Π.Μ Σωτῆρχος

Ὅ,τι κι ἄν γίνει. Σκύβει μέσα του καί ὑπομένει τά πάντα γιά χάρη τῆς ἀγάπης. Ἀπό κεῖ ἀρχίζει καί ἡ θυσία. Καί ἀγάπη χωρίς θυσία τοῦ ἑαυτοῦ μας δέν γίνεται. Δέν εἶναι ἀληθινή.

Εἶναι σάν τήν ἄκοπη ἐλεημοσύνη τοῦ πλουσίου καί ὄχι σάν τό «δίλεπτόν της χήρας». Γιατί τό νά ὑπομένεις γιά τήν ἀγάπη εἶναι νά θυσιάζεις τήν δική σου χαρά. Ὅπως θυσιάζεται ἡ μάνα γιά τό παιδί της.

Καί τότε ἡ ἀγάπη ξαναγίνεται χαρά καί πολλαπλασιάζεται «τριάντα, ἑξήντα, ἑκατόν φορές» πιό πολύ ἀπό τό τάλαντον τῆς πρώτης ἀγάπης, πού εἶναι δῶρον τοῦ Θεοῦ σέ ὅλες τίς ψυχές, ὅταν γεννιοῦνται σ’ αὐτόν τόν κόσμο.

Τήν ἀλήθεια τούτη δέν πρέπει κανείς νά τήν περάσει μέσα ἀπό τό ἐργαστήριο τῆς λογικῆς, πού μόνον πρόσθεση καί ἀφαίρεση ξέρει νά κάνη καί πιό πολύ προτιμᾶ τήν διαίρεση καί ποτέ τόν πολλαπλασιασμό.

Μόνον στήν ἁμαρτία ξέρει νά πολλαπλασιάζει. Στά χρήματα, στίς ἀπολαύσεις, στήν δόξα τήν ἐγκόσμια. Γι’ αὐτό τήν ἀλήθεια τῆς ἀγάπης μόνο μέσα ἀπό τήν καρδιά πρέπει νά τήν βλέπουμε, νά τήν νοιώθουμε, νά τήν ζοῦμε.

Ἄφησε τήν λογική, πού σοῦ λέγει ὅτι ἔτσι, μέ τήν ἀγάπη, μπορεῖ νά πέσεις ἔξω, νά σέ ξεγελάσουνε, νά σέ ἐκμεταλλευθοῦνε. Αὐτές εἶναι πονηρίες ἄθλιες καί προέρχονται ἀπό τόν Πονηρό…

Θέλει νά μᾶς ἐμποδίσει ἀπό τήν εὐτυχία τῆς ἀγάπης τήν ἀνείπωτη, ἀπό τό φῶς τῆς ἐλευθερίας τό ἀνέσπερο, πού τό δίνει κι αὐτό ἡ ἀγάπη καί προπαντός ὁ μισόκαλος Πονηρός θέλει νά μᾶς ἐμποδίσει ἀπό τό ἀγκάλιασμα τοῦ Θεοῦ.

Γιατί ὅποιος ἀγαπήση, λίγο ἤ πολύ, νοιώθει ἀμέσως πάνω του τό χέρι τοῦ Θεοῦ, πού τόν χαϊδεύει στοργικά… Πῶς λοιπόν, βάλαμε γιά τίτλο σέ τοῦτες τίς σκέψεις «Τό παράπονο τοῦ Χριστοῦ»;

Πρέπει νά ἐξηγήσω ὅτι τήν τιτλοποίηση αὐτή μοῦ τήν ἔδωσε μία φράση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού λέγει:

– «Κατά τήν Δευτέραν Παρουσίαν θά μᾶς κοιτάξουνε ἐκεῖνα τά γλυκύτατα μάτια, τά γεμάτα ἀνείπωτη ἀγάπη καί στοργή καί τρυφερότητα, θά μᾶς κοιτάξουν παραπονεμένα καί τότε θάναι, πού δέν θά ξέρουμε ποῦ νά πᾶμε νά κρυφτοῦμε».

Ἕνα βλέμμα, πού κανένας μας δέν θά μπορεῖ νά τό ἀντέξει καί θά μᾶς συντρίβει καί θά μᾶς πληγώνει ὅσο τίποτε ἄλλο, τίποτε ἄλλο. Θά εἶναι σάν μία πληγή ἀγιάτρευτη καί ἴσως αὐτή νά εἶναι ἡ Κόλαση, πού δέν τελειώνει, θά εἶναι τό πῦρ, πού θά μᾶς καίη συνεχῶς καί χωρίς τελειωμό.

