You are currently browsing the tag archive for the ‘28η Ὀκτωβρίου 1940’ tag.
Γεωργίου Βλάχου
Τὸν πόλεμον αὐτὸν δὲν τὸν ἐζητήσαμεν, δὲν τὸν προεκαλέσαμεν, δὲν τὸν ἠθελήσαμεν. Μᾶς ἐπεβλήθη. Μᾶς ἐπεβλήθη κατὰ τὸν χυδαιότερον, κατὰ τὸν σκαιότερον τρόπον.
Ἅμα ἔμειναν οἱ προπηλακισμοὶ ἀναπάντητοι, ἅμα ἠκούσθησαν μὲ σιωπηλὴν ἀπάθειαν αἱ προκλήσεις, ἅμα κατεβλήθη προσπάθεια ὅπως ἀγνοηθῆ καὶ αὐτὴ ἡ ταυτότης τῶν γενναίων οἱ ὁποῖοι ἔπνιξαν ἠγκυροβολημενην τὴν «Ἕλλην», εἰς τὸ τέλος, ἐπειδὴ φόβος ὑπῆρχε μὴ αἱ ὕβρεις, αἱ συκοφαντίαι καὶ οἱ πνιγμοὶ δὲν χρησιμεύσουν καὶ δὲν γίνη ὁ πόλεμος, κατέφθασε χθὲς ὁ κ. Γκράτσι εἰς τὸν οἶκον τοῦ Πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδος, εἰς τὰς τρεῖς τὸ πρωί, καὶ τοῦ ἐζήτησε, προχείρως, τὴν ἄδειαν νὰ μᾶς καταλάβη.
του Στράτη Μυριβήλη
(Στο παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο Η ζωή εν τάφω (1931) του Στράτη Μυριβήλη περιγράφεται η αγριότητα του πολέμου σε μια σκηνή στην οποία εξοντώνονται ανυπεράσπιστα «επιστρατευμένα» γαϊδούρια.
Τα αντιπολεμικά αισθήματα του συγγραφέα εκφράζονται με την ωμή περιγραφή της εξόντωσης των αθώων ζώων, η οποία δείχνει την παράλογη βία του πολέμου).
Ένας στρατιώτης που πολεμούσε στο Μέτωπο το ’40, έγραφε στην γυναίκα του: « κάναμε έφοδο τις προάλλες, υπερθέαμα! Όλα τα είχε! Και ήχο, και βόμβες, και αγωνία, και δράση!
Το καλύτερο θέαμα βλέπουμε εδώ πάνω! Κάποια στιγμή, ένοιωσα έναν έντονο πόνο, κι είδα το αίμα μου να βάφει κόκκινο το χιόνι… Σκέφτηκα πως έχασα το πόδι μου. Μην ανησυχείς.
30 Οκτωβρίου 1940 Αγαπημένη μου,
μεσ’ το Καλπάκι σ’ ένα ρέμα κουρνιάσαν οι στρατιώτες
βουτώ τη λόγχη μου στο αίμα, δέξου τις λέξεις μου τις πρώτες
είναι οι λέξεις μετρημένες σαν τις στιγμές μου εδώ πάνω
κι είναι οι σκέψεις μου δοσμένες ως την στιγμή που θα πεθάνω.
Αχ, τι να σου γράψω αγαπημένη; Εδώ συμβαίνουνε πολλά,
γύρω μου δέκα σκοτωμένοι αλλά είμαι καλά… Είμαι καλά…
Τοῦ φιλολόγου Γεωργίου Μπακιρτζῆ
Ἀπερίγραπτες ἦσαν οἱ δυσκολίες πού εἶχε νά ἀντιμετωπίσει ὁ Ἕλληνας φαντάρος στόν πόλεμο τοῦ 1940. Γιά νά νικήσει ὁ ἑλληνικός στρατός στήν Πίνδο ἔπρεπε νά δαμάσει τέσσερεις ἐχθρούς:
Τόν ἰταλικό στρατό πού ἦταν πάνοπλος, τήν πείνα, γιατί ἡ ἐπιμελητεία ἦταν ἀφάνταστα δύσκολη μέ τά χιόνια καί τίς κακοτοπιές, τήν κούραση, γιατί ἔπρεπε ὁ Ἕλληνας φαντάρος νά πολεμᾶ συνέχεια, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχαν ἄφθονες ἐφεδρεῖες, καί τά χιονισμένα καί δύσβατα βουνά.
