Ο μαθητής της Ε’ τάξης του Δημοτικού, Στέλιος Λυμπέρης, επισκέφθηκε για πρώτη φορά το χωριό Σέρβου Αρκαδίας, για να περάσει το τρίημερο της Καθαράς Δευτέρας του 2012. Στην παρακάτω έκθεση μπορείτε να διαβάσετε τις εντυπώσεις του για το χωριό αλλά και για τους ανθρώπους που γνώρισε κατά την παραμονή του σε αυτό.

Σήμερα είναι Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012. Πριν μια εβδομάδα περίπου, πήγα στην ορεινή Αρκαδία, σε ένα χωριό που το έλεγαν Σέρβου. Βασικά δεν έχουμε εμείς εκεί σπίτι αλλά μας κάλεσε μια φίλη απ΄ το χορευτικό μου μαζί με τους γονείς της.

Για να μην πολυλογώ φύγαμε από το σπίτι μας στις 7.00. Από βραδύς είχαμε ετοιμάσει όλα τα απαραίτητα πράγματα που θα χρειαζόμασταν εκεί που θα πηγαίναμε.

Μόλις φύγαμε, φορτώσαμε μερικά πράγματα των φίλων μας, στο αυτοκίνητο. Πρώτα απ΄ όλα πήγαμε στο σπίτι των  φίλων μας. Φύγαμε όλοι μαζί. Ήταν μεγάλο ταξίδι, κράτησε 3 ολόκληρες ώρες.

Εγώ μαζί μου, για να μη βαρεθώ στη διαδρομή, είχα πάρει μαζί μου LEGO PLAYMOBIL, μπισκότα MASCOT. Τσίχλες BIG-BABOL και ένα μπιστόλι με μπίλιες. Με λίγα λόγια είχα πάρει τα αγαπημένα μου πράγματα.

Τέλος πάντων σε κάποια στιγμή μπήκαμε σε ένα στενό πέρασμα για να κάνουμε την ανάγκη μας. Ύστερα προχωρήσαμε στη διαδρομή. Λίγο πιο κάτω, υπήρχε ένα βενζινάδικο και βάλαμε μπόλικη βενζίνη.

Εκεί , η κυρία Ιωάννα βγήκε απ’ τό αυτοκίνητο τους και με ρώτησε αν θέλω ζεστή σοκολάτα βιενουά. Όση ώρα ο βενζινάς μας έβαζε βενζίνη , ο κύριος Θανάσης μας έλεγε διάφορα αστεία.

Όταν φύγαμε από εκεί καθώς έπινα την σοκολάτα , άρχισα κι έβλεπα κάποιες βουνοκορφές καλυμμένες με πολύ χιόνι. Εκείνη τη ώρα φώναξα δυνατά μέσα στο αυτοκίνητο:

«Μπαμπά, χιόνι !»

Μετά από τις βουνοκορφές σταματήσαμε να δούμε τον ποταμό Λούσιο. Το νερό του κατέβαινε με πολύ ορμή. Συνεχίσαμε και ο δρόμος άρχισε να έχει πολλές στροφές.

Ζαλίστηκα λίγο αλλά μετά ήμουν μια χαρά. Περάσαμε πολλά χωριά για να φτάσουμε στον προορισμό μας. Πρώτα απ’ όλα, περάσαμε από κάποια μικρά χωριά όπως η Κάψια και ο Καμπέας .

Συνεχίσαμε στο Λεβίδι, στη Βλαχέρνα, και στη Βυτίνα όπου σταματήσαμε για να πάρουμε ψωμί. Ύστερα από λίγο φτάσαμε στη Καρκαλού και στη γέφυρα Σαρά. Εκεί αν στρίβαμε αριστερά θα πηγαίναμε Δημητσάνα, ενώ δεξιά θα πηγαίναμε Σέρβου.

Έτσι, στρίψαμε δεξιά και φτάσαμε στον τελικό προορισμό μας .Απέναντι από το χωριό, το μάτι σου έπεφτε κατευθείαν στο Λυκούρεσι, στο Ψάρι και στη Λυσσαρέα.

Επίσης, απέναντι ήταν και το Πυρί που από εκεί κατάγεται η γιαγιά μου η Ευγενία. Στο βάθος ήταν η Ανδρίτσαινα και το χιονισμένο αυτό βουνό , ο Αρτοζήνος.

Κατά τα άλλα, φτάσαμε στο χωριό. Μόλις κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο μας, ενημερωθήκαμε ότι είχαν σφάξει το ζώο. Βγάλαμε τα πράγματα μας και τα κουβαλήσαμε ως το σπίτι που θα μέναμε.