Οἱ τύψεις καί ἡ ἀφόρητη πίκρα γιά τήν εὐτυχία, πού χάσαμε…

Δέν εἶναι, λοιπόν, παράπονο αὐτοῦ του κόσμου, ἀλλά λύπη τοῦ Χριστοῦ, πού θά βλέπει τούς ἁμαρτωλούς νά χάνονται μακριά του, κατά τήν δική τους σημερινή ἐπιλογή, καί νά ζοῦν τήν ἀτέλειωτη δυστυχία μέσα στό «σκότος τό ἐξώτερον», δηλαδή μακρυά ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁ αἰώνιος Παράδεισος.

Τότε…

Τό παραπονεμένο βλέμμα τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ὅπως τά δικά μας παράπονα. Ἐμεῖς παραπονιόμαστε συνήθως γιά τόν ἑαυτό μας τόν ἀχόρταγο, γιατί κάποιος μᾶς ἀδίκησε ἤ μᾶς ξέχασε ἤ δέν ἔκανε αὐτό, πού θέλαμε.

Παραπονιόμαστε ὅταν δέν μᾶς τιμοῦν, δέν μᾶς κάνουν δῶρο, δέν μᾶς εὐεργετοῦν.

Παραπονιόμαστε ἀπό ἐγωισμό καί φιλαυτία. Ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιληδονία.

Τό παράπονο τοῦ Χριστοῦ, ὅμως, εἶναι ἀντίθετο.

Εἶναι σάν νά παραπονιέται γιά λογαριασμό μας, γιά μᾶς, πού δυστυχοῦμε καί δέν δεχτήκαμε τά δῶρα Του καί τήν αἰώνια εὐτυχία, πού ἑτοίμασε ὁ Θεός «τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄ Κορ. β΄ 9).

Λυπᾶται, πονᾶ, ὑποφέρει γιά τήν δική μας δυστυχία… Μπορεῖτε νά τό φαντασθεῖτε αὐτό; Λυπᾶται ὁ Χριστός, πού δέν εἴμαστε εὐτυχισμένοι, πού δέν πήγαμε κοντά Του νά μᾶς χαρίσει τήν αἰωνιότητα τῆς χαρᾶς!…

Τί νά κάνουμε λοιπόν; Τί νά ποῦμε στόν παραπονεμένο Χριστό, γιά τήν δυστυχία μας, τήν ψυχική, τήν ὑλική καί τήν πνευματική;

Γιατί, ἄς μοῦ ἐπιτρέψη ὁ πολύ ἀγαπημένος μου Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος νά πῶ, ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔχει παραπονεμένο βλέμμα μόνον κατά τήν Δευτέρα Παρουσία, ἀλλά καί τώρα τό ἔχει διαρκῶς ἐπάνω μας, καί ἄς εἶναι ἤρεμο καί γαλήνιο στίς βυζαντινές εἰκόνες, πού βλέπουμε στούς ναούς.

Παραπονιέται καί τώρα, πού δέν πᾶμε κοντά Του, ἀλλά Τόν ἀποφεύγουμε γεμᾶτοι «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις»…

Παραπονιέται, πού δέν ἀξιοποιοῦμε τήν θυσία Του καί δέν παίρνουμε τά Τίμια Δῶρα Του, πού εἶναι ἱκανά καί νά μᾶς καθαρίσουν καί νά μᾶς σώσουν καί νά μᾶς χαρίσουν ἀπό τώρα τήν μεγάλη εὐτυχία τῆς ἀγάπης.

Ἔστω καί στά πρῶτα βήματα, ἔστω καί στά πρῶτα κύματα, πού θά ἀναταράξουν τή νεκρωμένη θάλασσα τῆς καρδιᾶς. Ὁ σπόρος τῆς ἀγάπης ὑπάρχει σέ ὅλες τίς ψυχές.

Ἐμεῖς ἀδιαφοροῦμε γιά τό βλάστημα καί τήν ἀνθοφορία Του. Πρέπει, ὅμως, νά δεχθοῦμε τήν χάρη τῶν Τιμίων Δώρων, τό ἔλεος τῆς Ἐκκλησίας Τοῦ «ἐν ἐλευθερία» καί ὄχι ἀναγκαστικά…

Τό παράπονο τοῦ Χριστοῦ, αὐτό τό συγκλονιστικό παραπονεμένο βλέμμα, πού μᾶς ἀγκαλιάζει ὅλους, μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσει ἀπό τώρα στήν σωτηρία καί τήν ἀνάσταση, ἄν τά ἔχουμε διαρκῶς μπροστά μας, σάν ὁδηγό.

