You are currently browsing the tag archive for the ‘1825’ tag.
Νίκος Θ. Ἀρβανίτης
Ἡ μέρα ξημέρωσε ζεστή. Ὁ οὐρανός ἦταν κατακάθαρος. Ὁ Ἀπριλιάτικος ἥλιος ἔλουζε στεριά καί θάλασσα. Οἱ ἀχτῖνες του λαμπύριζαν πάνω στίς πολύχρωμες σκηνές τοῦ Μπραΐμη.
Ἦταν ἕνα πρωϊνό τοῦ 1825. Ὁ Ἀπρίλιος μοσχοβολοῦσε καί βρισκόταν στήν τελευταία μέρα του. Ὁ Λεωνίδας, ἕνα σγουρόμαλλο ἄφοβο ἀγόρι, πού μόλις εἶχε πατήσει τά ἕνδεκα, τράβηξε στήν πάνω μεριά τῆς Μοθώνης, κατά τό βουνό.
Ιγνάτιος Γκίκας
Mία από τις πιο ενδιαφέρουσες φιγούρες του εθνικού ξεσηκωμού ήταν ο Oδυσσέας Aνδρούτσος, μία αντιφατική φυσιογνωμία, αλλά κι ένας αγωνιστής που ενέπνεε τους Eλληνες με τα ιδανικά της επανάστασης και της εθνικής ανεξαρτησίας.
Η ΣΥΛΛΗΨΗ
Στη Bελίτσα του Παρνασσού υπάρχει μία μεγάλη σπηλιά, η «Mαύρη Tρούπα», την οποία είχε οχυρώσει ο Oδυσσέας με κανόνια, για να κρύβεται στις δύσκολες ώρες του διωγμού. Tο κρησφύγετο αυτό είχε αφήσει να το φυλάει ο άντρας της αδελφής του, Tαρσίτσας, ο Tρελώνης (Edward John Trelawny).
ΕΝΩΠΙΟΝ ΑΥΤΗΣ Ο ΑΝΑΝΔΡΟΣ ΗΣΧΥΝΕΤΟ ΚΑΙ Ο ΑΝΔΡΕΙΟΣ ΥΠΕΧΩΡΕΙ
Γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1771, μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης, δίπλα στο άψυχο σώμα του φυλακισμένου για τη δράση του στα Ορλωφικά πατέρα της Σταυριανού Πινότση, μετά τον κλονισμό που υπέστη η ετοιμόγεννη μάνα της Σκεύω όταν τον βρήκε νεκρό.
Βαφτίστηκε νεογέννητη μέσα στη φυλακή από τον Μανιάτη αγωνιστή Παναγιώτη Μπούρτζινο, συγκρατούμενο του πατέρα της, που της έδωσε το ασυνήθιστο όνομα της μάνας του, Λασκαρίνα και ο οποίος έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη δράση της υπέρ της πατρίδας της.
Αν και καταγόταν από την Ύδρα, κληρονομικές διαφορές ανάγκασαν την μάνα της να καταφύγει με τη μικρή Λασκαρίνα στις Σπέτσες και να παλέψουν για την επιβίωση πράγμα που σκλήρυνε το χαρακτήρα της μελλοντικής ένδοξης καπετάνισσας.
Ο Ιμπραήμ, όπως πάντα, αιφνιδίασε τούς Έλληνες. Οδηγούμενος από ντόπιους Τούρκους, βρέθηκε ξαφνικά, τά χαράματα τής 5ης Ιουνίου 1825, κοντά στό ελληνικό στρατόπεδο, στό οροπέδιο τής Πολιανής, μέ τούς 10000 άνδρες του νά πλημμυρίζουν τούς κάμπους καί νά καίνε τήν Μπολιανή, όπως τήν αποκαλούσε ο Γέρος τού Μοριά.
Τά γυναικόπαιδα έφευγαν κυνηγημένα μέ κατεύθυνση τά μοναστήρια καί τίς σπηλιές, παίρνοντας μαζί τους τά γιδοπρόβατά τους, γιά νά μπορέσουν νά επιβιώσουν.