Κατεβήκαμε μια απότομη κατηφόρα. Μπήκαμε από μια μικρή μαύρη πόρτα. Στο εσωτερικό είχε μερικά σκαλοπάτια. Όταν μπήκαμε μέσα, σκέφτηκα πως αυτό το σπίτι για τέτοιο χωριό ήταν 5 αστέρων !!! Ήταν ότι πρέπει.

Ακριβώς δίπλα, ήταν το σπίτι των γονιών του κυρίου Θανάση. Η κυρία Ιωάννα μας το συγύρισε και μας έφτιαξε το κρεβάτι όπου θα κοιμόμασταν το βράδυ.

Επίσης, η κυρία Ιωάννα μας έδειξε όλο το σπίτι. Ο παππούς της Μαρίας, ο Μπαρμπαλιάς όπως τον φωνάζουν, μας δέχτηκε και μου έδωσε μια μεγάλη σοκολάτα.

Μας είπε κιόλας πως σε κάνα πεντάλεπτο να πάμε στο σπίτι τους να φάμε ωραία φαγητά τα οποία είχε φτιάξει στη στόφα η γλυκιά γιαγιά της Μαρίας. Τακτοποιηθήκαμε και προσαρμοστήκαμε στο χώρο μας.

Πήγαμε στο σπίτι του παππού και η γιαγιά μας είχε φτιάξει λουκάνικα και μια υπέροχη τηγανιά στη στόφα. Αυτή ήταν η κουζίνα της. Φάγαμε, χορτάσαμε και γλύφαμε τα δάχτυλα μας.

Καθίσαμε λίγο και συζητήσαμε διάφορα πράγματα. Έπειτα, φύγαμε απ τό σπίτι και κατεβήκαμε λίγο πιο κάτω. Εκεί ήταν όλο το χορευτικό των γονιών μου και χόρευαν χασάπικο και Πελοποννησιακά τραγούδια.

Ωραία το πήγαιναν. Εκείνη την ώρα οι γονείς που είχαμε πάρει μαζί στο χωριό της κυρίας Ιωάννας άνοιγαν το καφενείο τους. Πήραμε μερικές καρέκλες από μέσα και καθίσαμε απ’ έξω .Φάγαμε και τα μεζεδάκια μας.

Μετά από λίγη ώρα είπα στο μπαμπά μου να πάμε να παίξουμε μπάλα στη πλατεία της εκκλησίας άσχετα όμως που το πανηγύρι συνεχιζόταν. Ξαφνικά όπως παίζαμε έριξα μια ψηλή μπαλιά.

Ο μπαμπάς μου δεν μπόρεσε να την πιάσει. Επειδή η πλατεία ήταν σε ύψωμα, η μπάλα κατρακύλησε και έπεσε μακριά, σε έναν γκρεμό, στο Λεύκο. Ο μπαμπάς μου νευρίασε και μου είπε ότι εγώ δεν την πιάνω. Τι να κάνουμε;

Μετά πήγαμε στο πολιτιστικό κέντρο και είδαμε τις ετοιμασίες για το βράδυ. Φύγαμε και πήγαμε στο μέρος που είχαν το σφαγμένο ζώο. Το έκοβαν και το έγδερναν. Ήταν ανατριχιαστικό, αηδιαστικό και λίγο τρομακτικό.

Γυρίσαμε σπίτι και έριξα έναν βαρύ υπνάκο, επειδή ήμουν κουρασμένος από όλη αυτή τη διαδρομή. Σε κάποια στιγμή ξύπνησα , γιατί άκουσα τη πόρτα που άνοιγε. Ήταν ο κολλητός μου φίλος, ο Ηλίας μαζί με τον αδελφό του τον οποίο, πρώτη φορά είδα. Τον έλεγαν Νίκο και μαζί μου έπιασαν τη μπάλα.

Τους ευχαρίστησα πάρα πολύ. Ήταν τα γνωστά Τρουπάκια. Αρχίσαμε και να μεταμφιεζόμαστε. Εγώ έβαλα τη μάσκα μου και κρατούσα το δρεπάνι μου. Άλλοι έβαλαν περούκες, βάφτηκαν στο πρόσωπο και άλλοι πήραν σερπατίνες χαρτοπόλεμους και αφρούς.

Πολλοί άνθρωποι ντύθηκαν Μπούλες και ήταν αγέλαστοι και αμίλητοι. Το γλέντι συνεχίστηκε στο πολιτιστικό κέντρο με χορούς και με τραγούδια . Ήταν φοβερά.

Πέρασε η ώρα και εγώ άρχισα να νυστάζω, με λίγα λόγια άρχισα τη γκρίνια για το πότε θα φύγουμε . Ε, σε μόλις λίγα λεπτά, φύγαμε για να πάμε στο σπίτι , αφού νύσταξε και η Μαρία.

