You are currently browsing the tag archive for the ‘Γ. ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΥ’ tag.
Κωστῆς Παλαμᾶς «Περάσματα καὶ Χαιρετισμοὶ»
Χριστέ μου, κράτα με μακριὰ ἀπ’ τὶς κακίες τοῦ κόσμου,
στὴ Φάτνη βρέφος, ὅσο ζῶ, νὰ Σέ λατρεύω δῶσ’ μου!
Κι ὅταν θὰ ̓ρθῆ ἀπὸ Σὲ σταλτὸς ὁ Χάρος νὰ μὲ πάρη,
κάμε σὰ βρέφος νὰ σταθῶ μπροστὰ στὴ θεία Σου χάρη.
Γρηγόριος Ξενόπουλος
Ἄνοιξη! Ἡ νεότητα τοῦ χρόνου! Τί δύναμη! Τί ζωηρότητα!
Ἀπὸ τὸν Ἰανουάριο ἀκόμη ἄρχιζε στὸ περιβόλι μας τὸ φανέρωμα τῆς ἀκράτητης ζωῆς.
Οἱ ἀνυπόμονες ἀμυγδαλιὲς καὶ οἱ ντροπαλὲς ροδακινιὲς προλάβαιναν νὰ πετάξουν πρῶτες πρῶτες τὰ μπουμπούκια τους, γιὰ νὰ γεμίσουν τοὺς γυμνοὺς ἄφυλλους κλώνους τους, ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες, μὲ τ᾽ ἄσπρα καὶ κόκκινα ἀνθάκια.
Τὰ μαρτύρια ματαίως ἀφήρεσαν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὸ μεγαλοφάνταστον κτίσμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ τὰ μαρτύρια τῆς βυζαντινῆς του καταγωγῆς. Ματαίως τὸ ἐστόλισαν μὲ τὴν ἰσλαμικὴν διακόσμησιν.
Κάτω ἀπὸ τὸ ἀσβεστόχρισμα, τὸ ὁποῖον τοῦ ἔκαμαν, μισοφαίνονται πάντοτε τὰ παλαιὰ ψηφιδωτά, ποὺ ἐσκόρπιζον ἄλλοτε γλυκεῖαν λάμψιν.
Κάτω ἀπὸ τὰ στηρίγματα τοῦ θόλου, εἰς τὰς καμπύλας τῶν τόξων καὶ τῶν ἁψίδων, ὡσὰν μέσα ἀπὸ λευκὴν ὁμίχλην, προβάλλουν μορφαὶ ἀρχαγγέλων, ἁγίων, χερουβείμ.
ΚΟΝTΑ στὸ Μυστρά, σὲ μιὰ ψηλὴ κορφή, ποὺ φαίνεται ὅλος ὁ κάμπος τῆς Σπάρτης, ἦταν ἕνα κυπαρίσσι, τὸ μεγαλύτερο κυπαρίσσι τοῦ κόσμου. Τώρα δὲν ὑπάρχει πιά. Κάποιος κακὸς ἄνθρωπος εἶχε ἀνάψει φωτιὰ ἐκεῖ κοντὰ καὶ δὲν πρόσεξε κι ἔκαψε τὸ κυπαρίσσι.
Αὐτὸ τὸ κυπαρίσσι ἔχει τὴν ἱστορία του:
Ἐπὶ Τουρκοκρατίας, ὁ πασὰς τῆς Σπάρτης πῆγε σ’ αὐτὴ τὴ θέση, γιὰ νὰ διασκεδάση. Τοῦ ἔψησαν ἕνα ἀρνὶ καὶ κάθισε νὰ φάη. Εἶχε μαζί του καὶ ἕνα βοσκό, ἕνα νεαρὸ Χριστιανό, νὰ τὸν ὑπηρετῆ.
– Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρεία…
῞Ολη ἡ Γειτονιὰ ἀντηχοῦσε ἀπ’ τὰ χαρμόσυνα κάλαντα, ποὺ τραγουδοῦσαν τὰ παιδάκια τὴν παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς.
