You are currently browsing the tag archive for the ‘Χειμώνας’ tag.
Στέλιος Σπεράντζας «Παιδικὲς ψυχὲς»
Χιονοπόλεμος
Χιόνισε καὶ κάναμε
μιὰν ἄσπρη στίβα τόση!
Τέτοιο χιόνι πούπουλο,
Θεέ μου, νὰ μὴ λειώσῃ.
Ηλίας Γ. Προβόπουλος
Μπορεί ένας χορταριασμένος δρόμος στον Αμάραντο του Δήμου Ιτάμου Καρδίτσας να μας ταξιδέψει σε παλιές μνήμες και όσο να’ ναι να μας συνεπάρει λιγάκι η νοσταλγία που φέρνει το φθινόπωρο και να μετρήσουμε πράγματα που χάνονται σιγά – σιγά από τη ζωή μας και λιγοστεύουν τον παλιό κόσμο που μας κάποτε μας περιέβαλλε.
Κάπως έτσι είναι, γιατί αυτού του είδους οι δρόμοι στην ελληνική ύπαιθρο κοντεύουν να κλείσουν από την απραξία που πλάκωσε τον τόπο και από τη διεκδίκηση του δάσους που επανέρχεται δυναμικά στο χώρο που του αφαίρεσαν κάποτε οι άνθρωποι.
Για δυο – τρεις μήνες, όπως θέλει εξάλλου και το ημερολόγιο, ο χειμώνας κατοικεί στον τόπο μας.
Σπίτι του όπως φαίνεται είναι τα ψηλά βουνά που τα καλύπτει πάντα με βαρύ χιόνι και αυλή του οι κάμποι που καμιά φορά καταδέχεται να τους ασπρίσει κι αυτούς και τα νησιά που πολλές μέρες γίνονται φυλακές εξαιτίας των αέρηδων που εξαπολύει ενώ στις πόλεις υποχρεώνει τους ανθρώπους να περιορίσουν τις άσκοπες κινήσεις.
Χειμώνας
Έφτασ’ ο Χειμώνας
ήρθε παγωνιά.
Στα βουνά μας πέρα
πλάκωσε χιονιά.
Ήρθε το χιόνι…..Από τα ξημερώματα.
Το έστρωσε για τα καλά στις στέγες (ναι, έχουμε ακόμη σπίτια με στέγες στη γειτονιά μου), στον κήπο, στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Σαν τις λευκές ελπίδες που στεριώνουν.
(ἤ, Μνῆμες παλιὲς ἀπὸ τὸ Κλήμα τῆς δεκαετίας τοῦ 1950)
π. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός
Εἶναι ἀλήθεια πὼς κάθε φορὰ ποὺ ὁ καιρός, τώρα τὸ χειμώνα, γυρίσει στὸ χιονιά, στὸ νοῦ ἀνεβαίνουν παλιὲς εἰκόνες ἀπὸ τὸ παλιό μας τὸ χωριό, τὸ Κλήμα.
Εἰκόνες, ποὺ συλλαβίζουν στὴν ψυχή, ρήματα κατανύξεως καὶ ἄφατης συγκινήσεως, ἀφοῦ σὲ φέρνουν σιμὰ σὲ ἄχραντες ὧρες.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε νὰ τὸν ἀκούη ἡ γειτόνισσα:
― Σεβτὰς εἶν᾽ αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς*…· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Πρόσφατα σχόλια