You are currently browsing the tag archive for the ‘Νεοχώρι Λευκίμμης Κέρκυρας’ tag.
Ανύπαντρες κοπέλες από το Νιοχώρι, φορώντας τα γιορτινά τους, σε παλιό πανηγύρι του χωριού
Πανηγυριώτισσα
Ο χαρμόσυνος ήχος από τις καμπάνες ξεσήκωνε το χωριό. Ξημέρωνε η γιορτή της Αη – Τριάδος. Από το απόγιομα της προηγούμενης μέρας είχαν αρχίσει οι προετοιμασίες. Όλο το χωριό ανάκατο.
Πρωτεργάτες ο Αλέξαντρος και ο Μήτσος που ήταν επίτροποι στην εκκλησιά. Άνθρωποι απλοί και ευσεβείς με ιδιαίτερη αγάπη για την εκκλησιά και πίστη στην τριαδικότητα του Θεού.
Αχ! βρε παλιέ συμμαθητή!
Κάθε φορά που μπαίνει ο Σεπτέμβρης και αρχίζουν τα σχολεία φέρνουμε στο μυαλό μας το παλιό σκολειό στο μικρό μας χωριό.
Αλήθεια! πόσες όμορφες στιγμές ξεπετιούνται από το παλιό μπαούλο των αναμνήσεων και πόσοι παλιοί συμμαθητές μας αυτές τις μέρες μάς «συντροφεύουν», ιδιαίτερα όταν βλέπουμε τα παιδάκια φορτωμένα με τις βαριές σάκες τους να πηγαίνουν στο σχολείο!
Μεσημέριαζε. Η κυρα-Λαμπία με τη θυγατέρα της τη Βασίλω, μαζώνανε ελιές στον Αη-Νικόλα. Είχανε φύγει αμπονώρα από το χωριό.
Πήγανε πρώτα πέρα στους καλύβους, στρώσανε το γάιδαρο, πήρανε δύο σάκαινες και κινήσανε, σέρνοντας και τις δύο γίδες τους. Τον αφέντη τους, τον κυρ-Γιώργη τον είχανε χάσει εδώ και τρία χρόνια.
Παλιό σπίτι χτισμένο με σπλιθάρια
(Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Συλλόγου των Νιοχωριτών της Αθήνας «Νιοχωρίτικα Νέα» τον Ιούνιο του 1987).
Όλοι μας γνωρίζαμε τη φτώχεια που μας μάστιζε στις προηγούμενες δεκαετίες. Αυτό θα το διαπιστώσουμε αν κάνουμε μια έρευνα στα χωριά μας.
Η μέρα έδιωχνε τα σκοτάδια από πάνω της, προσμένοντας το φως του ήλιου.
Η Κατέρω άνοιξε τα μάτια της. Από το λιγοστό φως που έμπαινε στην κάμαρή της, μόλις και ‘βλεπε να ντυθεί. Οι κινήσεις της ήτανε βιαστικές, αλλά αθόρυβες.
Ο νοικοκύρης της κοιμότανε ακόμα δίπλα της. Έτσι όπως ήτανε μισοντυμένη, άκουγε τις ανάσες των παιδιώνε της από τη διπλανή κάμαρη και ησύχασε. Κατέβηκε σιγά σιγά την παλιά ξύλινη σκάλα.
Ξημέρωνε παραμονή Θεοφανείων του 1965.
Η κυρα-Αγγέλω η Τσουρίχω ξύπνησε. «Πρέπει ν’ ασκωθώ για να προκάμω» συλλοΐστηκε. Αγάλια-αγάλια ασκώθηκε από το κροβάτι της και μάζωξε όπως όπως τα ξέπλεκα μαλλιά της.
Έβαλε την μπελαμάνα της, φόρεσε το ροκέτο της, πήρε την ποδιά του κεφαλιού της στα χέρια και βγήκε από την κάμαρή της.
Προχώρησε αθόρυβα στην πίσω κάμαρη που κοιμότανε τα δύο της παιδιά. Η Μαριγούλα, κορίτσι της παντρειάς και ο μικρός Αντρέας.
Προσπαθώντας να μην ξυπνήσει τον κανακάρη της, έσκυψε πάνω στο κροβάτι της κόρης της και της είπε ψιθυριστά στ’ αυτί:
Παλιότερα, όλες οι νοικοκυρές των χωριών μας, έφτιαχναν το προζύμι (μαγιά), ως εξής:
Την ημέρα του Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου, όλες οι γυναίκες του χωριού πλυμένες και ντυμένες με τις καθαρές και τοπικές τους ενδυμασίες, πήγαιναν στην εκκλησία για να παρακολουθήσουν τη θεία λειτουργία.
Μετά το τέλος της λειτουργίας, όταν προσκυνούσαν τις εικόνες και τον σταυρό, έπαιρναν από την εκκλησία ευλογημένο βασιλικό και τον πήγαιναν στο σπίτι τους για να φτιάξουν μ΄αυτόν το προζύμι (μαγιά).
Αυτόν τον βασιλικό δεν τον μύριζαν, γιατί αν τον μύριζαν, έλεγαν ότι, δεν θα γινόταν το προζύμι.
Πρόσφατα σχόλια