You are currently browsing the tag archive for the ‘Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης’ tag.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
…᾽Επάνω εἰς τὸν θαλασσόπληκτον βράχον, ὅπου τὰ κύματα φαίνονται νὰ τραγουδοῦν μυστηριῶδες νανούρισμα, ἐκεῖ ἄσπριζε ἀκόμη τότε τὸ παλαιὸν ἔρημο μοναστηράκι, προκῦπτον μέσα ἀπὸ τὴν βαθεῖαν χλόην, ἀνάμεσα εἰς τὰς πίτυς καὶ τὰς καστανέας, ὀλίγον ὑψηλότερα ἀπὸ τὴν ὡραίαν θαλασσίαν ἀγκάλην τοῦ Ἀσελήνου, ὅπου ἐβασίλευε γλυκά, σιγὰ ὁ ἥλιος, ὡς νὰ ἔκρυπτεν ὀλίγον κατ’ ὀλίγον τὰ χρυσᾶ καὶ στίλβοντα στολίδιά του μέσα εἰς τὸν θησαυρόν του.
Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης φωτογραφημένος ἀπὸ τὸν Γεώργιο Χατζόπουλο, τὸ 1908
Τοῦ Ἀθανάσιου Γιαλούρη
– Γιὰ ποῦ τόσο βιαστικὸς κύρ-Ἀλέξανδρε;
Προχωρεῖ μὲ βῆμα γοργό, σκυφτός, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα μπροστά. Τὰ γένια του ἁπλώνονται ἄταχτα, τὸ ντύσιμό του εἶναι ἁπλό, μᾶλλον φτωχικό, οἱ ἄκρες τῶν μανικιῶν του ξεφτισμένες.
Εἶναι τέτοια ἡ ἀντίθεση μὲ τὸν καλοντυμένο κύριο ποὺ τοῦ ἀπευθύνει τὸ λόγο ὥστε θὰ μποροῦσε κανείς, ἂν δὲν τὸν ἤξερε, νὰ τὸν περάσει γιὰ ὑπηρέτη.
Πρὸς τὴν μητέρα μου
Μάννα μου, ἐγώ ‘μαι τ’ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι,
ὅπου τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι’ ἂν στραφῇ κι’ ἀπ’ ὅπου κι’ ἂν περάσῃ
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθῇ, κλωνάρι νὰ πλαγιάσῃ.
Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ’ ἀφρισμένη,
παλεύω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι
κι’ ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.
Παναγία η Πρέκλα
τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη (1906)
Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτὴν πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον ― ἐκεῖ ανάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας.
Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον, εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρῶγα ἀκτήν.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
…᾽Επάνω εἰς τὸν θαλασσόπληκτον βράχον, ὅπου τὰ κύματα φαίνονται νὰ τραγουδοῦν μυστηριῶδες νανούρισμα, ἐκεῖ ἄσπριζε ἀκόμη τότε τὸ παλαιὸν ἔρημο μοναστηράκι, προκῦπτον μέσα ἀπὸ τὴν βαθεῖαν χλόην, ἀνάμεσα εἰς τὰς πίτυς καὶ τὰς καστανέας, ὀλίγον ὑψηλότερα ἀπὸ τὴν ὡραίαν θαλασσίαν ἀγκάλην τοῦ Ἀσελήνου, ὅπου ἐβασίλευε γλυκά, σιγὰ ὁ ἥλιος, ὡς νὰ ἔκρυπτεν ὀλίγον κατ’ ὀλίγον τὰ χρυσᾶ καὶ στίλβοντα στολίδιά του μέσα εἰς τὸν θησαυρόν του.