Καὶ τὸ βράδυ, μαζεμένη γύρω στὸ τζάκι ἡ οἱκογένεια τοῦ παπα – Θύμιου, καμάρωνε τὰ δῶρα, ποὺ χάρισε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, καὶ περίμενε τὴν ὥρα τῆς βασιλόπιτας.
῾Ο Γιῶργος, μαθητὴς τῆς πέμπτης τοῦ δημοτικοῦ σχολείου, ἐπάνω κάτω ἕντεκα χρονῶ, κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα χρυσοδεμένο βιβλίο καὶ τὸ στριφογύριζε ἀπ’ ὅλες τὶς μεριὲς καὶ ξεφύλλιζε τὶς εἰκόνες του.
Π. Παναγόπουλος
Δὲν ἦταν τόσο γιὰ τὸ Πάσχα, ποὺ μαζεύτηκε ἐκείνη τὴ χρονιὰ τόσος κόσμος στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅσο γιὰ τὴ δίκη τοῦ ᾽Ιησοῦ.
Ἄλλοι τὸν ἔλεγαν κακοῦργο κι ἀπατεώνα κι ἄλλοι τὸν προσφωνοῦσαν Μεσία, Διδάσκαλο, Προφήτη. Οἱ τελευταῖοι ἦταν ἰδίως ψαράδες τῆς Γαλιλαίας, ποὺ εἶχαν ᾶκούσει τὶς θεῖες ὁμιλίες του στὴ λίμνη Γεννησαρέτ.
Καὶ γι’ αὐτὸ τὴ νύχτα τῆς δίκης ἦταν πολλοί, πάρα πολλοί, μαζεμένοι στὸ πραιτώριο, ποὺ δίκαζαν οἱ Ἀρχιερεῖς. Κάθισαν ὅλη τὴ νύχτα μὲ τὸ κρύο ἔξω, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴ δίκη καὶ μάθουν τὸ ἀποτέλεσμα.
– Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρεία…
῞Ολη ἡ Γειτονιὰ ἀντηχοῦσε ἀπ’ τὰ χαρμόσυνα κάλαντα, ποὺ τραγουδοῦσαν τὰ παιδάκια τὴν παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς.
Καὶ τὸ βράδυ, μαζεμένη γύρω στὸ τζάκι ἡ οἱκογένεια τοῦ παπα – Θύμιου, καμάρωνε τὰ δῶρα, ποὺ χάρισε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, καὶ περίμενε τὴν ὥρα τῆς βασιλόπιτας.
῾Ο Γιῶργος, μαθητὴς τῆς πέμπτης τοῦ δημοτικοῦ σχολείου, ἐπάνω κάτω ἕντεκα χρονῶ, κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα χρυσοδεμένο βιβλίο καὶ τὸ στριφογύριζε ἀπ’ ὅλες τὶς μεριὲς καὶ ξεφύλλιζε τὶς εἰκόνες του.
Ὁ Ἀπόστολος Ἀρσάκης εἶναι εἷς τῶν μεγάλων ἐθνικῶν εὐεργετῶν, οἱ ὁποῖοι προσέφεραν μεγάλας περιουσίας εἰς τὴν πτωχὴν πατρίδα μας διὰ τὴν ἳδρυσιν σχολῶν, νοσοκομείων καὶ δι’ ἄλλους ἀγαθοεργοὺς σκοπούς.
᾽Εγεννήθη, ὅτε ἡ πατρίς μας ἦτο ἀκόμη ὑπόδουλος, τὴν 6ην ᾽Ιανουαρίου τοῦ 1792, εἰς τὸ μικρὸν χωρίον τῆς Βορείου ᾽Ηπείρου Χοτάχοβον. ῾Ο πατήρ του Κυριᾶκος Ἀρσάκης ἦτο εὔπορος κτηματίας.
