You are currently browsing the tag archive for the ‘ΔΗΜ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ – ΝΙΚ. ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ – ΔΗΜ. Γ. ΖΗΣΗ Κ.Α.’ tag.
Τὴν 23ην Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1803 ἡ ἑλληνικὴ ἱστορία ἔχει νὰ παρουσιάσῃ μοναδικὸν εἰς ὅλον τὸν κόσμον γεγονός.
Ἄγριος καὶ παγερὸς βορρᾶς μὲ ἄφθονον χιόνα ἐμάστιζε τὰ ἠπειρωτικὰ βουνά˙ ψυχὴ δὲν ἐτόλμα νὰ ἐξέλθῃ τῆς θύρας.
Γεώργιος Δροσίνης
Στ ἁλώνια
Στ ἁλώνια, καλοσάρωτα καὶ ξεχορταριασμένα,
θὰ ξαπλωθοῦν οἱ θημωνιές, ξανθόμαλλες πλεξίδες.
Τὰ στάχυα τρίβει καὶ μασᾶ περνώντας ἡ ροκάνα,
πλατάνι τὸ σαγόνι της, τὰ δόντια της στουρνάρια.
Τὰ βόδια σέρνουν τὸ θεριό, ζευγαρωτὰ δεμένα
καὶ δαμασμένο τὸ πατᾶ, τὰ βόδια κυβερνώντας
ὡραία ἁρματοδρόμισσα, λαμπαδωτὰ στημένη.
Εἰς μίαν μεγάλην πόλιν ἔζη κάποιος πολὺ πλούσιος ἄνθρωπος.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦτο τόσον φιλάνθρωπος καὶ τόσον εὐεργετικός, ὥστε διέθετεν ἄφθονα χρήματα εἰς κοινωφελεῖς σκοποὺς καὶ εἰς συνδρομὰς πρὸς τοὺς δυστυχεῖς, γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους.
Ἡ ἀγαθοεργία ἦτο δι’ αὐτὸν ἡ προσφιλεστέρα ἐνασχόλησις. Χάριν αὐτῆς παρημέλει καὶ τὸν ἑαυτόν του ἀκόμη.
Κατῴκει εἰς μίαν σοφίταν. Ἐτρέφετο καὶ ἐνεδύετο πτωχικά. Διὰ τοῦτο οἱ γνωστοὶ καὶ οἱ γείτονές του τὸν ἐθεώρουν ὡς μέγαν φιλάργυρον καὶ τὸν εἶχον ὀνομάσει «ἑξηνταβελόνην».
Ρήγας Φεραῖος
Ὤ παιδιά μου, ὀρφανά μου, σκορπισμένα ἐδῶ κι ἐκεῖ, διωγμένα, ὑβρισμένα ἀπ’ τὰ ἔθνη πανοικί!
Ξυπνῆστε, τέκνα, κι ἦλθεν ἡ ὣρα, ξυπνῆστε ὅλα, τρέξατε τώρα κι ἦλθεν ὁ Δεῖπνος ὁ Μυστικός.
Ποὺ μὲ κόπους κατὰ τόπους τρέχετε μὲ μίαν τροφήν, εἰς δεσπότας κι ἰδιώτας, δούλου δέχεσθε μορφήν.
Ξυπνῆστε, τέκνα, κι ἦλθεν ἡ ὥρα, ξυπνῆστε ὅλα, τρέξατε τώρα κι ἦλθεν ὁ Δεῖπνος ὁ Μυστικός
Ἰωάννης Πολέμης
Ἀπὸ τὴ γῆ δυὸ δάκρυα, θερμὰ μαργαριτάρια,
ἀνέβηκαν καὶ στάλαξαν στοῦ Πλάστη τὰ ποδάρια.
Κι εἶπε τὸ πρῶτο τρέμοντας ἐμπρὸς στὸ θεῖο θρόνο:
«᾽Εμένα μ’ ἔβγαλε ἡ καρδιὰ γιὰ τὸ δικό της πόνο».
Κι ὁ Πλάστης ἀποκρίθηκε: «Οὔτε στιγμὴ μὴ χάνης!
Σύρε νὰ γίνης βάλσαμο, τὸν πόνο της νὰ γιάνης».