Ὄχι γιά νά φοβόμαστε τήν τιμωρία καί τήν Κόλαση, ἀλλά γιά νά μάθουμε νά ἀγαποῦμε καί ποτέ νά μή χωριστοῦμε ἀπό τήν πηγή τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης, πού εἶναι ὁ Χριστός. Γιατί ἄλλος τρόπος πραγματικῆς μετανοίας δέν ὑπάρχει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Μόνον τό βλέμμα τοῦ Χριστοῦ.

Τότε μόνον ἡ μετάνοιά μας μπορεῖ νά ἀρχίσει καί νά ἀνθοφορήσει καί νά καρπίσει, ἄν δοῦμε κατάματα τό βλέμμα τοῦ Κυρίου καί μόνον ὅταν κλάψουμε, ἔστω καί μέ ἕνα δάκρυ, γιά τήν λύπη, πού τοῦ προκαλοῦμε. Τότε ἀρχίζουμε νά μαθαίνουμε τά μυστικά τῆς ἀγάπης, πού ἀναλάμπουν μέσα στά μάτια τοῦ Θεανθρώπου…

Τό παράπονο τοῦ Χριστοῦ εἶναι γιατί δέν μετανοοῦμε, γιατί δέν ἁπλώνουμε τά χέρια μας νά τόν ἀγκαλιάσουμε. Γιατί αὐτό εἶναι ἡ μετάνοια:

Νά ἐπικαλεσθοῦμε τήν βοήθειά Του καί νά δηλώσουμε ταπεινά τήν ἀνημπόρια μας.

Αὐτό τό μικρό σημεῖον ζητεῖ, αὐτήν τήν πρώτη κίνηση ἀπό μᾶς τά ἐλεύθερα πλάσματά Του, γιά νά τρέξει ἀστραπιαία κοντά μας καί νά μᾶς ἁρπάξει ἀπό τόν πύρινο ποταμό, πού ζητᾶ νά μᾶς καταπιῆ.

Ἀκόμα καί ἕνα βλέμμα μας πρός τό πονεμένο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά μᾶς σώσει, ἄν τό βλέμμα μας αὐτό ἐπικαλεῖται τήν χάρη Του μέ συντριβή.

Πόσοι δέν ἄρχισαν τήν ἐπιστροφή τους στόν Θεό μέ ἕνα τέτοιο βλέμμα! Ἄς θυμηθοῦμε τήν περίπτωση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου μέ τά μεγάλα λόγια καί τούς μεγάλους ἐνθουσιασμούς.

Τόν πρόδωσε τό ἴδιο ἐκεῖνο βράδυ, κι ἄς ἦταν πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος, λίγο μετά τήν προδοσία τοῦ Ἰούδα, ὅταν Τόν ἀρνήθηκε τρεῖς φορές.

Καί τότε τό βλέμμα τοῦ Χριστοῦ ἔκανε τό θαῦμα του καί σώθηκε ὁ ἀρνητής Πέτρος. Ἦταν ἡ στιγμή, πού ἀρνήθηκε ὁ Πέτρος γιά Τρίτη φορά τόν Χριστόν, ἐνῶ ἦταν κοντά του, καί «ἐφώνησεν ἀλέκτωρ».

Καί συνεχίζει ὁ Εὐαγγελιστής τήν ἀφήγησή του:

– «Καί στραφείς ὁ Κύριος ἐνέβλεψε τῷ Πέτρω, καί ὑπεμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου, ὡς εἶπεν αὐτῶ ὅτι πρίν ἀλέκτορα φωνῆσαι ἀπαρνήσῃ μέ τρίς• καί ἐξελθῶν ἔξω ὁ Πέτρος ἔκλαυσε πικρῶς» (Λουκ. κβ΄ 61-62).

Ἄς βγοῦμε κι ἐμεῖς ἔξω ἀπό τήν καθημερινή μας ματαιοφροσύνη καί ἄς κλάψουμε πικρῶς κάτω ἀπό τό στοργικό βλέμμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ προσπάθεια εἶναι τό κορυφαῖο, τό πρῶτο βῆμα στόν δρόμο τῆς ἀγάπης καί τῆς σωτηρίας.

Ὀρθόδοξη Ὁδοιπορία Ἐκδόσεις Ὀρθόδοξη Κυψέλη

Ἀντιγραφή γιὰ τό «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»

Ἅγιος Μηνάς
Τριμηνιαία ἔκδοσις  τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καστοριᾶς
τεῦχος 67 – Ἀπρίλιος – Ἰούνιος 2016

Εἰκόνα: «Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς Κριτής, ψηφιδωτὸ στὴν Ἁγία Σοφία» ἀπὸ τό: Pinterest

τό «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»