Από το βιβλίο «Θυμήσου τα παλιά» του δάσκαλου Γ. Παγκράτη.
Ο Γιώργος ήταν ένα παιδί αγροτικής οικογένειας. Ζούσε με την οικογένειά του σ’ ένα χωριό της Γορτυνίας, το Σέρβου. Είναι χωριό με παράδοση στην τέχνη της πέτρας.
Έτσι οι άντρες, οι πατεράδες μας, έφευγαν για μαστοριά σχεδόν σ’ όλη την Πελοπόννησο και πίσω οι παππούδες με τη μητέρα κρατούσαν το σπίτι και μεγάλωναν τα παιδιά.
Η ζωή κυλούσε ήρεμα. Ήταν αρχές του Μάρτη του 1962. Ο πατέρας έλειπε στη μαστοριά να βγάλει το μεροκάματο. Χάλασε ξαφνικά ο καιρός, έπιασαν κρύα και βροχές κι ο Γιώργος αρρώστησε με υψηλό πυρετό.
Τι να κάνει ο παππούς με τη μητέρα, έφεραν τον αγροτικό γιατρό. Ο γιατρός εξέτασε το Γιώργο και διέγνωσε μαγουλάδες.
Έγραψε τα κατάλληλα φάρμακα, έδωσε τις απαραίτητες συστάσεις να φυλαχτεί από το κρύο, να τρώει καλά και να πίνει πολύ γάλα, που μάλιστα το τόνισε ιδιαίτερα, και πριν μας χαιρετίσει μας βεβαίωσε ότι όλα θα πάνε καλά και ότι ο Γιώργος θα αναρρώσει.
Έφυγε ο γιατρός και αμέσως άρχισε η γκρίνια του Γιώργου και το δράμα για τους μεγάλους. Ο Γιώργος έβαλε τις φωνές.
Δεν το πίνω το αγοραστό γάλα, δεν πίνω γάλα βλάχας, ούτε κανένα άλλο του κουτιού. Εγώ πίνω γάλα μόνο από γίδες.
Βρέθηκαν σε δύσκολη θέση ο παππούς με τη μητέρα. Που να βρουν γάλα γιδίσιο αφού οι κατσίκες δεν είχαν γεννήσει ακόμα. