ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ


Ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε φτάσει μὲ τὸ στρατό του τὸ Ζαράκοβα* μεσημέρι. Ἅμα φάγανε, πῆρε τοὺς ἀξιωματικούς του καὶ πῆγαν στὰ Τρίκορφα – μισὴ ὤρα ἀπὸ τὴν Τρίπολη κι ἀγνάντια* της. Τοὺς ἔδειξε μιὰ γραμμή, σκεπασμένη, που δὲν μποροῦσαν νὰ τὴ βλέπουν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὴν πολιτεία:

– Νά, ἐδῶ θὰ πᾶτε νὰ φέρετε τὰ παλληκάρια σας, νὰ φτιάξετε ταμπούρια*.

Ἔφεραν τὸ στρατό· ἄρχισαν τὸ ἔργο μὲ ζῆλο μεγάλο.

Ὁ Κολοκοτρώνης φώναξε ὕστερα τὸν ὑπασπιστή του:

– Ἔλα κοντά μου.

Τὸν ἀνέβασε ἀπὸ κρυφά, χωστὰ μονοπάτια, νὰ μὴ τοὺς βλέπουν οἱ Τοῦρκοι, στὸ ψηλὸ βουνὸ τῆς Σιλήμνας*, τὸν ἔκρυψε σ’ ἕνα φυσικὸ παρατηρητήριο, τοῦ ᾽δωσε τὰ κιάλια του.

– Κοίτα!

Ἡ Τρίπολη κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους. Γυάλιζαν τὰ σκουφιὰ τῶν μιναρέδων* στὸν ἥλιο. Καὶ τὸ κάστρο της μὲ τὶς τόσες πόρτες, τὴ μεγάλη τάπια*, τὰ σπίτια μέσα, τὰ περιβόλια γύρω, ἔμοιαζε ψεύτικο παιγνιδάκι.

– Ἐδῶ θὰ κάτσης, τοῦ εἶπε, νὰ τηρᾶς, ὥσπου νὰ νυχτώση. Κι ἂν ἰδῆς τοὺς Τούρκους νὰ κουνιῶνται κατὰ δῶ, ἀστραπὴ θὰ χυθῆς κάτου νὰ μᾶς δώσης χαμπέρι*.

Τὸ ἔργο κάτου προχωροῦσε. Ἐπιστατοῦσε ὁ ἴδιος. Οἱ Λαγκαδιανοί, τὸ σῶμα τῶν Δεληγιανναίων μὲ τὸ Θανάση Κίντζο, ἔχτιζαν τὰ ταμπούρια* τους μ’ ἀληθινὴ μαστοριά.

Ὁ Κολοκοτρώνης τοὺς παίνεσε.

– Εἴμαστε χτίστες οἱ περσότεροι, τοῦ εἶπανε γελώντας· οἱ ἄλλοι δὲ νογᾶνε*.

Εἴχανε τ’ ἄρματα πυραμίδες καὶ πήγαιναν κι ἐρχόντουσαν καὶ κουβαλοῦσαν πέτρες. Ἔμοιαζαν μερμηγκιά.

Ὁ ἥλιος ἔγερνε. Τὸ ἔργο εἶχε τελειώσει. Ὁ ἀρχηγὸς φώναξε:

– Σύναξη!

Τὰ παλληκάρια πῆραν τ’ ἄρματά τους, μπῆκαν στὴν ἀράδα. ῾Ο ἀρχηγὸς τώρα θέλει νὰ τοὺς ἑτοιμάση, νὰ τοὺς φιλοτιμήση ν’ ἀντικρίσουν αὔριο τὴ φωλιὰ τὴν ἴδια τοῦ ἐχθροῦ κι ὅλες τὶς προσπάθειες ποὺ θά ᾽κανε ἀπὸ δῶ καὶ πέρα νὰ σπάση τὴ στενόχωρη ζώνη, ποὺ θὰ τὸν κουλούριαζε. Ἀνέβηκε σὲ μιὰ πέτρα, νὰ τὸν βλέπουν ὅλοι:

Θὰ σᾶς πῶ, ἄρχισε μὲ τὴ βροντερὴ φωνή του, ἕνα παραμύθι. Τὸ παραμύθι τοῦ φιδιοῦ μὲ τὸν κάβουρα.
Ὁ κάβουρας καὶ τὸ φίδι ἔκαμαν φιλία καὶ κουμταριὰ κι ἀποφάσισαν νὰ πεθάνουν μαζὶ κι ἔτρεχαν τὰ δυὸ παντοῦ.

