You are currently browsing the tag archive for the ‘ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ’ tag.
Ὁ Σπύρος ἤθελε νὰ μποροῦσε νὰ μίκραινε, ἐκεῖ τοὺ ἦταν ἔτσι ἄσχημα κρυμμένος, πίσω ἀπὸ ἀραιὲς τοῦφες ἰτιᾶς.
Ἀπέναντί του ἔστεκε ἰταλικὸ ἀπόσπασμα καὶ φρουροῦσε μιὰ γέφυρα˙ γύρω του ἁπλωνόταν ἡ κοιλάδα τῆς Βίγλιστας καὶ τοῦ φαινόταν ὅτι σ’ ὅλον αὐτὸ τὸν ξεσκέπαστο κάμπο ἦταν ὁ μόνος ῞Ελληνας, μέσα σὲ πολυάριθμο πλῆθος ᾽Ιταλῶν ποὺ ὑποχωροῦσαν.
Ἀποροῦσε κι ὁ ἴδιος, πῶς εἶχε κατορθώσει νὰ πλησιάση τὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Δεβόλη , χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφθῆ κανείς. Ἀλλὰ τώρα ποὺ ἔπρεπε νὰ πέση στὸ νερὸ ἀπαρατήρητος, ἤθελε νὰ μποροῦσε νὰ γινόταν ἄφαντος, ἕνα τόσο δὰ μικρὸ χαλικάκι.
Τὸ ποτάμι κυλοῦσε τὰ βρώμικα νερά του, χωρὶς θόρυβο, κι αὐτὴ ἡ ἡσυχία ἐμπόδιζε τὸ Σπύρο νὰ ἐκτελέση τὴν ἀποστολή του. Δὲν εἶχαν προφθάσει νὰ χορτάσουν οἱ φαντάροι τὴν κατάληψη τῆς Μόροβας, καὶ ἦρθε διαταγή ἂν ὑπάρχη ἀνάμεσά τους κανένας δύτης τὸ ἐπάγγελμα ἢ τουλάχιστον καλὸς κολυμβητής, νὰ παρουσιασθῆ στὸ συνταγματάρχη.
Τὴν ἑσπέραν τῆς ἀξιομνημονεύτου ἡμέρας, τῆς Παρασκευῆς 26 ᾽Οκτωβρίου 1912, ἡ πόλις τῶν ᾽Αθηνῶν παρουσίασε θέαμα, ὅμοιον τοῦ ὁποίου σπανίως ἐδόθη εὐκαιρία εἰς τοὺς ἱστορικοὺς νὰ περιγράψουν.
῾Η ἡμέρα ἀπὸ πρωίας ἦτο βροχερά. ῾Ο πνέων ἄνεμος ἐσκόρπιζετὰς ψεκάδας, αἱ ὁποῖαι διαρκῶς κατέπιπτον ἀπὸ τὰ σκεπάζοντα τὸν οὐρανὸν θολὰ σύννεφα.
᾽Εν τούτοις ἡ κίνησις εἰς τὰς ὁδούς, ἐπειδὴ συνέπιπτε καὶ τὸ ἑορτάσιμον τῆς ἡμέρας, κατὰ τὴν ὁποίαν, ὡς γνωστόν, πανηγυρίζεται ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, ἐξηκολούθησε ζωηροτάτη, ἐπιταθεῖσα ἰδίως κατὰ τὰς μεταμεσημβρινὰς ὥρας.
῎Ηδη ἀπὸ δύο ἢ τριῶν ἡμερῶν ἐκυκλοφόρει ἡ φήμη, ὅτι ἡ Θεσσαλονίκη κατελήφθη ἢ ἐπρόκειτο ἀπὸ ὥρας εἰς ὥραν νὰ καταληφθῇ ὑπὸ τοῦ νικηφόρου ἑλληνικοῦ στρατοῦ, ὁ ὁποῖος προήλαυνε παρὰ τὸν ᾽Αξιὸν μετὰ τὴν ἔνδοξον μάχην τῶν Γιαννιτσῶν. ῾
.
Γεώργιος Δροσίνης
Γίγαντας ὁ πλάτανος χιλιόχρονος
κι ἡ κουφάλα του κρυφὸ ξωκλήσι
καί, διωγμένοι οἱ χριστιανοί, τὴν πίστη τους
μὲς στὸν κούφιο πλάτανο εἶχαν κλείσει.
.
᾽Απ’ τὰ μάτια τοῦ διαβάτη ἀπόκρυβαν
σκίνοι καὶ λυγιές τὸ μονοπάτι
κι εἶχε γιὰ σκεπὴ τά πλατανόφυλλα
καὶ τὴν πόρτα του ἔφραζαν οἱ βάτοι.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝ ΤΗ, ΑΓΙΑ, ΣΟΦΙΑ, ΤΕΛΕΤΗ
῾Η πληκτικωτέρα* σκηνή, ἐξ ὅσων τὰ χρονικὰ τῆς ὀρθοδόξου ῾Ελλάδος μνημονεύουσιν, ἔλαβε χώραν ἐντὸς τοῦ τεμένους* τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὀλίγας ὥρας πρὶν ἤ τὸ γένος τῶν Γραικῶν* παραδοθῆ εἰς τὸ τετρακοσιετὲς μαρτύριον.