Κι ὅταν ἡ μικρὴ καμπάνα ἐκάλει τοὺς ἀγροίκους βοσκούς τοῦ βουνοῦ εἰς τὴν προσευχὴν – οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπήγαιναν, ἀλλ’ ἔκαναν μακρόθεν ἕνα σταυρὸν – κι ἐδιάβαζεν ὁ πάτερ ᾽Εφραίμ, ὁ πνευματικός, τὸν ἑσπερινὸν μαζὶ μὲ τὴν Μιχαίαν, τὸν ὑποτακτικόν του,
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1891)
Τὸν υἱόν της τὸν καπετὰν Κομνιανὸν τὸν ἐπαντρολογοῦσεν ἤδη ἡ γρια-Κομνιανάκαινα, ἂν 〈καὶ〉 δὲν εἶχε χρονίσει ἀκόμη ἡ νύμφη της, ἡ μακαρῖτις. Τὰ δύο ὀρφανά, μία κόρη ὀκταέτις καὶ ἓν τετραετὲς παιδίον, ἐφόρουν μαῦρα, κατάμαυρα, ὁποὺ ἐστενοχώρουν κ᾽ ἐχλώμιαιναν τὰ πτωχὰ κάτισχνα κορμάκια των, καὶ ἦτον καημὸς καρδιᾶς νὰ τὰ βλέπῃ τις. Ἐνθύμιζαν τὸ δημῶδες δίστιχον:
Βαρύτερ᾽ ἀπ᾽ τὰ σίδερα εἶναι τὰ μαῦρα ροῦχα,
γιατὶ τὰ φόρεσα κ᾽ ἐγὼ γιὰ μιὰν ἀγάπη πού ᾽χα.
Ἡ γραῖα ἔκειτο ἐπὶ τῆς κλίνης καθ᾽ ὅλην τὴν ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα.
Ἐβεβαίου ὅτι «ἀγγελιάστηκε», καὶ ἡτοιμάζετο ν᾽ ἀποθάνῃ. Ἐπέβαλλεν εἰς τὴν Μόρφω, τὴν μικρὰν ἐγγονήν της, ἐργασίας ἀνωτέρας τῆς ἡλικίας τοῦ πτωχοῦ κορασίου.
Εὐδοξία Αὐγουστίνου. Φιλόλογος – Θεολόγος
.
«Πολλά δέ θέλει ὁ ἄνθρωπος
νά ᾽ν᾽ ἥμερος νά ᾽ναι ἄκακος·
λίγο φαΐ, λίγο κρασί,
Χριστούγεννα κι Ἀνάσταση»,
εἶναι στίχοι τοῦ νομπελίστα μας ποιητῆ Ὀδυσσέα Ἐλύτη.
Τά Χριστούγεννα, πράγματι, προσφέρουν μία εὐκαιρία νά ξαναβροῦμε τούς παλιούς μας φίλους, ποιητές καί συγγραφεῖς, πού μέ δύναμη ψυχῆς τραγούδησαν τόν νεογέννητο Χριστό. Ἴσως ἔτσι κι ἐμεῖς γίνουμε λίγο «ἥμεροι καί ἄκακοι».
τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη
HΤΟ μεσημβρία καὶ ἐν τῷ κοιτῶνι τοῦ πλοιάρχου εὑρίσκετο ἡ Μαρίνα μόνη. Ὁ πλοίαρχος καταβὰς εὗρεν αὐτὴν καθημένην παρὰ τὴν κλίνην, καὶ κλαίουσαν.
Ἰδοῦσα αὐτὸν ἀπέμαξε τὰ δάκρυά της. Ὁ πλοίαρχος ἐκάθισε πλησίον αὐτῆς.
–Διατὶ δὲν ἀναβαίνεις ἐπάνω ν’ ἀερισθῇς, κόρη μου Μαρίνα;
–Θ’ ἀναβῶ μετ’ ὀλίγον, ἀπήντησεν ἐκείνη.
–Σὲ βλέπω, ἔκλαυσες πάλιν, εἶπεν ὁ πλοίαρχος. Δικαίωμά σου εἶναι, τέκνον μου, καὶ κανεὶς δὲν δύναται νὰ σ’ ἐμποδίσῃ. Ἀλλὰ δι’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, μὴ παραδίδεσαι εἰς τὴν ἀπελπισίαν. Σοὶ ἀρκεῖ ὅ,τι ὑπέφερες, καὶ θέλεις νὰ ὑποφέρῃς πλειότερον;
–Καὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον νὰ ὑποφέρῃ ἤ νὰ μὴ ὑποφέρῃ; εἶπεν ἡ κόρη σκεπτική.
–Ναί, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον ἐξαρτᾶται· διότι ν’ ἀλλάξῃ τις τὰ συμβάντα δὲν ἠμπορεῖ, ἀλλ’ ἠμπορεῖ ν’ ἀλλάξῃ τὸν ἑαυτόν του.
Πρόσφατα σχόλια