You are currently browsing the tag archive for the ‘Χόρχε Μπουκάι’ tag.
Χόρχε Μπουκάι (Jorge Bucay)
Σ’ ένα μακρινό χωριό, κάπου στην Ανατολή, ζούσε ο πιο σπουδαίος ιερωμένος εκείνων των καιρών. Ένας άνθρωπος με μεγάλο κύρος και επιρροή, που παρέμενε απλός και διέθετε απίστευτη σοφία και σπάνια ευαισθησία.
Μια μέρα φτάνει γι αυτόν, στο μοναστήρι όπου ζούσε, μια πρόσκληση να πάει να δειπνήσει στο σπίτι του πλουσιότερου ανθρώπου της περιοχής. Ο μοναχός, που δεν βγαίνει σχεδόν ποτέ από το κελί του, αποφασίζει ότι δεν μπορεί να φερθεί αγενώς και αποδέχεται την πρόσκληση.
Χόρχε Μπουκάι
Θέλω να ξέρεις…
Θέλω να με ακούς χωρίς να με κρίνεις.
Θέλω τη γνώμη σου χωρίς συμβουλές.
Θέλω να με εμπιστεύεσαι χωρίς απαιτήσεις.
Θέλω τη βοήθειά σου, κι όχι ν΄ αποφασίζεις για μένα.
Θέλω να με προσέχεις χωρίς να με ακυρώνεις.
του Χόρχε Μπουκάι (Jorge Bucay)
Αν νιώσω θλίψη, θα τραγουδήσω…
Αν νιώσω λύπη, θα γελάσω…
Αν νιώσω άρρωστος, θα διπλασιάσω την προσπάθειά μου…
Αν νιώσω φόβο, θα προχωρήσω δυναμικά μπροστά…
Αν νιώσω υποδεέστερος, θα φορέσω καινούργια ρούχα…
Αν νιώσω αβεβαιότητα, θα υψώσω τη φωνή μου…
Αν νιώσω ελλιπής, θα θυμηθώ παλιές μου επιτυχίες…
Απόσπασμα από το βιβλίο του Jorge Bucay «Να σου πω μια ιστορία»
Τίτλος πρωτότυπου «Dezame que te cuente”
-«Ήρθα δάσκαλε, γιατί νιώθω τόσο ασήμαντος που δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα. Μου λένε ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι δεν κάνω τίποτα σωστό, ότι είμαι αδέξιος και χαζός. Πώς μπορώ να βελτιωθώ; Τι μπορώ να κάνω για να με εκτιμήσουν περισσότερο;»
Ο δάσκαλος χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε: « Πόσο λυπάμαι αγόρι μου. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω γιατί πρώτα πρέπει να λύσω ένα δικό μου πρόβλημα. Μετά ίσως….» και ύστερα από μια παύση συνέχισε:«Αν θέλεις να με βοηθήσεις εσύ, μπορεί να λύσω γρήγορα το πρόβλημά μου και μετά να μπορέσω να σε βοηθήσω».
Το Μαγαζί της Αλήθειας
(απόσπασμα από το «Να σου πω μια ιστορία» του Χόρχε Μπουκάι)
«Ο άνθρωπος περπατούσε σ’ εκείνα τα σοκάκια της επαρχιακής πόλης. Είχε χρόνο, και γι’ αυτό κοντοστεκόταν για λίγο μπροστά σε κάθε βιτρίνα, σε κάθε κατάστημα, σε κάθε πλατεία.
Στρίβοντας σε μια γωνία βρέθηκε άξαφνα μπροστά σε ένα ταπεινό κατάστημα που η ταμπέλα του ήταν λευκή. Περίεργος, πλησίασε στη βιτρίνα και κόλλησε το πρόσωπο στο κρύσταλλο για να καταφέρει να δει μέσα στο σκοτάδι…
Το μόνο που φαινόταν ήταν ένα αναλόγιο μ’ ένα χειρόγραφο καρτελάκι που έγραφε:
μία ιστορία με ένα σοφό δίδαγμα!
«Δεν μπορώ» του είπα. «Δεν μπορώ!»
«Σίγουρα;» με ρώτησε αυτός.
«Ναι. Πολύ θα ήθελα να να μπορούσα να σταθώ μπροστά της και να της πω τι νιώθω… Ξέρω, όμως, ότι δεν μπορώ!!!»
Ο Χόρχε κάθισε σαν το Βούδα πάνω σ΄ εκείνες τις φριχτές μπλε πολυθρόνες του γραφείου του. Χαμογέλασε, με κοίταξε στα στα μάτια και, χαμηλώνοντας τη φωνή όπως έκανε κάθε φορά που ήθελε να τον ακούσουν προσεκτικά, μου είπε:
«Να σου πω μια μια ιστορία…»
Και χωρίς να περιμένει να συμφωνήσω, ο Χόρχε άρχισε να αφηγείται.
Πρόσφατα σχόλια