You are currently browsing the category archive for the ‘μητέρα’ category.
Ο αδελφός μας μιλά για τον παππούλη και το πόσο τον βοήθησε όταν πριν από χρόνια ανήμερα της Μεταμορφώσεως παραλίγο να χάσει την ζωή του σε ατύχημα με την μηχανή ! Έχει αγάπη πολύ ο Γέροντας !
Εμένα μου άλλαξε την ζωή ! Γι αυτό θέλω να τον βλέπω και να μπαίνω κάτω απ το πετραχήλι του! Όποτε τα καταφέρνω έρχομαι ! Να γεμίσω τις μπαταρίες μου !
Ευτυχώς τα δάκρυα στέγνωσαν γρήγορα κοντά στη μαμά και στον μπαμπά. Και μ’ άρεσε η εκκλησία έτσι μικρή που ήταν. Ούτε χώριζε κανείς τούς άντρες από τις γυναίκες.
Κι ήταν γιομάτη γιαγιάδες και παππούδες, που άκουγαν ευχαριστημένοι τον παπά που έψελνε. Κοντά του στέκονταν λίγοι άντρες κι έκαναν τους ψάλτες.
Νίκος Κοσμόπουλος
Ὁ Γιάννης εἶναι ναρκομανής. Ἡ ἐξάρτησή του ἀπό τά ναρκωτικά ἀπόλυτη… Ὅ, τι εἶχε καί δέν εἶχε τά πούλησε, γιά νά παίρνει τίς δόσεις του… Καί τώρα ζητιανεύει στά φανάρια, γιά νά ζήσει…
Κάποια μέρα συναντηθήκαμε σέ ἕνα ζαχαροπλαστεῖο. Ὁ Γιάννης μέτραγε ἀργά – ἀργά τά δεκάλεπτα πού εἶχε μαζέψει, προκειμένου νά πάρει ἕνα γλυκό…
Μεσημέρι. Ρουτίνα. Μια απλή καθημερινή. Τα σπουδαία συμβαίνουν αλλού, όχι εδώ. Σ’ ένα συνηθισμένο σπίτι, μιας συνηθισμένης οικογενείας, σε μια συνηθισμένη ζωή.Τίποτα το ιδιαίτερο. Τίποτα το αξιοπρόσεκτο.
Ήσυχο το σπίτι, η μητέρα κατάκοπη με τις δουλειές, με το βλέμμα ανήσυχο, με την προσμονή μιας ανάπαυσης, να είναι μακριά από την δικαίωσή της. Νέα στο σώμα, γριά σχεδόν στην ψυχή.
της Δέσποινας Φούκα–Ρεζέ
Ένα φθινόπωρο(1) οι γονείς μου άρχισαν τη σπορά του σταριού, από εκείνο το μακρινό χωράφι της Λαούς(2).
Ξεκίνησαν καμιά ώρα πρώτου φέξει, μπροστά το ζευγάρι(3), πίσω ο πατέρας σέρνοντας το μουλάρι φορτωμένο τ’ απαραίτητα. Δίπλα του η μάνα μου με την κοιλιά ως πέρα, ήταν ο μέρες της να γεννήσει κι είπαν να προλάβουν.
Αγίου Νικόλαου Βελιμίροβιτς
Ο γιος σας έπεσε με το αεροπλάνο και σκοτώθηκε. Γράφετε, πώς τώρα σκέπτεστε ένα μόνο πράγμα: «Ο γιος μου ζει;». Υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο, και ποιός μπορεί να μας βεβαιώσει γι’ αυτό;
Μεταφέρομαι στην ψυχή σας και συμπάσχω εντελώς με τον πόνος. Αλλά και πάλι με ξαφνιάζει η ερώτηση σας, πόσο δε μάλλον περισσότερο επειδή όλα τα λόγια σας αποπνέουν πίστη και ευλάβεια.
Ἡ ἔγκυος γυναίκα πλησίαζε στόν τοκετό. Ὅμως, δές, οἱ γιατροί, μετά ἀπό ἐπανειλημμένες ἐξετάσεις, πῆραν νά ἀνησυχοῦν.
Συσκέφτηκαν, τά εἶπαν, καί ὁ πρῶτος τους πλησίασε μέ σοβαρότητα καί καλωσύνη τήν ἔγκυο, καί ἄρχισε, σιγά-σιγά καί μαστορικά, νά τῆς λέει:
Παλιά η μάνα, η μάνα αγρότισσα, όταν πήγαινε στο χωράφι, έπαιρνε και τα παιδιά της μαζί γιατί δεν είχε που να τ’ αφήσει! Τα “φόρτωνε” στο γάιδαρο και ξεκινούσε!
Έπαιρνε ακόμα και το μωρό της -το στερνό!
Τότε οι γιαγιάδες, μάνες και πεθερές, ήταν κι αυτές νέες και είχανε δικές τους δουλειές στα χωράφια και δεν μπορούσαν να τα κοιτάξουν !
Ἕνα ἅγιο τέλος
Μιὰ ψυχὴ φρόντιζε πάντοτε νὰ ἔχη ἀδιάλειπτη τὴν μνήμη τοῦ θανάτου καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὴ νὰ μελετᾶ καὶ τὸν Παράδεισο.
Φρόντιζε νὰ κάνη κάθε μέρα ἐξέτασι τῆς συνειδήσεώς της καὶ ὅταν εὕρισκε ἐνοχές, πήγαινε εὐθὺς ἀμέσως καὶ τὶς τακτοποιοῦσε στὸν Πνευματικό.
του Λευτέρη Κορέλη
Σαράντα οκτώ ώρες κρατούσε το ταξίδι, συνήθως πεζοπορία. Κατά διαστήματα συναντούσαν χωριά, όπου είχαν στημένους χορούς με ψητά, κλαρίνα και πανηγύρια… Μ’ είχε ταμένο η μάνα μου. Κινδύνεψα να πεθάνω στη γέννα.
-Σώσε το παιδάκι ‘μ Παναγία μου, και θα ‘ρθουμε στη χάρη σου.
Και εκπλήρωσε το τάμα της. Ήταν ένα ταξίδι που έγινε το 1917. Και διηγούνταν η μάνα μου, που ίσως αυτό να ήταν και «το μόνον της ζωής της ταξίδιον»:
Πρόσφατα σχόλια