Ἡ λιτὴ ἀπάντηση τοῦ τότε πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννη Μεταξᾶ στὸν πρεσβευτὴ τῆς Ἰταλίας τὴν αὐγὴ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1940 σημείωσε ἀνεξίτηλα στὴν ἱστορία τῆς ὑδρογείου μιὰ ἱστορικὴ καμπή.
Ἄλλαξε τὸ ἦθος τοῦ πολέμου τῶν πέντε ἠπείρων. Ἡ ἀπήχηση τοῦ ΟΧΙ δὲν συγκλόνισε μόνο τὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο. Συγκλόνισε τὴν Ἄπω Δύση καὶ τὴν Ἄπω Ἀνατολή.
Κώστας Οὐράνης
Θυμᾶμαι πάντα, κι ἔτσι σὰν νὰ τὶς ζῶ στὸ ἐνεστώς, τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες τοῦ πρωϊνοῦ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940 ποὺ ξύπνησα ξαφνισμένος ἀπὸ τοὺς διάτορους γόους τῆς σειρήνας γιὰ νὰ πληροφορηθῶ ἀπὸ τὸ γέρο θυρωρό μου, σὰν μοῦ ἀνέβασε τὴν ἐφημερίδα, ὅτι ἡ Ἰταλία μᾶς εἶχε κηρύξει τὸν πόλεμο.
Ἄκουσα τὴν εἴδηση, διάβασα τὶς λεπτομέρειες στὴν ἐφημερίδα – κι᾿ ἀπόμεινα σιωπηλός. Ὄχι ἀποσβολωμένος. Σιωπηλὸς – καὶ ἀκίνητος, καὶ μὲ τὰ μάτια στυλωμένα στὸ πρωινὸ φῶς.
28 Ὀκτωβρίου, τῆς Ἁγίας Σκέπης, διάβασα στό ἡμερολόγιο καί γεμάτος ἀπορία κατέφυγα στή μεγάλη Γιαγιά μας, πού πάντα ἤξερε νά λέει ὡραῖες ἱστορίες γιά τίς γιορτές.
Σήμερα γιορτάζουμε τήν πραγματοποίηση μιᾶς ὑπόσχεσης πού ἔδωσε κάποτε ἡ Παναγία μας, ὅτι θά προστατεύει τό λαό μας, ἀπάντησε ἡ Γιαγιά τῆς μαμᾶς καί ἡ ἀπορία μου ἔγινε πιό μεγάλη.
– Πότε τήν ἔδωσε αὐτή τήν ὑπόσχεση ἡ Παναγία;
Νέστορας Μάτσας
Ένα γράμμα – μία μαρτυρία. Κάτι πιο πολυσήμαντο: Μια κραυγή εκ βαθέων, που προκαλεί ρίγος και δέος, γιατί προέρχεται από έναν αγωνιστή που έχει το δικαίωμα να κραυγάζει.
Τού το δίνουν τα τρία τραύματα από το μέτωπο, τού το δίνει η πολεμική του αναπηρία. Ενα γράμμα, λοιπόν, κραυγή, πάνω και πέρα από τον χρόνο και την ευτέλεια των καιρικών πολιτικών παθών.
Το έφερε στο γραφείο μου, ώριμος πια από τα χρόνια, με κάτασπρα τα μαλλιά και σκαμμένο το πρόσωπο, παλιός πολεμιστής στο μέτωπο του 1940.
Α΄.
Ο μικρός Γιώργος Μαυράκης, απ’ το 52ο δημοτικό σχολείο Ηρακλείου Κρήτης, διηγείται για τον παππού του, που ήταν κι αυτός στον πόλεμο του 1940. Ζούσε στο Καστέλλι Πεδιάδος και όπως και οι άλλοι έπρεπε να κάνει πολλά πράγματα για να ζήσει.
Έτσι λοιπόν μια μέρα, που ο παππούς ο Κώστας μαζί με άλλους τρεις πήγαιναν να δουλέψουν στο εργοστάσιο, έπεσαν ξαφνικά σε μια ομάδα από Γερμανούς. Οι Γερμανοί νόμισαν ότι οι Έλληνες εργάτες τούς είχαν κλέψει τρόφιμα, γι’ αυτό τους συνέλαβαν. Επειδή κανένας δεν μιλούσε, τους οδήγησαν στο χώρο της εκτέλεσης.
Πρόσφατα σχόλια