You are currently browsing the category archive for the ‘Λογοτεχνία’ category.
Νικόλαος Α. Κοντόπουλος
῾Η Ἁγία Σοφία εἱς τὴν Κωνσταντινούπολιν, δηλαδή ὁ ναός της Σοφίας του Θεοῦ, εἶναι ἡ μεγαλυτέρα καὶ ἡ πλέον φημισμένη ἐκκλησία, ποὺ οἰκοδόμησαν οἱ βυζαντινοὶ πρόγονοί μας.
Τὴν ἀνεγερσίν της τὴν ἥρχισεν, ὁ αὐτοκράτωρ ᾽Ιουστινιανὸς εἰς τὰ 532 μ.Χ. καὶ, διὰ νὰ ἀποπερατωθῆ, ἐχρειάσθησαν ἓξ ὁλόκληρα ἔτη, ἂν ἀφαιρέσῃ κανεὶς μόνον εἴκοσιν ἡμέρας.
“Μικρός πρίγκιπας” του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ
«Τα αστέρια δεν είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους. Γι’ αυτούς που ταξιδεύουν, τ’ αστέρια είναι οδηγοί. Γι’ άλλους δεν είναι παρά μόνο φωτάκια.
Γι’ άλλους, για τους σοφούς, είναι προβλήματα. Για κείνο τον επιχειρηματία, ήταν χρυσάφι. Μα όλα τα’ αστέρια είναι σιωπηλά. Εσύ θα έχεις αστέρια που δεν τα ‘χει κανείς…»
Μερόπη Ν. Σπυροπούλου,
Ὁμότιμη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ἕνα χειμωνιάτικο ἀπόγευμα θά πήγαινα νά μιλήσω σέ μία Σχολή Γονέων. Χάρηκα πολύ, ὅταν, στό αὐτοκίνητο τῆς φίλης πού πέρασε νά μέ πάρει, μέ προϋπάντησε καί ἡ δεκαπεντάχρονη κόρη της, ἡ Κατερίνα.
Εἶχα καιρό νά τή δῶ καί, ὅπως ἦταν φυσικό, οἱ διαπιστώσεις μου γιά τό πόσο εἶχε μεγαλώσει καί πόσο τῆς πήγαινε ἡ ὄμορφη μπλέ ζακέτα πού φοροῦσε, βγῆκαν αὐθόρμητα ἀπό τήν καρδιά μου καί ἔκαναν νά λάμψουν τά γλυκά γαλάζια μάτια της.
Μάνος Κοντολέων
Ήταν κάποτε ένας σπουργίτης που ήθελε να γνωρίσει το ουράνιο τόξο. Ήθελε να δει από κοντά τα χρώματά του.
«Είναι πολύ μακριά το ουράνιο τόξο!» του έλεγε η σοφή κουκουβάγια. «Κι εσύ, τόσο μικρούλης που είσαι, θα κουραστείς και θα μείνεις στα μισά του δρόμου!»
(Παύλος Νιρβάνας, Χριστός Ανέστη, Νέα Εστία, τεύχος 104, 15 Απριλίου 1931, σελ. 397-398).
Κάποτε -ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια- ποὺ μοὔτυχε νὰ κάνω Ἀνάσταση σὲ κάποιο ὀρεινὸ χωριὸ τῆς Ρούμελης, ἕνας γέρος χωριάτης, ὑψώνοντας τὴ λαμπριάτικη λαμπάδα του, σὰ χαιρετισμό, πρὸς τ᾿ ἀναστάσιμα ἄστρα, μοῦ εἶπε σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του:
-Ἡμέρεψαν ἀπόψε, παιδί μου, τὰ Οὐράνια.
Ευτυχώς τα δάκρυα στέγνωσαν γρήγορα κοντά στη μαμά και στον μπαμπά. Και μ’ άρεσε η εκκλησία έτσι μικρή που ήταν. Ούτε χώριζε κανείς τούς άντρες από τις γυναίκες.
Κι ήταν γιομάτη γιαγιάδες και παππούδες, που άκουγαν ευχαριστημένοι τον παπά που έψελνε. Κοντά του στέκονταν λίγοι άντρες κι έκαναν τους ψάλτες.
απόσπασμα από το πασχαλινό διήγημα του Γιώργου Γαλάτση
«Όλοι χρωστάμε κάπου ένα σ`αγαπώ και μια συγνώμη…»
Μενέλαος Λουντέμης
Πρόλογος
Η μέρα εκείνη δεν ήταν μία συνηθισμένη. Ήταν τό βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης. Ο Κωνσταντής -πρώην ναυτικός – έφυγε από τό καπηλειό πού σύχναζε καθημερινά και μία ακατανίκητη δύναμη τού άλλαξε όχι μόνον το σύνηθες δρομολόγιο για το σπίτι του αλλά και την μεταστροφή ολόκληρης της ζωής του.
Παλιά Ελλάδα, παλιά χρόνια
Ο Βασίλης Καραποστόλης θυμάται πώς κάποτε, σε μια άλλη Ελλάδα, οι άνθρωποι έδιωχναν τις μαύρες σκέψεις απ’ το τραπέζι τους κι άφηναν χώρο μόνο για τη χαρά. Ένα ευφρόσυνο μάθημα ζωής από το εξαίρετο –και πολύ διδακτικό– βιβλίο του «Η εποχή της όρεξης».
[…] Σε μια αυλή έξω από την οποία περνώ ετοιμάζεται τσιμπούσι. Όλα τα πρόσωπα είναι στραμμένα προς το τηγάνι που έρχεται από το εσωτερικό του σπιτιού, κρατημένο σαν κάνιστρο σε αρχαία πομπή από το χέρι της αρχιέρειας νοικοκυράς.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου «Ἅγιον ῎Ορος»
῾Η μικρὴ καὶ δύσκολη αὐτὴ σκάλα εἶναι ἡ μοναδικὴ στὸ ῎Ορος. ᾽Εδῶ ἀράζει τὸ πλοῖο, ἄν τὸ ἀφήση ὁ νοτιὰς νὰ σταθῆ.
Οὶ ἀνυπόμονοι κι οἱ φίλοι τῆς περιπέτειας ἐπιχειροῦν κάποτε νὰ κάμουν μὲ βάρκα τὸ γύρο τοῦ ῎Ορους γιὰ νὰ φτάσουν σύντομα στὰ δυτικὰ μοναστήρια, κινδυνεύουν ὅμως νὰ κομματιαστοῦν στοὺς κάβους καὶ ξαναγυρίζουν στὴ Δάφνη.
Σεπτέμβρης του 1943, μετά τη μάχη της Σύμης, όπου αποδεκατίστηκαν οι Γερμανοί, οι καταχτητές ήρθαν αποφασισμένοι να σβήσουν την επαναστατημένη Βιάννο.
Με την απίστευτη βαρβαρότητα που επέδειξαν, τις ομαδικές εκτελέσεις, τις λεηλασίες, το κάψιμο και την ανατίναξη των σπιτιών, που δεν άφησαν πέτρα πάνω στην πέτρα, πίστευαν πως είχαν σβήσει και τον παραμικρό θύλακο αντίστασης και είχαν αποκόψει τους Βιαννίτες από τους αντάρτες, κάτι που δεν έγινε, γιατί και πάλι η Βιάννος στήριξε το αντάρτικο.
Πρόσφατα σχόλια