἶναι δημιούργημα τοῦ Δημιουργοῦ) ἔχει τοὺς νόμους καὶ τὶς ἀρχὲς της, ποὺ ὅταν τοὺς παραβιάσουμε, ἀντιδρᾶ. Μπορεῖς νὰ τραβήξης τὸ σκοινὶ μέχρι ἑνὸς σημείου, ἀλλὰ πέρα ἀπὸ ἐκεῖ, τὰ πράγματα σοβαρεύουν καὶ εἴμαστε στὸ ἔλεός της.
25 Ιανουαρίου, 2024 στις 12:38 μμ
Φανή
Ούτε τιμωρεί ούτε εκδικείται, ο Θεός είναι απαθής και η έννοια απαθής σημαινει χωρίς πάθη ανθρώπινα. Μόνο παιδαγωγεί κι αυτό απ την απέραντη αγάπη Του. Παιδαγωγικές είναι οι δοκιμασίες της ζωής….Αλλά η αμαρτωλή φύση μας τις εισπράττει ως τιμωρίες. Άνθρωπος απειραστος δεν βλέπει Θεό. Αυτό λένε ανά τους αιώνες ΟΛΟΙ οι αγιοι Πατέρες. Όσο γι αυτούς που δεν πειράζονται κατά τα ανθρώπινα ο Θεός τους τα πάει κάπως ομαλά γιατί αν τους πιέσει θα γίνουν χειρότεροι…..και δεν είναι προς ζηλεια αλλά προς λύπηση γιατί ο Θεός δεν «ασχολειται» μαζί τους και πορεία τους είναι κατηφορική. Βέβαια τα πάντα μεταβάλλει η μετάνοια γι αυτό και ο Θεός μιλάει πάντα στο τελος. Έτσι και μεις πρέπει να βλέπουμε ολόκληρη τη πορεία ενός ανθρώπου σ αυτή τη ζωή και μετά να κρίνουμε….Ακόμα και λίγο πριν το τέλος όλα μπορεί ν αλλάξουν, χιλιάδες τα παραδείγματα. Αλλά όχι με προγραμματισμό και εσκεμμένα. »Θεός ου μυκτηριζεται». Χαίρομαι αν βοήθησα.
25 Ιανουαρίου, 2024 στις 2:29 μμ
Νίμμη Ἰωάννα
Ἂν ὄχι κάτι ἄλλο, εἶναι μήνυμα ἐλπιδοφόρο..!