Μιὰ μέρα νυχτώσανε μακριὰ ἀπὸ τὴν τρύπα τοῦ κάβουρα καὶ κοντὰ στὴν τρύπα τοῦ φιδιοῦ. Τὸ φίδι δέχτηκε τὸν κάβουρα στὴν τρύπα του, τὸν προτίμησε σὰν κουμπάρο καὶ τοῦ εἶπε νὰ μπῆ μέσα πρῶτος αὐτός. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ κάβουρας δὲ χώραγε, σγάρλισε* μὲ τὰ πόδια του τὴν τρύπα καὶ χώρεσε.

Ἀφοῦ μπῆκαν μέσα καὶ τὰ δυό, τὸ φίδι ἀμέσως κουλουριάστηκε κι ἄφησε στὴ μέση τῆς κουλούρας τόπο, ποὺ μπῆκε ὁ κάβουρας νὰ κοιμηθῆ. Τὴ νύχτα τὸ φίδι ἔσφιγγε τὸν κάβουρα νὰ τὸν ξελεπιάση· ὁ κάβουρας φώναξε: «Κουμπάρε, μὴ μὲ σφίγγης, πεθαίνω! »

Τὸ φίδι τοῦ ἀποκρίνεται: «Ὄνειρο βλέπω», κι ὅλο τὸν ἔσφιγγε.

Ἅμα εἶδε ὁ κάβουρας πὼς χάνεται, τοῦ λέει: «Κουμπάρε, ζύγωσε κοντὰ τ’ αὐτί σου, γιὰ νὰ σοῦ πῶ ἕνα μυστικὸ νὰ εὐτυχήσης».

Τὸ φίδι ζύγωσε τὸ αὐτί του κοντὰ στὸ στόμα τοῦ κάβουρα· αὐτὸς τσακώνει μὲ τὴ δαγκούνα* του τὸ φίδι στὸ λαιμό, τὸ σφίγγει, τὸ κρατεῖ πολλὴ ὥρα. Τὸ φίδι στρίβεται, ξαναστρίβεται, πάει ψόφησε. Τότε ὁ κάβουρας τὸ πῆρε τραβώντας το τὴ νύχτα ὄξω ἀπὸ τὴ τρύπα του· καὶ ἦταν ξαπλωμένο ἴσια σὰ ραβδί.

Τὴν αὐγή, ὅπου εἶδε τὸ φίδι ὁ κάβουρας, τοῦ εἶπε: «Ἄν ἤσουν καὶ τὴ νύχτα ἔτσι ἴσιο μαῦρε κουμπάρε, οὔτε θὰ πέθαινες οὔτε ὀνείρατα θά ᾽βλεπες».

Ἔτσι καὶ οἱ Τοῦρκοι, ἂν περπάταγαν ἴσια, δὲν θὰ τοὺς εἴχαμε τώρα ἔτσι, στὸν ὀβορό*. Μὰ καλὰ τοὺς ἔχουμε, δὲν ἡσύχαζαν, ὅλο κακὰ μᾶς ἔκαναν.

Τὰ παλληκάρια τὸν ἄκουγαν μαγεμένα.

– Καὶ μιὰ ποὺ τό ᾽φερε ὁ λόγος στὸ φίδι καὶ τὸν κάβουρα, ὅλοι ξέρουμε πῶς πιάνουν τοὺς καβούρους οἱ χωριάτες.

Παίρνουν μιὰ ραφίνα* ἀπὸ σίκαλη, τὴ χώνουν στὴν τρύπα, τὴν κουνᾶνε μέσα – ἔξω, κάνουν μὲ τὸ στόμα τους «κχί», ὅπως κάνει τὸ φίδι, ὁ κάβουρας τὴν περνάει γιὰ φίδι, τὴ δαγκώνει σφιχτά· ἔπειτα τραβᾶνε τὴ ραφίνα, ἔρχεται μαζὶ ὄξω καὶ τὸν πιάνουν. Ὅλα τοῦτα θὰ τοὺς φτιάξουμε, βρὲ Ἕλληνες, ὡς νὰ τοὺς τραβήξουμε ἀπὸ τὰ γιδόμαντρά τους ὄξω καὶ νὰ τοὺς πιάσουμε.

