You are currently browsing the category archive for the ‘παππούς/γιαγιά’ category.
(Λαογραφικά Σημειώματα)
Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος
(Ήταν τότε που έπρεπε να φύγω για Αθήνα. Ανωτέρα βία. Σπουδές. Συγκοινωνία ως το χωριό δεν υπήρχε γιατί είχε γίνει μια μεγάλη κατολίσθηση και η συγκοινωνία διεξάγονταν μέχρι το γεφύρι της Πλάκας. Από εκεί προς το χωριό και από το χωριό «ποδαράτοι»).
Έφτασε η ημέρα. Η γιαγιά έδινε εντολές.
Η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου γράφει για τη ζωή μέσα σ’ ένα γηροκομείο και εμπνέεται από τις ζωές μέσα σ’ αυτό…
Είναι σαν μεγαλώνοντας, μεγαλώνοντας πολύ, να μεγαλώνει κι η ανάγκη της γυναίκας για αγκαλιά, γι αυτό και να τυλίγεται σε ένα σάλι. Για να την βρει. Ίσως.
π. Κων. Ν. Καλλιανός
Ἀπό τὸ μισοφωτισμένο βάθος τοῦ Χρόνου προβάλλουν οἱ εὐλογημένες Μορφὲς τοῦ παπποῦ καὶ τῆς γιαγιᾶς κι ἀνοίγουν τὴ θύρα τῶν ἱερῶν ἀναμνήσεων.
Κι εἶναι ἀναμφίβολα τοῦτο τὸ εἰσοδικό, μιὰ ἐπιστροφὴ στὸν καιρὸ τὸν εὐλογημένο τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ὅπου τὰ πρόσωπα αὐτὰ υπῆρξαν οἱ ἀκρογώνιοι λίθοι τοῦ μετέπειτα βίου.
Παναγία Βρεφοκρατούσα, Ἀσίνου – Βυζαντινό Μουσεῖο ΙΑΜ.
Ἑλένης Ἀναστασίου Ἐκπαιδευτικοῦ
– «Δοξάζω τ’ ὄνομάν της. Ἐκαταφέρναμέ τα τζιαί φέτος. Πάλε ὅμως στήν προσφυγιά. Πάλε ἐκάμαμεν τόν ἑσπερινό σου μακρά πού τήν ἐκκλησιά σου, Παναγία μου!
Πέψε ν’ ἀξιωθοῦν τ’ ἀγγόνια μου τζιαί ἡ δισαγγονούα μου νά σοῦ ἄψουν τά καντήλια στό εἰκονοστάσι τοῦ χωρκοῦ μας, γιατί γιά λλόου μου ἔν ἴξερω ἄν ἰμπορῶ νά ἐλπίζω πιόν…».
Είναι αυτές που μεγάλωναν τα παιδιά επειδή οι γονείς τους δούλευαν.
Είναι αυτές που στερούνταν οτιδήποτε προκειμένου να μας ικανοποιήσουν κάθε επιθυμία.
Είναι αυτές που όταν πέφταμε και κλαίγαμε πονούσαν πιο πολύ από εμάς και πάντα έβρισκαν τον τρόπο να μας παρηγορήσουν.
Από το βιβλίο «Παραμύθια» του Γεώργιου Δροσίνη
Ο Δροσίνης γράφει: «Ο παππούς ξαπλώθηκε στη μεγάλη πολυθρόνα του και τα εγγόνια του, δύο ξανθά παιδάκια, κάθησαν γύρω του ν’ ακούσουν την ιστορία, που θα τους πη.
– Δεν ξέρω κ’ εγώ πώς, μια μέρα, όταν ήμουν πολύ νέος, ενώ γύριζα στα βουνά, έχασα το δρόμο μου και βρέθηκα σ’ έναν τόπο έρημο, αγνώριστο και πολύ άγριο.
Της Μαρίας ∆όκα Νοσηλεύτριας
Η ημέρα της γιαγιάς (Μπάμπιν ντεν) ήταν ένα έθιμο, μέχρι και τη δεκαετία του `50, που το διατηρούσαν οι κάτοικοι του Αγίου Παντελεήμονα για πολλά χρόνια για να τιμούν τις μεγάλες σε ηλικία γυναίκες.
Το έθιμο αυτό αναβίωνε κάθε χρόνο στις 8 Ιανουαρίου και ήταν ένα από τα πιο ευχάριστα και ενδιαφέροντα έθιμα. Η γιορτή αυτή ξεκινούσε δύο μέρες πριν.
Γιάννης Πεγειώτης
Στον Πιττοκόπον γιε μου εκάμνάν ούλλες τις νηστείες. Η γιαγιά εμαειρευκέν πάντα νηστίσιμά έτσι τζιαιρούς. Όι πως είχαν τούτα που είχαμεν τωρά. Μα το κοπάδιν είχαν το.Τα κτηνά τους είχαν τα.
Ο Ακάμας ήτουν ένας παράδεισός για τους φτωχούς. Κανένας εν επέθανεν νηστικος μες τον Ακάμαν.
Μερόπη Ν. Σπυροπούλου Ὁμότιμη Καθ. Παν/μίου Ἀθηνῶν
Καμάρωνε ὁ δεκάχρονος ἐγγονός της τό ὁλοκαίνουργιο μπλέ πουλόβερ, πού τοῦ εἶχε πλέξει ἐκείνη, γιά νά τό φορέσει στό Σχολεῖο, στήν ἐθνική γιορτή τῆς 28ης Ὀκτωβρίου.
-Εἶναι τέλειο, γιαγιά! Σ’ εὐχαριστῶ πολύ-πολύ. Ποῦ ἔμαθες ἐσύ νά πλέκεις τόσο ὡραῖα;
Αγαπημένε μου παππού, νιώθω ότι δεν σε γνώρισα αρκετά, δεν σε χόρτασα αρκετά, μα πάντα θα θυμάμαι αυτά που έζησα από σένα…
Σε θυμάμαι να μαστορεύεις το καθετί που χάλαγε στο σπίτι.
Θυμάμαι να είσαι ανεβασμένος πάνω σε μια σκάλα να στερεώνεις την κληματαριά.
Πρόσφατα σχόλια