You are currently browsing the tag archive for the ‘Δ. ΖΗΣΗ’ tag.

19d5e866997d576fc38965ee334a1db735770-1

Διονύσιος Σολωμός

Πρωτομαγιά

Τοῦ Μαγιοῦ ροδοφαίνεται η μέρα,
ποὺ ὡραιότερη ἡ φύση ξυπνάει,
καὶ τὴν κάνουν λαμπρὰ καὶ γελάει
πρασινάδες, ἀχτίνες, νερά.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Γρηγόριος Ξενόπουλος -Περιοδικόν «Διάπλασις τῶν Παῖδων»

«Η ΜΑΝΑ» (1871 – 1938)

«Ποτέ δέν εἶναι ἀργά» ἔλεγε συχνά.

῾Η φράση αυτὴ ἦταν τὸ σύμβολό της· ὁ κανόνας τῆς ζωῆς της. Τὴν περασμένη ἀκόμα πρωτοχρονιὰ τὴν ἔγραψε σὲ κάτι ἡμερολογιάκια, ποὺ τὰ ζωγράφισε ἡ ἴδια καὶ τὰ ἔστειλε στούς φίλους της γιὰ τελευταῖο θυμητικό. «Ποτὲ δὲν εἶναι ἀργά». Κι ἀπο κάτω. «῞Αννα Μελᾶ – Παπαδοπούλου, ἡ Μάνα». . .

Ἡ μάνα τίνος ; ῾Η μάνα τοῦ στρατιώτη, ἡ Μάνα τοῦ φτωχοῦ, ἡ Μάνα τοῦ ἀρρώστου, ἡ Μάνα τοῦ ὁρφανοῦ, ἡ Μάνα ὅλου τοῦ κὸσμου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

– Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρεία…

῞Ολη ἡ Γειτονιὰ ἀντηχοῦσε ἀπ’ τὰ χαρμόσυνα κάλαντα, ποὺ τραγουδοῦσαν τὰ παιδάκια τὴν παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς.

Καὶ τὸ βράδυ, μαζεμένη γύρω στὸ τζάκι ἡ οἱκογένεια τοῦ παπα – Θύμιου, καμάρωνε τὰ δῶρα, ποὺ χάρισε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, καὶ περίμενε τὴν ὥρα τῆς βασιλόπιτας.

῾Ο Γιῶργος, μαθητὴς τῆς πέμπτης τοῦ δημοτικοῦ σχολείου, ἐπάνω κάτω ἕντεκα χρονῶ, κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα χρυσοδεμένο βιβλίο καὶ τὸ στριφογύριζε ἀπ’ ὅλες τὶς μεριὲς καὶ ξεφύλλιζε τὶς εἰκόνες του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

%ce%bf-%ce%b1%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%83-%ce%b2%ce%b1%cf%83%ce%b9%ce%bb%ce%b5%ce%b9%ce%bf%cf%83

– Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρεία…

῞Ολη ἡ Γειτονιὰ ἀντηχοῦσε ἀπ’ τὰ χαρμόσυνα κάλαντα, ποὺ τραγουδοῦσαν τὰ παιδάκια τὴν παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς.

Καὶ τὸ βράδυ, μαζεμένη γύρω στὸ τζάκι ἡ οἱκογένεια τοῦ παπα – Θύμιου, καμάρωνε τὰ δῶρα, ποὺ χάρισε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, καὶ περίμενε τὴν ὥρα τῆς βασιλόπιτας.

῾Ο Γιῶργος, μαθητὴς τῆς πέμπτης τοῦ δημοτικοῦ σχολείου, ἐπάνω κάτω ἕντεκα χρονῶ, κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα χρυσοδεμένο βιβλίο καὶ τὸ στριφογύριζε ἀπ’ ὅλες τὶς μεριὲς καὶ ξεφύλλιζε τὶς εἰκόνες του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΣΟΦΟΣ

Ὁμολογῶ, ὅτι δὲν θὰ ἐπίστευα χωρὶς ὅρκον, ὅτι ἕνα παιδάκι μόλις δεκαετὲς θὰ εἶχε τὸ θάρρος, τὴν δύναμιν, τὴν ἐπιμονὴν νὰ παρακολουθήση τὴν ἑλληνικὴν στρατιὰν ἀπὸ τὰ σύνορα ἕως τὴν Θεσσαλονίκην καὶ ἐκεῖθεν πάλιν εἰς τὴν Ἤπειρον, ἀπὸ τὴν Πρέβεζαν ἕως τὰ Ἰωάννινα.