Α. Προβελέγγιος
Ἦρθες νὰ δροσίσης
τὴ φρυγμένη γῆ
καὶ ζωὴ νὰ χύσης
στὴ νεκρὴ σιγή, π’ ὅλα τὰ βαραίνει,
ὅλα τὰ μαραίνει.
Αριστομένης Προβελέγγιος
Πάει τὸ καλοκαίρι κι ἡ καλοκαιριά˙
νέφη σηκωθῆκαν καὶ τὸν ἴσκιο τους
στὰ πελάγη ρίχνουν, ρίχνουν στὴ στεριά.
.
Φθινοπώρου πνεῦμα θλιβερὰ περνᾶ,
μυστικὸ στὰ δέντρα πνέει ψιθύρισμα
καὶ τὰ φύλλ’ ἀνάρια πέφτουν τὰ στερνά.
Συνεκινήθη καὶ συνετρίβη κάθε χριστιανικὴ καρδιὰ χθὲς τὸ βράδυ εἰς τὰς ἐκκλησίας. Καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι ἐσύρθησαν ἕως ἐκεῖ ἀπὸ κάποιαν μυστηριώδη δύναμιν.
«Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας!»
Ὁ ἱερεὺς κρατεῖ τὸν ᾽Εσταυρωμένον εἰς τὰς χεῖρας του, ἀπαγγέλλει τοὺς συγκινητικοὺς ὕμνους καὶ κλαίει ἀπὸ συγκίνησιν. Δάσος ὁλόκληρον χριστιανικῶν χειρῶν ἐκινήθησαν, διὰ νὰ κάμουν τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ καὶ χιλιάδες ὀφθαλμῶν ἐβούρκωσαν.
Γ. Δροσίνης
Καλόδεχτο τὸ φόρτωμα, ποὺ θάρθη ἀπὸ τὸ μύλο,
πρωτόσταλτο, πρωτάλεστο, πρώτη χαρὰ τῆς σκάφης.
Ζυμώνουν τ’ ἀνασκουμπωτὰ τῆς πρωτονύφης χέρια
καὶ πλάθουν τὰ πρωτόπλαστα ψωμιὰ μὲ τὶς παλάμες
μὲς στὴν καλοπελεκητὴ πινακωτή, προικιό της.
Τὸ φοῦρνο καίει, τεχνίτισσα στὸ φοῦρνο, ἡ γριὰ κυρούλα
ξανανιωμένη, ἀφήνοντας τὴ συντροφιὰ τῆς ρόκας.
Ὦ βραδινὸ συμμάζεμα στὸ σπιτικὸ κατώφλι,
καρτέρεμα ἀνυπόμονο τοῦ πυρωμένου φούρνου!
(Η πραγματική μορφή του Οδυσσέα Ανδρούτσου αποτυπωμένη σε λιθογραφία ξένου φιλέλληνα περιηγητή, ο οποίος τον ζωγράφισε με φόντο τα βουνά της Ελλάδας και αρχαίους κίονες, προκειμένου να καταδείξει τη σχέση του ήρωα με την αρχαία Ελληνική Παιδεία.)
Ἀγαπητοί μου Γαλαξιδιῶται,
Ἦτο θέλημα Θεοῦ νὰ ἁρπάσωμεν τὰ ὅπλα μίαν ἡμέραν
καὶ νὰ ριφθῶμεν κατὰ τῶν τυράννων μας.
Τί τὴν θέλομεν, ἀδελφοί μου, τὴν πολυπικραμένην ζωὴν
τοῦ δούλου; Δὲν βλέπετε, ὅτι δὲν μᾶς ἀπέμεινε τίποτε; Καὶ
αὐταὶ αἱ ἐκκλησίαι μας ἔγιναν τζαμιὰ καὶ στάβλοι τῶν
Τούρκων. Δὲν εἶναι πρέπον νὰ σταυρώσωμεν τὰς χεῖρας.
Ἄς ἐρωτήσωμεν τὴν καρδίαν μας καὶ ὅ,τι ἀποφασίσωμεν, νὰ τὸ
βάλωμεν ἐμπρὸς σύντομα. Ἄν βραδύνωμεν, θὰ μετανοήσωμεν
καὶ τότε ἄδικα θὰ κτυπῶμεν τὴν κεφαλὴν μας.
Πρόσφατα σχόλια