You are currently browsing the tag archive for the ‘ΛΙΑΚΟΥΡΑΣ’ tag.
-Θεια, να ντα ειπούμι;
– Τάειπαν άλλοι, αρέ… Άι, πέστι τα.
– Καλήν ημέ-ε-έραν άρχονcες α-α-αν ει-ει αν είναι ορισμό-ος σας, Χριστού τη θεί-ει-είαν γέννησι-ιν να-α-α ειπώ να ειπώ σι’ αρχοντικό-ο σας… Κι απού χρόν’…
– Φκαριστώ, φκαριστώ, νάειστ’ καλά… Τίνους είσαστ’, αρέ;
Γι’.αυτήν την ημέρα, Παραμονή Χριστούγεννα, είχε γεμίσει τις τσέπες του σάκκου της, η γριά-Κοντύλω, με μύγδαλα.
Έβαλε λοιπόν το χέρι στην τσέπη, πήρε ένα πλόχερο και φίλεψε τα παιδιά. Κι εκείνα, βιαστικά, σήκωσαν τις κατσούλες απ’ τα ταλαγάνια τους και με κατακόκκινες τις μύτες απ’ το φιο που θέριζε, αλλά και με ξαναμμένα τα μάγουλα και σπίθες στα μάτια, κίνησαν να χτυπήσουν άλλη πόρτα, να τα πούνε.
Πρόσφατα σχόλια