You are currently browsing the tag archive for the ‘Ν. ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ’ tag.
Ὁ Κωνσταντῖνος ἐκάλεσεν ἀμέσως τοὺς καλυτέρους τεχνίτας, ποὺ ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ εἰς τὸ στρατόπεδον, παρέστησε πῶς ἦτο τὸ ὅραμα καὶ διέταξε νὰ τὸ κατασκευάσουν μὲ χρυσὸν καὶ πολυτίμους λίθους.
Τὸ πρῶτον τοῦτο λάβαρον, τὸ ὁποῖον εἶδεν ὁ ἱστοριογράφος ἐπίσκοπος Εὐσέβιος, ἦτο χρυσοῦν δόρυ, ἔχον είς τὴν κορυφὴν ἐπίσης χρυσοῦν στέφανον, φέροντα τὰ δύο στοιχεῖα Χ καὶ Ρ, δηλαδὴ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Η ἐπανάσταση τοῦ 1821 εἶχεν ἀρχίσει. Τὴ μέρα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων φίλοι τοῦ Πατριάρχη κι ἐπίσημα πρόσωπα τὸν παρακαλοῦσαν,νὰ φύγη, νὰ σωθῆ.
Ἡ Ὀθωμανικὴ Κυβέρνηση μεταχειριζόταν τὰ πιὸ σκληρὰ μέσα καὶ ὁ καθένας μποροῦσε νὰ μαντέψη τί θὰ γινόταν. Παρακαλοῦσαν λοιπὸν τὸν Πατριάρχη νὰ φύγη κι ἐξασφάλισαν καὶ τὰ μέσα τῆς φυγῆς του.
―Μὴ μὲ παρακινῆτε νὰ φύγω, εἶπε ὁ Γρηγόριος στοὺς φίλους του. Μὴ θέλετε νὰ σωθῶ· ἡ ὥρα τῆς φυγῆς μου θὰ ἦταν ὥρα σφαγῆς γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη καί τὴν ἄλλη Χριστιανοσύνη. Ὡραῖο πρᾶγμα ζητᾶτε.
«Τραγούδια τοῦ σπιτιοῦ» 1901 Γεώργιος Στρατήγης
Σύ, τῆς καρδιᾶς κρυφὸ μαργαριτάρι
καὶ τῆς ζωῆς σεμνὸ προσκυνητάρι,
ὅπου ἔχτισεν ὁ ἄνθρωπος στὴ γῆ,
ὅταν σὲ αὐτὴ τὴν ἔρμη ἦλθε πλάση,
ἀντὶ γιὰ τὴν Ἐδὲμ ποὺ εἶχε χάσει,
τὴ θεϊκὴ νὰ μαλακώση ὀργή.
Περιοδικὸ «Παιδικὸς κόσμος» 1948 Ἄγγ. Σημηριώτης
.
Ἡ Ἑλλάδα εἶναι πατρίδα μας, Ἡλιόχαρ’ ἡλιογέννητη,
ξακουσμένη στὸν κόσμο· δὲν τὴ δέρνουν οἱ μπόρες,
θυμάρι βγάζ’ ἡ πέτρα της Γύρω της κι ἂν ὀργιάζουνται.
τὰ περιβόλια της δυόσμο. τὴ χαϊδεύουν οἱ ὧρες.
Παῦλος Νιρβάνας
Πεντήκοντα δύο ἡμέρας ἐπολιόρκει τὴν ἀπόρθητον Πόλιν Μωάμεθ ὁ Κατακτητής, μὲ διακοσίας ἑξήκοντα χιλιάδας στρατοῦ καὶ τετρακόσια πλοῖα.
᾽Αλλ’ ἡ Πόλις δὲν ἔπιπτεν. Η περιτειχισμένη μὲ διπλᾶ τείχη καὶ μὲ βαθεῖαν ἀδιάβατον τάφρον. Τὸ δέ στόμιον τοῦ Κερατίου Κόλπου, κλεισμένον μὲ σιδηρᾶς ἀλύσεις, δὲν ἐπέτρεπεν εἰς τὰ πλοῖα τοῦ ἐχθροῦ νὰ εἰσέλθουν. ᾽
Αλλά πλέον ἀκλόνητος ἀπὸ τὰ τείχη καὶ πλέον ἀδιάσπαστος άπὸ τὰς ἁλύσεις ἐφρούρει τήν Πόλιν ἡ ἀνδρεία τοῦ Αὐτοκράτορός της καὶ τῶν παλικαριῶν του. Μὲ πέντε χιλιάδας μαχητῶν ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος ἐφύλαττεν ἀγρύπνως τὴν ἰερὰν κληρονομίαν τῶν πατέρων του.
.
Δεκέμβριος. Τὰ σπίτια ἔβαλαν τὰ χαλιά τους, στὰ παράθυρα μπῆκαν βαριὲς οἱ κουρτίνες. ᾽Εδῶ κι ἐκεῖ, ὅπου ὁ προβλεπτικὸς σπιτονοικοκύρης εἶχε φροντίσει γιὰ ξύλα, ἄναψε ἡ φωτιά, ἀλλοῦ μὲ δυὸ κάρβουνα ἢ πυρήνα ἑτοιμάστηκε τὸ μαγκάλι.
Τὸ βράδυ γέρνουν ἑρμητικὰ τὰ παραθυρόφυλλα, κλείνουν τὰ τζάμια, τὰ κρεβάτια ὁπλίζονται καὶ μὲ μιὰ ἀκόμη κουβέρτα, μπαίνει τὸ πάπλωμα καί, καμιὰ φορά, πέφτει ἐφεδρεία καὶ τὸ παλτό.
Στοὺς δοόμους τὸ βῆμα εἶναι ταχύ, ὁ γιακὰς τοῦ παλτοῦ σηκωμένος, ἡ μυτίτσα τῆς μικρῆς, ποὺ εἶναι ἀνεβασμένη στὸ τράμ, κατακόκκινη. Ὁ ἐπαίτης, ποὺ στέκεται στὴ γωνιὰ τοῦ μεγάλου δρόμου, ἔφερε τὰ χειμερινά του. ῞Εναν μποξά.
Τώρα στὶς ὁμιλίες τοῦ πολέμου μπῆκε, στερεότυπο, καὶ τὸ κρύο:
Πρόσφατα σχόλια