You are currently browsing the tag archive for the ‘Ιωάννης Μεταξάς’ tag.
Γράφει ἡ Λουκία, κόρη τοῦ Ἰωάννου Μεταξᾶ:
Δέν κάνω βέβαια περιγραφή τοῦ 1940 ἐδῶ. Ζήσαμε ὅμως κάτι, τό ὁποῖο δύσκολα περιγράφεται σήμερα. Βρεθήκαμε ὅλοι ἑνωμένοι, σάν μιά ψυχή, σάν ἕνας ἄνθρωπος, διότι ἔτσι τό νιώθαμε. Φόβο δέν εἴχαμε.
Ὁ καθένας στή θέση του, ὅσο καί μηδαμινή, ἤ στά μετόπισθεν κι ἄν ἦταν, ὅσο καί προχωρημένη στά κορφοβούνια. Ὅλοι, μικροί καί μεγάλοι –σέ βαθμό ἤ ἡλικία–, πολεμοῦσαν σάν ἕνας ἄνθρωπος καί ὁ καθένας πολεμοῦσε γιά ὅλους. Ὅλοι ἀποφασισμένοι γιά τό θάνατο, ἀλλά καί χωρίς νά νιώθουμε πώς ὑπάρχει κάτι τέτοιο στ’ ἀλήθεια!
Επιμέλεια π. Χαράλαμπος Βαρβαγιάννης
Διάγγελμα Ιωάννη Μεταξά
Προς τον ελληνικόν λαόν,
Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της.
Μολονότι επεδείξαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην, προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημας το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Έλληνες μου εζήτησεν σήμερον την 3ην πρωινήν ώραν, την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν ότι προς κατάληψιν αυτών η κίνησις των στρατευμάτων της. θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν.
.
της κ. Ιωάννας Δενδραμή
Η Πατρίδα μας ανά τους αιώνες διέθετε καλλίφωνες υπάρξεις, ισχυρούς δημιουργούς στο μουσικό στερέωμα, καλλιτέχνες επί καλλιτεχνών, στη ρίμα, στη νότα, στο άσμα.
Όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα έχουν χιλιοεκφρασθεί από τον υπερευαίσθητο και ευφάνταστο, υπό την καλή έννοια, υπερευλογημένο λαό που κατοίκησε και κατοικεί στην παραδεισένια πατρίδα.
Την Ελλάδα μας. Κάποτε δυστυχώς, εξ αιτίας του επεκτατισμού των γειτόνων, χρειάζεται και να πολεμά αυτός ο λαός γι’ αυτή την Πατρίδα.
Για την ακεραιότητά της.
Για την τιμή της.
Για όλα τα όσια και τα ιερά που τη συνθέτουν.
Γι την τη κληρονομιά της υπεραγίας Παρακαταθήκης.
Ἤξευραν, ὅτι δὲν ἠμποροῦσαν νὰ νικήσουν καὶ ἀπεφάσισαν ν’ ἀποθάνουν καὶ ἀπέθανον ὅλοι μὲ τὰς γυναῖκας των καὶ τὰ παιδιά των. Τοὺς εἶχεν ἐγκαταλείψει ὁ κόσμος ὅλος. Τὰ κράτη τὰ χριστιανικὰ δὲν ἐνδιεφέροντο δι’ αὐτούς.
Τὸ ἐλεύθερον Βασίλειον δὲν ἦτο ἕτοιμον νὰ δώσῃ καμίαν κρατικὴν βοήθειαν. ῏Ηλθαν ἐδῶ, μαζὶ μὲ τοὺς Κρῆτας ὁπλαρχηγούς, ἐθελονταὶ καὶ παιδιὰ τοῦ Μωριᾶ καὶ τῆς Ρούμελης καὶ ναῦται καὶ πλοῖα, ἀλλὰ μόνοι των, διότι τὸ Κράτος τὸ ἑλληνικὸν δὲν ἦτο ἕτοιμον. ᾽Επὶ πλέον ἔβρεχε ραγδαίως. ᾽Εμαίτετο ἡ καταιγίς. Βοήθεια αὐτὰς τὰς ἡμέρας ἀπὸ τὴν Κρήτην δὲν ἠδύνατο νὰ τοὺς ἔλθῃ.
Ἡ λογικὴ τοὺς εἶπε: ᾽Εγκαταλείψατε αὐτὸν τὸν τόπον καὶ πηγαίνετε μέσα εἰς τὰ βουνά. Ἀλλὰ τί δουλειὰ εἶχεν ἡ λογικὴ ἐμπρὸς στὸν ἡρωισμό; Δὲν ἤκουσαν τίποτε καὶ εἶπαν ἐκεῖνο, ποὺ ἔλεγαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι Σπαρτιᾶται: «᾽Εδῶ εἴμαστε, ἐδῶ θὰ μείνωμε, ἐδῶ θ’ ἀποθάνωμε». Καὶ ἀπέθαναν ὅλοι. Ἄν ἐγλίτωσαν ὀλίγοι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἦτο θαῦμα.
Πρόσφατα σχόλια