Tρίζουν τα σίδερα στο πορτόνι, βγαίνουν οι αμπάρες. Το άνοιγμα κιτρινίζει από τα λαδοφάναρα και γιομίζει ποδάρια. Αλλά είναι αλήθεια κι’ άνοιξαν ή έτσι του φάνηκε μες στον ύπνο του , δεν βρίσκεται σίγουρος. Αλλά νιώθει στα δάχτυλα ένα απότομο γδάρσιμο καί. . .
— Τούτο δω θα το πάρω, δεν του χρειάζεται πιά, λέει ο Θεοχάρης από Λιδωρίκι. Και σκύβει με το λαδοφάναρο, του τραβάει το δαχτυλίδι από το δάχτυλο.
. . . νιώθει στο δάχτυλο ένα γδάρσιμο και ξυπνάει. Βλέποντας, πετάγεται ορθός.
— Θα μας πης τώρα τους θησαυρούς σου πού τους έχεις χωμένους; κοροϊδεύει ο Παπακώστας Τζαμάλας, σίγουρος που έτσι κι’ αλλιώς, τι θα κάμη, θ΄αναγκαστή.
Ιστορικό διήγημα
Το μαντάτο της απαγωγής το ‘φερε στον καραβοκύρη Χριστόδουλο ο άντρας της μεγάλης του κόρης, ο Μανόλης Λαζάρου ή Κακομανόλης.
Το πώς και το γιατί δεν ήξερε να το μολογήσει. Γνώριζε μονάχα πως ο Γιώργος ο Γιάννουζας, γιος της Μπουμπουλίνας, της επονομαζόμενης Μεγάλης Κυράς, από τον πρώτο άντρα της, είχε κλέψει τη Βγενή και πως κανένας δεν ήξερε πού κρυβόταν το ζευγάρι.
Ο Χριστόδουλος έπεσε σε βαθιά συλλοή. Τούτη η κακιά είδηση ήταν σαν κεραυνός που του ‘ρθε κατακέφαλα.
Τέτοια προσβολή στον ίδιο και στη φαμίλια του δεν τη φανταζόταν. Όλη μέρα, κλεισμένος στο γραφείο του, με τα στόρια κατεβασμένα, αρνιόταν να δεχτεί άνθρωπο, ακόμη και την καπετάνισσα. Αρνιόταν ακόμη να βάλει στο στόμα του τροφή.
Μια συγκλονιστική έκθεση του Αστυνόμου Κορώνης
Για τη θυσία του Παπαφλέσσα και των συντρόφων του στο Μανιάκι, έχουν γραφτεί πολλά. Το έγγραφο που ακολουθεί, δίνει μια άλλου είδους αυθεντική ιστορική εικόνα για το ζήτημα αυτό.
Περιγράφει με απλό αλλά συγκλονιστικό τρόπο την εφιαλτική κατάσταση που επικρατούσε στη Μεσσηνία μετά την καταστροφή στο Μανιάκι και το άκουσμα του θανάτου του Παπαφλέσσα.
Να τι έγραφε ο Αστυνόμος της Κορώνης:
Τὸ φίλημα
Εἰς τὸ Μανιάκι, ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ λόφου, ἐκ τῶν τριακοσίων μαχητῶν δὲν ἀπέμεινεν οὔτε ἕνας ζωντανός.
Ὁ ἥλιος, προβάλλων ἀπὸ τὰς χιόνας τῶν βουνῶν, τοὺς ἐχαιρέτισεν ὀρθίους ὅλους, ἐφώτισε τὰς λευκὰς φουστανέλλας, ἐχάϊδευσε τὰς μαύρας κόμας των, ἀπήστραψεν εἰς τοὺς φλογεροὺς των ὀφθαλμούς, ἐχρύσωσε τῶν ἀρμάτων των τὰς λαβάς.
Καὶ τώρα, δύων ἐκεῖ κάτω μέσα εἰς τὸ πέλαγος, τοὺς ἀποχαιρετίζει λυπημένος νεκρούς, σκορπισμένους ἐπάνω εἰς τὸ χῶμα, καὶ χάνεται ἀργὰ – ἀργά, ὡς μέγα κλειόμενον ἐρυθρὸν ὄμμα, ὅπερ σβῆνον θέλει ἀκόμη νὰ ρίψῃ τελευταῖον βλέμμα πρὸς τοὺς γενναίους.
Πρόσφατα σχόλια