Ευτέρπη Βεριγάκη

Κάθε χρόνο, ανήμερα του Λαζάρου μου έρχονται στο μυαλό εικόνες της παιδικής ηλικίας, τότε, πριν 4 δεκαετίες, όταν τέτοια μέρα, πρωί-πρωί, ξυπνάγαμε και οι τρεις αδερφές, ντυνόμασταν (σχεδόν πάντα ομοιόμορφα και οι τρεις), στολιζόμασταν, χτενιζόμασταν και ετοιμαζόμασταν να πάμε να πούμε τα κάλαντα της μέρας στη γειτονιά.

Σε έναν ανοιξιάτικο Βόλο, όπου “άνθιζαν” οι παλιές γειτονιές, στα μέσα της δεκαετίας του ΄70, στο Δημοτικό ακόμη εμείς, στολίζαμε το καλαθάκι μας με λουλούδια και χαμομήλια από τον κήπο μας ή από κάποια εξοχή που είχαμε πάει, συνήθως στην Άλλη Μεριά, τα Καλά Νερά ή τον Άναυρο, και παίρναμε τους δρόμους από τις 8 η ώρα το πρωί για να έχουμε τελειώσει μέχρι το μεσημέρι που θα γυρίζαμε σπίτι για φαγητό.

Η επιστροφή έβρισκε το καλάθι γεμάτο αυγά άσπρα (που θα βαφόντουσαν κόκκινα την Μεγάλη Πέμπτη) και άλλα καλούδια που μας έδιναν οι γειτόνισσες.

Ξεκινάγαμε λοιπόν, κάπου εκεί κοντά στην Κίτρινη Αποθήκη, στο 1ο Δημοτικό Σχολείο της πόλης, σε έναν όμορφο δρόμο γεμάτο δέντρα και αυλές και η πρώτη επίσκεψη ήταν στις γειτόνισσές μας, την κα Χρυσούλα και την κα Βαγγελίτσα.

Τσουπ, έμπαιναν έτσι τα πρώτα αυγά μεσα στο καλαθάκι μαζί με ενα δύο κλωναράκια απο κάποιο λουλουδάκι, λίγο βασιλικό ή ό,τι πρασινάδα υπήρχε.

Κατόπιν πηγαίναμε στην κα Βαρβάρα ακριβώς απέναντί μας και μετά στην κα Νίτσα, την “αριστοκράτισσα” της γειτονιάς, με τον όμορφο τον γιό που τελείωνε τότε το Γυμνάσιο και τον κοιτάγαμε με κάτι πελώρια μάτια, νααα!.

Ετσι, συνεχίζαμε, τραγουδώντας τα κάλαντα του Λαζάρου.

«Ηρθ΄ο Λάζαρος ήρθαν τα βάγια
ήρθ΄η Κυριακή που τρων τα ψάρια
Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι
Ήρθ΄η μάνα σου από την πόλη
σού ΄φερε χαρτί και κομπολόϊ
Οι κοτούλες σας αυγά γεννούνε
Οι φωλίτσες σας δεν τα χωρούνε
Δέστε μας και εμάς να τα χαρούμε»

και λαμβάναμε από όλους (μαζί με τα αυγά) και ένα μικρό φιλοδώρημα, θυμάμαι ήταν τότε ένα ποσό 2-3 δραχμών, που φάνταζαν χιλιάδες στα μάτια τριών πιτσιρικιών.

Και έφτανε το μεσημέρι και γυρίζαμε τρέχοντας στο σπίτι να καταθέσουμε τον οβολό στη μαμά να τις δώσουμε τα αυγά και να εισπράξουμε όλα τα μπράβο του κόσμου πριν στρωθούμε στην αυλή για φαγητό και κούνια.

Ναι, είχαμε μια μεγάλη άσπρη κούνια στην αυλή που καθόμασταν και οι τρείς μας και κουνιόμασταν! Και χαζεύαμε τις δυο χελώνες μας που πηγαινοερχόντουσαν και στο διπλανό σπίτι από μια τρύπα που υπήρχε στον πετρόχτιστο τοίχο που χώριζε τις αυλές.

Ωραίες αναμνήσεις που παραμένουν πάντα ζωντανές.

Πηγή: Πεπορέ…

Εικόνα από: Pinterest

το «σπιτάκι της Μέλιας»