You are currently browsing the category archive for the ‘παιδί’ category.
Ζητήθηκε από έναν άνδρα να βάψει μια βάρκα. Έφερε το χρώμα και τα πινέλα του και άρχισε να βάφει το σκάφος με έντονο κόκκινο, όπως του ζήτησε ο ιδιοκτήτης.
Καθώς έβαφε, παρατήρησε μια μικρή τρύπα στο σκάφος και την επισκεύασε αθόρυβα.
Όταν τελείωσε το βάψιμο, πήρε τα λεφτά του και έφυγε.
«Βα νου τζιουκόμ φίτσιε»
Ένα από τα πιο αγαπημένα παιγνίδια των παιδιών στο Ηλιοχώρι τα παλιότερα χρόνια ήταν τα λεγόμενα «φίτσιε». Πρόκειται για ένα ομαδικό παιγνίδι που οι πιτσιρικάδες του χωριού μας έπαιζαν συνέχεια.
Απαιτούσε από τους παίκτες αρχικά να έχουν καλό σημάδι και ταχύτητα ενώ στην συνεχεία του παιγνιδιού καλούνταν να επιδείξουν μεταξύ τους πνεύμα συνεργασίας.
Περπατούσε στους δρόμους μιας μεγαλούπολης. Είδε στο βάθος έναν ηλικιωμένο να κινείται με δυσκολία και να ξαποσταίνει σε ένα παγκάκι. Τον πλησίασε.
– Δεν με θυμάστε; Ήμουν μαθητής σας.
– Ναι, σε θυμάμαι σε είχα μαθητή στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Και τι κάνεις τώρα;
Στην παλιά Μερόπη, με πολλά παιδιά σε κάθε οικογένεια και σε κάθε γειτονιά, με ενισχυμένο το αίσθημα της ασφάλειας και κάποιας υπεροχής, γιατί το χωριό τους ήταν το κέντρο πολλών άλλων χωριών, τα παιδιά της Μερόπης ήταν μια σημαντική παρουσία της τότε ζωής.
Ζωηρά, παιχνιδιάρικα, τολμηρά, επινοητικά, εμπλουτισμένα με πολλές και ποικίλες παραστάσεις, συμπλήρωναν τη γενική εικόνα της ζωής με τις κάθε μορφής εκδηλώσεις τους.
Ο αδελφός μας μιλά για τον παππούλη και το πόσο τον βοήθησε όταν πριν από χρόνια ανήμερα της Μεταμορφώσεως παραλίγο να χάσει την ζωή του σε ατύχημα με την μηχανή ! Έχει αγάπη πολύ ο Γέροντας !
Εμένα μου άλλαξε την ζωή ! Γι αυτό θέλω να τον βλέπω και να μπαίνω κάτω απ το πετραχήλι του! Όποτε τα καταφέρνω έρχομαι ! Να γεμίσω τις μπαταρίες μου !
Ευτυχώς τα δάκρυα στέγνωσαν γρήγορα κοντά στη μαμά και στον μπαμπά. Και μ’ άρεσε η εκκλησία έτσι μικρή που ήταν. Ούτε χώριζε κανείς τούς άντρες από τις γυναίκες.
Κι ήταν γιομάτη γιαγιάδες και παππούδες, που άκουγαν ευχαριστημένοι τον παπά που έψελνε. Κοντά του στέκονταν λίγοι άντρες κι έκαναν τους ψάλτες.
Νίκος Κοσμόπουλος
Ὁ Γιάννης εἶναι ναρκομανής. Ἡ ἐξάρτησή του ἀπό τά ναρκωτικά ἀπόλυτη… Ὅ, τι εἶχε καί δέν εἶχε τά πούλησε, γιά νά παίρνει τίς δόσεις του… Καί τώρα ζητιανεύει στά φανάρια, γιά νά ζήσει…
Κάποια μέρα συναντηθήκαμε σέ ἕνα ζαχαροπλαστεῖο. Ὁ Γιάννης μέτραγε ἀργά – ἀργά τά δεκάλεπτα πού εἶχε μαζέψει, προκειμένου νά πάρει ἕνα γλυκό…
Από το βιβλίο «Θυμήσου τα παλιά» του δάσκαλου Γ. Παγκράτη.
Ο Γιώργος ήταν ένα παιδί αγροτικής οικογένειας. Ζούσε με την οικογένειά του σ’ ένα χωριό της Γορτυνίας, το Σέρβου. Είναι χωριό με παράδοση στην τέχνη της πέτρας.
Έτσι οι άντρες, οι πατεράδες μας, έφευγαν για μαστοριά σχεδόν σ’ όλη την Πελοπόννησο και πίσω οι παππούδες με τη μητέρα κρατούσαν το σπίτι και μεγάλωναν τα παιδιά.
Μεσημέρι. Ρουτίνα. Μια απλή καθημερινή. Τα σπουδαία συμβαίνουν αλλού, όχι εδώ. Σ’ ένα συνηθισμένο σπίτι, μιας συνηθισμένης οικογενείας, σε μια συνηθισμένη ζωή.Τίποτα το ιδιαίτερο. Τίποτα το αξιοπρόσεκτο.
Ήσυχο το σπίτι, η μητέρα κατάκοπη με τις δουλειές, με το βλέμμα ανήσυχο, με την προσμονή μιας ανάπαυσης, να είναι μακριά από την δικαίωσή της. Νέα στο σώμα, γριά σχεδόν στην ψυχή.
Γρήγοροι οἱ ρυθμοί τῆς ζωῆς στήν πολύβουη πόλη. Σέ κάνουν νά συνηθίζεις νά περπατᾶς μέ βῆμα γοργό, ἀκόμα κι ὅταν δέν ἔχεις κανένα λόγο νά βιάζεσαι.
Ἔχεις πλησιάσει στή μικρή πλατεία. Σέ μιά ἄκρη τοῦ πεζοδρομίου ἕνας ἡλικιωμένος ἐπαίτης κρατᾶ ἕνα πλαστικό ποτηράκι στό χέρι. Περιμένει τόν ἐλεήμονα περαστικό.
Πρόσφατα σχόλια