Ἀκόμη ὀλιγώτερον θὰ ἐπίστευα, ὅτι τὸ παιδὶ αὐτὸ καθ’ ὅλην τὴν ἐκστρατείαν δὲν θὰ ἐφοροῦσε παρὰ τὸ πουκαμισάκι του καὶ τὸ πανταλονάκι του, ξεσκούφωτον, μισόγυμνον· καὶ ὅτι θὰ ὑφίστατο ὅλας τὰς κακουχίας καὶ ὅλας τὰς στερήσεις, χωρὶς νὰ παραπονεθῇ, χωρὶς ν’ ἀρρωστήση, ἀκμαῖον πάντοτε, ἀκατάβλητον, φαιδρόν, πρόθυμον, περιποιούμενον διαρκῶς τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς τραυματίας.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Ἤξευραν, ὅτι δὲν ἠμποροῦσαν νὰ νικήσουν καὶ ἀπεφάσισαν ν’ ἀποθάνουν καὶ ἀπέθανον ὅλοι μὲ τὰς γυναῖκας των καὶ τὰ παιδιά των. Τοὺς εἶχεν ἐγκαταλείψει ὁ κόσμος ὅλος. Τὰ κράτη τὰ χριστιανικὰ δὲν ἐνδιεφέροντο δι’ αὐτούς.

Τὸ ἐλεύθερον Βασίλειον δὲν ἦτο ἕτοιμον νὰ δώσῃ καμίαν κρατικὴν βοήθειαν. ῏Ηλθαν ἐδῶ, μαζὶ μὲ τοὺς Κρῆτας ὁπλαρχηγούς, ἐθελονταὶ καὶ παιδιὰ τοῦ Μωριᾶ καὶ τῆς Ρούμελης καὶ ναῦται καὶ πλοῖα, ἀλλὰ μόνοι των, διότι τὸ Κράτος τὸ ἑλληνικὸν δὲν ἦτο ἕτοιμον. ᾽Επὶ πλέον ἔβρεχε ραγδαίως. ᾽Εμαίτετο ἡ καταιγίς. Βοήθεια αὐτὰς τὰς ἡμέρας ἀπὸ τὴν Κρήτην δὲν ἠδύνατο νὰ τοὺς ἔλθῃ.

Ἡ λογικὴ τοὺς εἶπε: ᾽Εγκαταλείψατε αὐτὸν τὸν τόπον καὶ πηγαίνετε μέσα εἰς τὰ βουνά. Ἀλλὰ τί δουλειὰ εἶχεν ἡ λογικὴ ἐμπρὸς στὸν ἡρωισμό; Δὲν ἤκουσαν τίποτε καὶ εἶπαν ἐκεῖνο, ποὺ ἔλεγαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι Σπαρτιᾶται: «᾽Εδῶ εἴμαστε, ἐδῶ θὰ μείνωμε, ἐδῶ θ’ ἀποθάνωμε». Καὶ ἀπέθαναν ὅλοι. Ἄν ἐγλίτωσαν ὀλίγοι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἦτο θαῦμα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Η μητέρα και το παιδί

Θυμοῦμαι συχνὰ τὶς φροντίδες τῆς μανούλας μου στὰ παιδικά μου χρόνια. Σὰν ἀπόκανα πιὰ στὰ παιχνίδια, μαζευόμουν στὸ σπίτι, ἀνέβαινα στὴν ψηλή μου καρέκλα, κοντὰ στὸ τραπέζι καὶ ξεκουραζόμουν. Ἀκίνητος, ἥσυχος,ἄκουα τὴ μελωδικὴ φωνὴ τῆς μάνας μου, τὴ φωνὴ τὴν ἀξέχαστη.

Σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴν κούραση τὰ μάτια μου ἔκλειναν.

Γλιστροῦσα ἥσυχα-ἥσυχα στὸ πάτωμα, πήγαινα σὲ μιὰ πολυθρόνα καὶ ξαπλωνόμουν ἀναπαυτικά.

– Κοιμᾶσαι, μικρό μου; μοῦ ἔλεγε ἡ μητέρα μου. Πήγαινε, χρυσό μου, στὸ κρεβατάκι σου νὰ κοιμηθῆς.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Kατηγορίες

Για να ενημερώνεστε για τα νέα άρθρα, γράψτε εδώ το e-mail σας.

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΦΙΛΩΝ ΤΩΝ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ

Υπέρ της ζωής

ΣΥΝΤΑΓΕΣ 1899

ΟΔΗΓΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΙΝΗΣ 1930

ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ

ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛ.ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