You are currently browsing the tag archive for the ‘ΒΑΣΙΛ. Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ’ tag.
Χάρης Σακελλαρίου
-Καλοκαίρι, καλοκαίρι,τι καλά μας έχεις φέρει;
-Φέρνω του καιρού τη γλύκα τα κεράσια και τα σύκα,
τα σταφύλια έχω στ’ αμπέλι και το μέλι στην κυψέλη,
τ’ άνθη στην τριανταφυλλιά και στα δέντρα τα πουλιά.
Στέφανος Μπολέτσης
Τὰ χελιδόνια ἦλθαν.
Ὁ Τάκης καὶ ἡ Νίνα ἐλυπόνταν, ποὺ ἔβλεπαν τὶς χελιδονοφωλιὲς ἀδειανὲς κι ἐρωτοῦσαν τὸν πατέρα τους:
– Πότε, πατέρα, θὰ ἔλθουν τὰ χελιδόνια; Γιατί ἀργοῦν;
– Ὅπου καὶ νὰ εἶναι, παιδιά μου, ἔρχονται. Ἅμα φθάσῃ ὁ Μάρτης, θὰ γεμίσουν πάλι οἱ φωλίτσες τους.
Ὁ χειμῶνας
Ὁ χειμῶνας ἧλθε πάλι κι ὅλοι γύρω στὸ μαγκάλι ἔχουν μαζεὑτῆ.
Ρίχτε κάστανα στὴ θράκα, παραμύθια ἡ γιαγιάκα θἄρθῃ, νὰ μᾶς ᾽πῆ.
Ἔξω πέφτει τὸ χαλάζι καὶ τὴ θύρα μας τραντάζει τώρα ὁ Βοριᾶς.
Μέσ’ τὴν κρύα ἀνατριχίλα σκορπισθήκανε τὰ φύλλα τῆς κληματαριᾶς.
Χάρης Σακελλαρίου
Στο Συννεφάκι
Καλό μου συννεφάκι
σταμάτα και λιγάκι!
Μας έκανες παπιά,
μη βρέχεις άλλο πια!
Ἡ βροχούλα.
Τίκ! τάκ! στὸ πλακόστρωτο. Τίκ! τάκ! ἐπάνω στὰ κεραμίδια. Εἶναι ἡ βροχούλα, ποὺ πέφτει σιγανή, τραγουδιστή. Πολλὲς σταλαγματιὲς κτυποῦν τὸ παράθυρο, ποὺ εἶναι ἡ Φωτούλα.
– Ἤλθαμε, Φωτούλα, νὰ σὲ χαιρετίσωμε. Πᾶνε πιὰ οἱ ζέστες τοῦ καλοκαιριοῦ. Ἔφθασε τὸ φθινόπωρο. Θὰ φυσᾷ ἀέρας.
Γεώργιος Βιζυηνός
Γιατί προσεύχομαι
Ἄν ἤμουν φτερωτὸ πουλί,
μὲ τὴ λαλιὰ τὴν πιὸ καλὴ
τὸ Σύμπαν θὰ ξυπνοῦσα.
Ἄν ἤμουνα μιὰ λουλουδιά,
τὴν πιὸ γλυκειά μου μυρωδιὰ
στὸ Σύμπαν θὰ σκορποῦσα.
Ἄγγελος Βλάχος
Ὀ Μάιος.
Ὁ Μάιος μᾶς ἔφθασε, ἐμπρός, βῆμα ταχύ,
νὰ τὸν προϋπαντήσωμε, παιδιά, στὴν ἐξοχή.
Δῶρα στὰ χέρια του πολλὰ και ὄμορφα κρατεῖ
καὶ τὰ μοιράζει γελαστὸς σὲ ὅποιον τοῦ ζητεῖ.
Φέρνει τραγούδια καὶ χαρές, λουλούδια καὶ δροσιὰ
καὶ μυρωδάτη φόρεσε ὡραία φορεσιά…
Τὰ παιδιὰ στὸ διπλανὸ δωμάτιο ἐσχεδίασαν τὸ Σπήλαιο καὶ τὴ Φάτνη. Μέσα ἐτοποθέτησαν μιὰ μεγάλη καὶ ὡραία εἰκόνα μὲ τὴν Γέννησι τοῦ Χριστοῦ.
Ὅλα ἔλαβον μέρος στὴ Χριστουγεννιάτικη αὐτὴ ἑορτή, γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὸν παππού. Τὸ Σπήλαιο ἐφωτιζόταν μὲ ἀναμμένα κεράκια. Ἔχυναν τέτοιο φῶς, ποὺ ἐνόμιζε κανένας, πὼς εὑρίσκεται σὲ σπήλαιο ἀληθινό.
Ὁ παπποὺς κοιτάζει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κρατήσῃ τὴν συγκίνησί του. Σηκώνει τὸ χέρι καὶ κάνει τὸν σταυρό του.
Ἰωσὴφ Κυπριανὸς
Ψιχαλίζει! ψιχαλίζει στὴ μικρή μας τὴν αὐλή…
Τὸ φθινόπωρο ἀρχίζει, τ’ ἀγαπῶ πολύ, πολύ.
Τό ᾽χω μέσα στὴν καρδιά μου καὶ πετάω ἀπ’ τὴ χαρά,
νὰ μαζεύω στὴν ποδιά μου φύλλα κίτρινα, ξερά.
Εἶναι πρωΐ. Ὁ Θανασάκης κοιμᾶται ακόμα. ῾Η μητερούλα τὸν σκουντᾷ ἁπαλά.
– Ξύπνα, τοῦ λέγει, παιδάκι μου.Σήμερα τὸ σχολεῖο ἀνοίγει. Πρέπει νὰ ἑτοιμασθῇς, γιὰ νὰ πᾶμε.
Ὁ Θανασάκης ἐξυπνᾷ. Βλέπει τὴν μητερούλα του καὶ χαμογελᾷ. Ἔπειτα σηκώνεται καὶ ἑτοιμάζεται.
Σὲ λίγο εὑρίσκετᾳι ἐμπρὸς στὸ εἰκόνισμα. Κάνει τὴν προσευχή του:
Πρόσφατα σχόλια