Κοιμηθήκαμε ακούγοντας ένα CD διαρκώς και κυρίως δυο συγκεκριμένα τραγούδια. Το ένα λεγόταν «η Βασίλω» και το άλλο «σα πήρα έναν ανήφορο, κανέλα και γαρύφαλλο».

Κουτσά στραβά, καλά κοιμηθήκαμε .Το άλλο πρωί, με το που ξυπνήσαμε, είδαμε την κυρία Ιωάννα. Κοιταχτήκαμε για λίγο και αρχίσαμε να βάζουμε κάτι γέλια , που ήταν ασταμάτητα, χωρίς λόγο !!!

Το πρωινό μας, ήταν γάλα ζεσταμένο στη στόφα με γλυκά κουλουράκια και ένα φανταστικό κέικ βανίλιας σοκολάτας. Όταν ξυπνήσαμε καλά καλά, ο κύριος Θανάσης μας είπε να πάμε να δούμε όλο το χωριό, πως είναι και τι έχει.

Πρέπει να ομολογήσω πως ήταν εκπληκτικό και το ίσιο το χωρίο, αλλά και αυτή η επιβλητική θέα. Γυρίσαμε κουρασμένοι και ιδρωμένοι από αυτόν τον τόσο καυτό και ζεματιστό ήλιο και πήγαμε να αλλάξουμε ρούχα.

Μετά, βγήκαμε έξω στην αυλή των δύο σπιτιών και βλέπαμε με κιάλια όλα τα μέρη του χωριού. Ξαφνικά ήρθε ένας άνδρας από το χορευτικό, ο Κώστας και πρωί-πρωί άρχισε να χορεύει και να τραγουδάει .Είχε πολύ πλάκα!

Όταν έφυγε, είδαμε έναν πανέμορφο κοκκινολαίμη και τον βγάλαμε πολλές φωτογραφίες. Ήταν δύσκολο να το κάνεις αυτό. Ύστερα, πήγαμε στο καφενείο του Μαρίνη και ήπια μια Λουξ λεμονάδα. Ήταν πολύ δροσιστική.

Για μεσημεριανό πήγαμε στο σπίτι του λεβέντη παππού και εγώ έφαγα πατάτες τηγανιτές και όση τηγανιά είχε απομείνει. Ήταν πραγματικά όνειρο !!!!! Τέλος ήρθε η ώρα του γυρισμού.

Μετά από τόσο ωραίες στιγμές έφτασε η χειρότερη ώρα. Τέλος πάντων, τα μαζέψαμε όλα, αποχαιρετήσαμε του υπολοίπους και ξεκινήσαμε να γυρίσουμε από εκεί που ήρθαμε!

Όπως γυρνούσαμε είδαμε ένα χώρο με πάρα πολύ στρωμένο χιόνι! Παίξαμε, παγώσαμε από τις χιονόμπαλες και γίναμε μούσκεμα! Κάτσαμε εκεί για 5-10 λεπτά.

Η επιστροφή έγινε λίγο πιο ευχάριστη απ’ ότι πιο πριν. Συνεχίσαμε, βαρέθηκα, νύσταξα, κοιμήθηκα!

Όταν φτάσαμε στα σπίτια μας, τηλεφωνηθήκαμε με τους φίλους μας και είπαμε τις εντυπώσεις μας. Μας είπαν κιόλας άμα θέλουμε, μπορούμε να κάνουμε τα γενέθλια μου στο φαράγγι της Γκούρας.

Εγώ συμφώνησα. Πριν κοιμηθώ σκέφτηκα πόσο ωραία πέρασα εκείνες τις 2 ημέρες και ανυπομονώ να γιορτάσω τα γενέθλια μου σε ένα τόσο συναρπαστικό μέρος σαν αυτό !!!!!!!!!!!!!!

Την επόμενη εβδομάδα, θα ξαναβρεθούμε οι περισσότεροι στο χορευτικό των «Σερβέων» και θα χορέψουμε τη Βασίλω, την Αρκαδιανή και τον ύμνο του χορευτικού σύμφωνα με τον Κώστα.

Ο «ύμνος» είναι το ……«σα πήρα έναν ανήφορο….κανέλα και γαρύφαλλο….»

ΤΕΛΟΣ !

ΛΥΜΠΕΡΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ
11 ΧΡΟΝΩΝ, ΑΘΗΝΑ

Αντιγραφή το «σπιτάκι της Μέλιας»

Αρτοζήνος
Έκδοση του Συλλόγου Σερβέων Αρκαδίας «Η Κοίμηση της Θεοτόκου»
Έτος 36ο -Αριθμός φύλλου 185 -Ιανουάριος – Μάρτιος 2012

Εικόνα: «Η Καθαρή Δευτέρα», έργο του Γεράσιμου Γερολυμάτου από το Pinterest

το «σπιτάκι της Μέλιας»