Ὁ βασιλεὺς δυσελπιστῶν* ἤδη περὶ σωτηρίας, ὅμως αποφασισμένος νὰ κυρώσῃ μὲ το ἴδιον του αἷμα τὴν μέλλουσαν τῆς ελληνικῆς φυλῆς ἐξαγόρασιν*, ἀφοῦ περιῆλθε τὰς ἐπάλξεις καὶ τὰ φρούρια καὶ ἐβεβαιώθη, ὅτί πάντα εἶχον ἐν τάξει, εἰσέρχεται εἰς τὴν ἐκκλησίαν συνοδευόμενος ἀπὸ πολλοὺς στρατηγοὺς καὶ ἱερεῖς, καὶ ἀναρίθμητον πλῆθος λαοῦ, φωνάζοντος τὸ «Κύριε ἐλέησον!».
Ἦτο ὄρθρος τῆς Κυριακῆς 27ης Μαΐου 1453, ἡ ἀποφράς* ἡμέρα τῶν Ἁγίων Πάντων.
Ἤξευραν, ὅτι δὲν ἠμποροῦσαν νὰ νικήσουν καὶ ἀπεφάσισαν ν’ ἀποθάνουν καὶ ἀπέθανον ὅλοι μὲ τὰς γυναῖκας των καὶ τὰ παιδιά των. Τοὺς εἶχεν ἐγκαταλείψει ὁ κόσμος ὅλος. Τὰ κράτη τὰ χριστιανικὰ δὲν ἐνδιεφέροντο δι’ αὐτούς.
Τὸ ἐλεύθερον Βασίλειον δὲν ἦτο ἕτοιμον νὰ δώσῃ καμίαν κρατικὴν βοήθειαν. ῏Ηλθαν ἐδῶ, μαζὶ μὲ τοὺς Κρῆτας ὁπλαρχηγούς, ἐθελονταὶ καὶ παιδιὰ τοῦ Μωριᾶ καὶ τῆς Ρούμελης καὶ ναῦται καὶ πλοῖα, ἀλλὰ μόνοι των, διότι τὸ Κράτος τὸ ἑλληνικὸν δὲν ἦτο ἕτοιμον. ᾽Επὶ πλέον ἔβρεχε ραγδαίως. ᾽Εμαίτετο ἡ καταιγίς. Βοήθεια αὐτὰς τὰς ἡμέρας ἀπὸ τὴν Κρήτην δὲν ἠδύνατο νὰ τοὺς ἔλθῃ.
Ἡ λογικὴ τοὺς εἶπε: ᾽Εγκαταλείψατε αὐτὸν τὸν τόπον καὶ πηγαίνετε μέσα εἰς τὰ βουνά. Ἀλλὰ τί δουλειὰ εἶχεν ἡ λογικὴ ἐμπρὸς στὸν ἡρωισμό; Δὲν ἤκουσαν τίποτε καὶ εἶπαν ἐκεῖνο, ποὺ ἔλεγαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι Σπαρτιᾶται: «᾽Εδῶ εἴμαστε, ἐδῶ θὰ μείνωμε, ἐδῶ θ’ ἀποθάνωμε». Καὶ ἀπέθαναν ὅλοι. Ἄν ἐγλίτωσαν ὀλίγοι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἦτο θαῦμα.
Περιοδικὸν «Διάπλασις», 1911 Γρηγ. Ξενόπουλος
Μὲ ἰδιαιτέραν βέβαια εὐχαρίστησιν θ’ ἀκούετε, ὅσοι συχνάζετε κατ᾽ αὐτὰς εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τὸ ὡραῖον ἐκεῖνο τροπάριον, τὸ ὁποῖον ψάλλεται εἰς τὴν ἀκολουθίαν τοῦ Ὄρθρου κατὰ τὴν περίοδον τοῦ Πάσχα:
Mαγδαληνὴ Μαρία προσέδραμε τῷ τάφῳ καὶ τὸν Χριστὸν ἰδοῦσα, ὡς κηπουρὸν ἠρώτα:
«Κύριε, εἰ Σὺ ἐβάστασας αὐτόν,
εἰπέ μοι, ποῦ ἔθηκας αὐτόν,
κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ».
Καὶ παρ’ αὐτοῦ ἀκούει:
«Μαρία, μή μου ἅπτου!»
Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη τὴν ἐντύπωσιν, ποὺ μοῦ ἔκαμνεν, ὅταν ἤμουν παιδί. Τὸ ἄκουα συνήθως εἰς ἓν ἐξοχικὸν ὲκκλησάκι τῆς πατρίδος μου, ὅπου τὰς Κυριακὰς τῆς ἀνοίξεως, λίαν πρωί, ὅπως αἱ Μυροφόροι, ἐπήγαινα μὲ τὸν πατέρα μου. Ὁ ψάλτης εἶχε γλυκυτάτην φωνὴν ὑψιφώνου, καὶ εὶς τὸ τροπάριον αὐτὸ ἐξήντλει ὅλην του τὴν τέχνην, τὴν προσπάθειαν καὶ τὴν τρυφερότητα. ᾽Ημπορῶ μάλιστα νὰ εἴπω, ὅτι ψάλλω παρίστανεν, ὅπως οἱ μεγάλοι καλλιτέχναι τοῦ ᾄσματος.
Πρόσφατα σχόλια