Θέλει τώρα νὰ ξεριζώση ἀπ’ τὴν ψὑχή τους καὶ τὸ τελευταῖο ἀχνάρι φόβου, νὰ τοὺς ἀτσαλώση.

– Γιατί; τοὺς ρωτάει. Γιατί δὲ θὰ τοὺς τὰ κάμουμε; Καὶ τί εἶναι αὐτοί;

Ἐδῶ πιάνουν λιοντάρια οἱ κυνηγοὶ μὲ τὰ χέρια τους. Ὁ τρόπος, ὁποὺ πιάνουν τὰ λιοντάρια καὶ δὲν τὰ φοβοῦνται, εἶναι ἡ συνήθεια. Γιατὶ καὶ τὸ λιοντάρι εἶν’ ἕνα μεγάλο καὶ κακὸ σκυλί· κι ἐπειδὴ δὲν τὸ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι ὁλοένα, κι ἀκουστὰ μονάχα ἔχουν τὴν ἀγριάδα καὶ τὴν κακία του, τρέμουν, ἅμα τὸ ἰδοῦν πρώτη φορά.

Οἱ κυνηγοὶ ὅμως φορᾶνε σκληρὰ πετσά, τυλίγονται μὲ πολὺ καννάβι, κι ἔτσι πηγαίνουν κοντὰ στὸ λιοντάρι, κι ἅμα κάνει ν’ ἀνοίξη τὸ στόμα του, χώνουν τὸ χέρι τους μέσα, ποὺ εἶναι κι αὐτὸ μὲ καννάβι τυλιγμένο, καὶ τοῦ λιονταριοῦ τὰ δόντια κολλᾶνε στὸ στουπί.

Κάνει νὰ ξεκολλήση· μὰ ὁ κυνηγὸς τὸ δένει, τοῦ περνάει στὸ λαιμὸ χαλκὰ μ’ ἁλυσίδα κι ἔτσι τὸ ἀφήνει δεμένο σὲ κανένα δέντρο μέρες πολλές, ὅσο ποὺ πεινάει, καὶ πάει καὶ τοῦ δίνει λίγη τροφή, καὶ πάλι τὸ ἴδιο καὶ τὸ ἴδιο ὥσπου τὸ λεοντάρι θαρρεύει, ἀρχινάει νὰ τὸν δέχεται ἀπὸ μακριά, γιατὶ περιμένει ἀπ’ αὐτὸν τροφή.

Ἔτσι κι αὐτοὶ οἱ Τοῦρκοι, ποὺ τοὺς ἔχουμε κλεισμένους στὴν μάντρα. Τώρα τοὺς βλέπετε, δὲν πείνασαν ἀκόμη, βγαίνουν ὄξω, ἐδῶ κι ἐκεῖ παίρνουν τροφή, ἐμεῖς ἀπὸ κοντά, ὡς νὰ κολλήσουν τὰ δόντια τους στὸ στουπί, ἀπὲ* τοὺς περνοῦμε τὸ χαλκά, ἐβγάζομεν τὸν ἐδικό μας καὶ τοὺς τὸν φοροῦμε. Μὴν τοὺς φοβᾶστε!

Ἄνθρωποι εἶναι κι αὐτοί. Εἶχαν τ’ ἄρματα, τώρα τά ᾽χουμε κι ἐμεῖς· ἐπάνω μας δὲν ἔρχονται, γιατὶ τοὺς σκοτώνουμε· ἀπὸ λίγο σὲ λίγο θὰ μερέψουν κι αὐτοί.

Τὰ παλληκάρια τὸν κοιτᾶνε στὰ μάτια, σφίγγουν τ’ ἄρματά τους. Ὄχι, δὲν φοβοῦνται. Ἔχουν πεποίθηση στὸ Γέρο.

Ἕνα Λαγκαδιωτάκι μάλιστα, μὲ μάτια μπιρμπιλά*, ἔξυπνο σὰ ζαγάρι*, πιστεύει, πὼς ἔχει νιώσει τόσο καλὰ τὸν ἀρχηγό, ποὺ φωνάζει ἄξαφνα μὲ μιὰ ψιλή, ἀστεία φωνή:

– Ἄς εἶν’ καλὰ ὁ καπετὰν ψωμάς. Ἡ πεῖνα δηλαδή, ποὺ θὰ θερίση τὸν πολιορκούμενο, στρατηγὸς ἀνεπάντεχος*, ποὺ θὰ πολεμήση κι αὐτὸς γιὰ τοὺς Ἕλληνες.