Δι’ αὐτὸ ὅμως ἐκινδύνευε νὰ θανατωθῇ ὑπὸ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ τῶν ᾽Ιωαννίνων καὶ νὰ χάσῃ ἡ οἰκογένειά του τὴν περιουσίαν του.
Ἀνδρέας ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, ὁ ῾Ιεροσολυμίτης
᾽Επέστη σήμερον ἡ πάντων χαρά, λύουσα τὴν πρῴην ἀράν. ᾽Επέστη ὁ πανταχοῦ, ἵνα τὰ πάντα πληρώσῃ χαρᾶς.
῎Επέστη δὲ πῶς; Οὐ δορυφόρους ἔχων, οὐ στρατιὰς ἀγγέλων συνεπαγόμενος, οὐ κομπάζων τὴν πρόοδον, ἀλλ’ ἡσυχῇ καὶ ἠρέμα· τοῦτο ποιῶν, ἵνα λάθῃ τὸν ἄρχοντα τοῦ σκότους, ἵνα τέχνῃ σοφίας παγιδεύσας τὸν ὄφιν, καὶ τὸν δράκοντα φενακίσας τὸν νοῦν, τὸν Ἀσσύριον τὸν πᾶσαν ὑφ’ ἑαυτὸν δουλωσάμενον τὴν ἀνθρωπίνην εὐγένειαν, ἁρπάσῃ τὸ λάφυρον.
Οὐκ ἀνασχομένης αὐτοῦ τῆς ἀπειρομεγέθους περὶ ἡμῶν εὐσπλαγχνίας τοσοῦτον ἔργον ζημιωθῆναι τὸν ἄνθρωπον, δι’ ὅν οὐρανοὺς ἐκαμάρωσε* γῆν, ἐστερέωσεν, ἀέρα ἐξέχεε, θάλασσαν ἥπλωσε, καὶ τὴν φαινομένην ἅπασαν ἐτεκτήνατο κτίσιν.
Ὁ Σπύρος ἤθελε νὰ μποροῦσε νὰ μίκραινε, ἐκεῖ τοὺ ἦταν ἔτσι ἄσχημα κρυμμένος, πίσω ἀπὸ ἀραιὲς τοῦφες ἰτιᾶς.
Ἀπέναντί του ἔστεκε ἰταλικὸ ἀπόσπασμα καὶ φρουροῦσε μιὰ γέφυρα˙ γύρω του ἁπλωνόταν ἡ κοιλάδα τῆς Βίγλιστας καὶ τοῦ φαινόταν ὅτι σ’ ὅλον αὐτὸ τὸν ξεσκέπαστο κάμπο ἦταν ὁ μόνος ῞Ελληνας, μέσα σὲ πολυάριθμο πλῆθος ᾽Ιταλῶν ποὺ ὑποχωροῦσαν.
Ἀποροῦσε κι ὁ ἴδιος, πῶς εἶχε κατορθώσει νὰ πλησιάση τὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Δεβόλη , χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφθῆ κανείς. Ἀλλὰ τώρα ποὺ ἔπρεπε νὰ πέση στὸ νερὸ ἀπαρατήρητος, ἤθελε νὰ μποροῦσε νὰ γινόταν ἄφαντος, ἕνα τόσο δὰ μικρὸ χαλικάκι.
Τὸ ποτάμι κυλοῦσε τὰ βρώμικα νερά του, χωρὶς θόρυβο, κι αὐτὴ ἡ ἡσυχία ἐμπόδιζε τὸ Σπύρο νὰ ἐκτελέση τὴν ἀποστολή του. Δὲν εἶχαν προφθάσει νὰ χορτάσουν οἱ φαντάροι τὴν κατάληψη τῆς Μόροβας, καὶ ἦρθε διαταγή ἂν ὑπάρχη ἀνάμεσά τους κανένας δύτης τὸ ἐπάγγελμα ἢ τουλάχιστον καλὸς κολυμβητής, νὰ παρουσιασθῆ στὸ συνταγματάρχη.
Πρόσφατα σχόλια