You are currently browsing the tag archive for the ‘κάλαντα Χριστουγέννων’ tag.
Του Θεόδωρου Παντούλα
-«Να τα πούμε;»
-«Να τα πείτε», μας αποκρίνονταν.
Και εμείς τα λέγαμε συνεχίζοντας, εν αγνοία μας, μια παλιά, προχριστιανική παράδοση. «Χριστός γεννάται». Νέο κρασί σε παλιούς ασκούς.
Χριστόψωμα της Φλώρινας φτιαγμένα από την Σία Μεκάση
Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Και όσο πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, οι ετοιμασίες ήταν ατελείωτες. Όλοι ψώνιζαν για να είναι το σπίτι γεμάτο τις άγιες αυτές ημέρες.
Όλοι χαίρονταν με την σκέψη και μόνο ότι πλησιάζει η μεγάλη γιορτή, που ζέσταινε τις ψυχές τους στην μέση του χειμώνα. Αναμονή και προσμονή.
Του Χρίστου Γ. Γεωργίου (+1972).
Την νύχτα της 23ης προς την 24η Δεκεμβρίου τα παιδιά του Γέρμα, ιδίως του δημοτικού σχολείου, γυρίζουν καθ’ ομάδες στα σπίτια του χωριού και ψάλλουν τα Κόλιαντα. Τα Κόλιαντα είναι τα λεγόμενα αλλού Κάλανδα (1).
Το κάθε παιδί κρατάει στο χέρι του μία ράβδο, που το ένα άκρο της είναι εξογκωμένο, για να κτυπά τις πόρτες κι έχει κρεμασμένο από τον ώμο του ένα σακίδιο, για να βάζει τα δώρα, που θα του δίνουν. Μερικά παιδιά, ιδίως εξωσχολικά, κρεμνούν επάνω τους και κουδούνια.
Της Βούλας Ψαλλίδα Νηπιαγωγού
Την προπαραμονή των Χριστουγέννων η γιαγιά μου σηκωνόταν νωρίς το πρωί και ζύμωνε τα «κόλιντι», στρογγυλά κουλουράκια για τα παιδιά που θα γυρνούσαν στα σπίτια και θα έψελναν την παραμονή των Χριστουγέννων τα κάλαντα.
Από τα χαράματα τα παιδιά θα έβγαιναν για τα κάλαντα και οι νοικοκυρές είχαν ετοιμάσει τα κεράσματα.. ξυλοκέρατα, αποξηραμένα σύκα, ξηρούς καρπούς, μανταρίνια και διάφορα μικρά γλυκίσματα..
Να τραγουδάς τα κάλαντα, ψυχή μου!
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσοι αιώνες δυσβάσταχτα αιματοκυλισμένοι.
Εσύ, να τραγουδάς πάντα τα κάλαντα.
Όσο κρύο κι αν κάνει,όσες τρύπες κι αν έχει το τριμμένο αποφόρι σου, τα λιωμένα σου παπούτσια.
Ούτε για μια στιγμή μη σκεφτείς να σταματήσεις.
Όσες πόρτες κι αν βρεις κλειστές, όσα πρόσωπα κατσουφιασμένα, βαριεστημένα, θλιβερά.
Μη σταματάς να λες τα κάλαντα.
Από το βιβλίο του Εμμανουήλ Κρητικίδη, ΣΑΜΙΑΚΑ ΕΘΙΜΑ
Εδώ σε τούτες τις αυλές, τις μαρμαροστρωμένες,
Εδώ κοιμάτ’ αφέντης μας και ποιος θα τον ξυπνήσει;
Εγώ ‘μαι άξιος κι ικανός να μπω να τον ξυπνήσω
Φέρτε μου μήλα δώδεκα, κυδώνια δεκαπέντε
Και δυο σταμνιά ροδόσταμο μα μπω να τον ξυπνήσω
Για ξύπνα ξύπν’ αφέντη μου και μη πολυκοιμάσαι
Γιατί ο ύπνος ο πολύς, μαραίνει και χαλνά σε
Ας τον καλημερίσωμεν τούτον μας τον αφέντη
Όπ’ έχει όλα τα καλά, τίποτε δεν του λείπει.
Πρόσφατα σχόλια