Δυνατὰ κι ἀσώπαστα γέλια συνεπαίρνουν τὶς γραμμές. Γελάει ὁ Κολοκοτρώνης κι ὁ εὔθυμος λόγος περνάει σ’ ὅλα τὰ ἑλληνικὰ στρατόπεδα, παντοῦ ὅπου πολιορκία Τούρκων.

Τὰ παλληκάρια σκορπίζουν στὰ ταμπούρια* τους. Ἔχει νυχτώσει. Ἀνάβουνε φωτιές. Ἄπειρα λουλούδια, ὅλο φλόγες, χορεύουν στὴν πλαγιά. Ἴσκιοι μαῦροι, στὰ καταράχια* τὰ καραούλια* φυλᾶνε μὲ τὸν κόκορα* σηκωμένο, μέτωπο στὴν Τρίπολη.

«Ὁ γέρος τοῦ Μοριᾶ», 1930 Σπ. Μελᾶς

.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΝ

*ἀγνάντια – ( ἐπίρρ. ) ἀπέναντι, ἀντίκρυ, (ἐκ συνἐκφορᾶς τὰ ἐνάντια, τ’ ἀγνάντια).

*ἀνεπάντεχος – (ἐπίθ.) ἀνέλπιστος, ἀπροσδόκητος καὶ ἐπίρρ. ἀνεπάντεχα – ἀπροσδοκήτως.

*ἀπὲ – ( ἐπίρρ. ) ἔπειτα, ὕστερα.

*δαγκούνα καὶ δαγκάνα, ἡ – ἡ ὀδοντωτὴ λαβίς, δι’ ἧς δαγκάνει ὁ κἀβουρας.

*ζαγάρι, τὸ – (λ. τουρκ.), κύων κυνηγετικός, ἰχνηλάτης, διακρινόμενος διὰ τὴν νοημοσύνην του.

*Ζαράκονα, ἡ – χωρίον τῆς ἐπαρχίας Μαντινείας τοῦ νομοῦ Ἀρκαδίας, μετονομασθὲν Μαίναλον.

*καραούλι, τὸ – (λ. τουρκ.) σκοπός, φρουρὸς καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ: ἡ φρούρησις.

*καταρράχι, τὸ – καὶ καταρραχιά, ἡ κορυφογραμμή, τὸ ἀνώτατον μέρος τῆς ράχεως τοῦ βουνοῦ.

*κόκκορας – (ὄπλου), ὁ ἐπικρουστήρ, ὁ λύκος τοῦ ὅπλου.

*μιναρές, ὁ – (λ. τουρκ.) ὑψηλὸς καὶ στενὸς πύργος μουσουλμανικοῦ ναοῦ μετ’ ἐξώστου, ἀπὸ τοῦ ὁποίου ὁ μουτζίνης (εἰδικὸς θρησκ. λειτουργὸς) καλεῖ τοὺς πιστοὺς νὰ προσευχηθοῦν. 

*μουτζίνης (εἰδικὸς θρησκ. λειτουργὸς) καλεῖ τοὺς πιστοὺς νὰ προσευχηθοῦν.

*μπιρμπιλὸς – (ἐπιθ.) πλουμιστός, παρδαλός.

*νογάω – ἐννοῶ, καταλαβαίνω.

*ὀβορός, ὁ – (λ. σλαβ.), μάνδρα, αὐλή.

*ραφίνα, ἡ – τὸ στέλεχος τῆς σικάλεως (βριζοκάλαμο).

*τά(μ)πια, ἡ – (λ. τουρκ.) ὀχύρωμα, κανονιοστάσον.

*ταμπούρι, τὸ – (ἐκ τοῦ τάμπια), ἀμυντικὸν προπέτασμα, χαράκωμα.

*σγαρλίζω – λέγεται ἐπὶ ὀρνίθων: σκαλίζω ἀνασκαλεύω μὲ τὸ ράμφος· μεταφρ. ἀνασκαλεύω, ἀναξέω.

*Σιλήμνα, ἡ – ὂρος τῆς Ἀρκαδίας, πλησίον τῆς Τριπόλεως.

*χαμπέρι, τὸ – (λ. τουρκ.) εἴδησις, πληροφορία, νέον.

.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ Β’ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
Γ. ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΥ, Θ. ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ν. ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
1966

Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τὴς Μέλιας»