Χαράλαμπος Επαμεινώνδας
Εξέβηκε μια μέρα ο Χάροντας να πάει, να γυρίσει. Πήγε και κτύπησε την πόρτα της Μαρουδιάς . Η Μαρουδιά ήταν κεντήτρα σπουδαία στο τόπο μας .
Χιλιάδες μεταξωτά υφαντά κι ολόπλουμα μαντήλια πέρασαν από τα χέρια της. Ακόμη, χρυσοκέντητα εκκλησιαστικά άμφια, Επιτάφιοι και ποδιές των εικόνων. Ακούστηκε η φήμη της σ’ όλη την Πάφο, ως πέρα στη Χώρα.
Ήρθε ο Χάροντας κι έσεισε το ξωπόρτι της ,σείστηκε η αυλή της και το σπίτι της και η μονή της. Πετάχτηκε πάνω:
-Ποιος ένι;
-Άνοιξε ,κόρη Μαρουδιά, λαλεί της, ήρθα για να σε πάρω.
-Δεν είμαι ακόμη έτοιμη , λαλεί του εκείνη, έχω δουλειές στη μέση.
-Και ποιες είν’ οι δουλειές σου; Την ερωτά.
-Έχω να κτίσω εκκλησιές , να κτίσω μοναστήρια .
Έφυγε ο Χάροντας.
Αμέσως εκείνη έπιασε δουλειά , έφερε μαστόρους , πρωτομαστόρους και πλήθος μαθητάδες. Έκτισε εξήντα εκκλησιές κι εξήντα μοναστήρια.
Ήρθε ο Χάροντας.
-Τελείωσες στις δουλειές σου, Μαρουδιά, να πάμε;
-Έχω δουλειές ατέλειωτες κι άλλες αρχινεμένες … του απαντά.
-Και ποιες είναι τώρα οι δουλειές σου;
-Φέρνω νερά τρεχάμενα να πίνουν οι διαβάτες.
Δεν είπε τίποτε αυτός και έφυγε.
Έβαλε τότε τους μαστόρους η Μαρουδιά να κτίσουν βρύσες στα χωριά, στες στράτες, να πίνουν οι διαβάτες νερό, να ξεκουράζονται. Έκτισε εξήντα βρύσες και εξήντα γιεφύρια.
Να σου το Χάροντα κι ήρθε.
– Άτε να πάμε, Μαρουδιά.
-Έχω δουλειές ανέγγιχτες, έργα πολλά που περιμένουν.
– Και ποιες είναι πάλι οι δουλειές σου;
– Έπιασα μωρά ν’ αναγιώσω, Χάροντα.
Κι αυτή την φορά, εκείνος έφυγε άπρακτος.
Έπιαστε τότε η Μαρουδιά τα μωρά, τα ορφανά, τα φτωχά, τα άρρωστα και τα φρόντιζε να μεγαλώσουν, να μπορούν να δουλέψουν. Έπιασε μαθήτριες και τους μάθαινε την κεντητική.
Πέρασαν λίγα χρόνια, μεγάλωσαν τα μωρά, έμαθαν την κεντητική οι μαθήτριες , ήρθε πάλι ο Χάροντας.
-Σήκω να πάμε , Μαρουδιά,
-Έχω δουλειάν ακόμα, Χάροντα , να κάμω . Έχω να δω τον κύρη μου, την μάνα μου, που δεν τους τίμησαν όπως έπρεπε, τους αντιστάθηκα, τους είπα λόγια βαρετά… και με τον αδελφό μου έχουμε έχθρα.
Έτσι έφυγε ο Χάροντας.
Πήγε εκείνη στο σπίτι της το πατρικό. Φίλησε το χέρι του κυρού της , έπεσε στην αγκάλη της μάνας της , συγχωρέθηκε με τον αδελφό της…
-Έλα να πάμε, Μαρουδια, της λέει πάλι ο Χάροντας .
-Έχω το κέντημα, ένα μαντήλι μεταξωτό για σένα να κεντήσω.
– Να το κεντήσεις ,μα πότε να το γυρέψω;
– Να περάσουν εξήντα Σάββατα και εξήντα Κυριακάδες και θα το τελειώσω.
Κέντα, κέντα ψιλοβελονιά, ψιντροδουλειά πάνω σε μεταξωτό μαντήλι, πέρασε ο καιρός , ήρθε ο Χάροντας.
Ξεδιπλώνει το μεγάλο μαντήλι, το ‘βαλέ στα γόνατα του.
Είχε κεντήσει, μάνα μου, ‘κει πάνω όλες τις ομορφιές του κόσμου: τον ουρανό με τ’ άστρα, τον ήλιο και το φεγγάρι, τη θάλασσα με τα ψάρια και τα καράβια, τη γη με τα όρη, τα δέντρα και τα λουλούδια!
Θαύμασε ο Χάροντας , λυπήθηκε, δάκρυσε:
-Θωρώ σε και τα έργα σου θωρώ και λυπούμαι, μα τι να σου κάμω; Είναι προσταγή από το Θεό να πάμε πάνω.
-Παρακαλώ σε , Χάροντα, του λέει, χάρισε μου τριάντα μέρες ακόμα.
-Τριάντα μέρες, μου ζητάς, σου δίνω τριάντα χρόνια. Μα δώσε μου το χέρι σου ν’ αποχαιρετιστούμε…..
Του δώσε το χέρι της και πήρε την ψυχή της .
Ο Θεός την λυπήθηκε που αγαπούσε τόσο πολύ την ομορφιά του κόσμου Του και την έκαμε ένα πλουμιστό ζωύφιο που το λέγουν Μαρουδιά.
Το παίρνουν στα χέρια τους τα παιδιά και του τραγουδούν: «πέτα πέτα Μαρουδιά με τα κόκκινα βρακιά …» Την λέγουν και παπαδίτσα η πασχαλίτσα.
Χαράλαμπος Επαμεινώνδας, Συντροφιά με τη γιαγιά, Κόσμημα, Κύπρος 2001
Πηγή: Κυπριακά Παραμύθκια
Πηγή: Pinterest
Σχολιάστε
Comments feed for this article