Γράφει η Αγγελική Ζολώτα
Καθηγήτρια – φιλόλογος

Μόλις πήρα το πτυχίο μου, υπηρέτησα με σύμβαση στο εξατάξιο Γυμνάσιο Αγνάντων. Έπειτα, ύπανδρος πλέον, βρέθηκα στα μέρη του Παρνασσού, και άφησα για πάντα την Ήπειρο. Καλοκαίρι 1963.

«Κατά τις 20 Ιουλίου αποφάσισα να πάω στο χωριό μου. Τρία χρόνια είχα να ιδώ τους δικούς μου —απ’ το 1960– γιατί, όταν ήμουν στο Τσεπέλοβο (‘60-’61), στις διακοπές πήγαινα στη Σουβάλα.

Κατέβηκα μεσημέρι με το τραίνο στην Αθήνα και την άλλη μέρα με το αεροπλάνο—μια παλιά Ντακότα των είκοσι θέσεων— πέταξα στα Γιάννενα.

Εκεί φιλοξενήθηκα και διανυκτέρευσα στους κουμπάρους μας Αγνή και Τάκη Ζαχαρή, και την τρίτη μέρα το πρωί πήρα το λεωφορείο (που φυσικά δεν ήταν σαν τα σημερινά) για τα Τζουμέρκα.

Στο Ξεροβούνι ο αυτοκινητόδρομος έφτανε τώρα χαμηλά ως τον Άραχθο, και στο σημείο εκείνο —κοντά στο παλιό καμαρωτό γεφύρι— είχε κατασκευαστεί γέφυρα για τα αυτοκίνητα, και το λεωφορείο μας άδειασε ακριβώς εκεί.

Από την Πλάκα μέχρι την Πράμαντα ο δρόμος ήταν απλώς ανοιγμένος απ’ τις μπουλντόζες —χωματόδρομος— και το Καλοκαίρι που δεν έβρεχε (όταν δεν έβρεχε!) πήγαινε με τα χίλια ζόρια κάποιο μεγάλο φορτηγό.

Ανεβαίνουμε στην καρότσα, όρθιοι φυσικά, γυναίκες με τις μαντήλες, άνθρωποι των χωριών — που ήταν γεμάτα κόσμο ακόμα— κορμιά αδύνατα κακοντυμένα, χέρια σαν το καβούκι της χελώνας, πρόσωπα ξεροψημένα και στεγνά…

Και επίσης: παλιοβαλίτσες, χαρτοκούτια, τσουβάλια με τρόφιμα (αλεύρι, ζάχαρη και άλλα), καλάθια με κότες, ακόμα και μια γίδα φόρτωσαν!

Επειδή δεν χωρούσαμε όλοι στην καρότσα, μερικοί νέοι άντρες κρατιόνταν και κρέμονταν σαν σταφύλια — απ’ έξω!— αριστερά και δεξιά απ’ τον οδηγό.

Και φυσικά το αυτοκίνητο πήγαινε σαν τον κάβουρα…

Μόλις συναντούσε δρόμο λασπερό και κόλλαγε: Ώπααα!!! φώναζαν και πηδούσαν κάτω οι… παρακρεμάμενοι άντρες και έσπρωχναν το φορτηγό να ξεκολλήσει και μετά ξανασκαρφάλωναν…

Ο δρόμος βέβαια ήταν έτσι, όμως η Φύση γύρω έλαμπε —οι καταπράσινοι λόφοι, τα ρέματα με τα πλατάνια, το βουνό με μπαλώματα από χιόνι ψηλά— η Φύση έλαμπε, και το ταξίδι πάνω στα τσουβάλια με τη γίδα δίπλα, που βέλαζε ανήσυχη, με το δροσερό αεράκι στα κεφάλια μας (δεν υπήρχε σκέπασμα) μπορώ να πω ήταν υπέροχο τελικά!

Οι άνθρωποι κουβέντιαζαν του καλού καιρού, έλεγαν αστεία: Μπροστά στον ποδαρόδρομο —και φορτωμένοι— το φορτηγό τούτο ήταν… ονειρεμένο!

— Τίνος είσαι εσύ, κοπέλα μ’; με ρώτησε μια ταλαίπωρη ψυχή με τη μαντήλα τραβηγμένη μπροστά να μην την καίει ο ήλιος.

Κι ένας συμμαθητής μου από την Πράμαντα, ο Γιώργος Καρακώστας:

— Μη μου πεις πως είσ’ εσύ! είπε. Τόσα χρόνια και δεν σε είχα ξαναδεί — εσένα το μονάκριβο κορίτσι της Τάξης μας!

Κάποτε —ύστερα από ταξίδι (από τα Γιάννενα) πέντε-έξι ώρες συνολικά—έφτασα στο μικρό το Παλιοχώρι μου.

Ο πατέρας μου, η Μάννα μου, τ’ αδέρφια μου, ο Γιάννης και η Βούλα, οι ανιψιές μου, οι θείες μου με περίμεναν αφάνταστα συγκινημένοι. Με βρήκαν αδύνατη — αγνώριστη!

Τις λίγες μέρες που κάθησα μαζί τους, μαζεύονταν συνέχεια γύρω μου, κι εγώ τους έλεγα για τη ζωή μου και τα μακρινά μέρη (έτσι μας φαίνονταν εκείνη την εποχή), όπου ήταν της τύχης μου να παντρευτώ, να ζήσω τόσα χρόνια.. 

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο δρόμος μου περνούσε από τα Σχολειά» σελίδα 113)

Αντιγραφή για το «σπιτάκι της Μέλιας»

Αγνάντα Άρτας
Τριμηνιαίο όργανο της Αδελφότητας Αγναντιτών
Ιανουάριος – Φεβρουάριος – Μάρτιος 2011, Αρ. Φύλλου 174

Η φωτογραφία είναι από το Pinterest

το «σπιτάκι της Μέλιας»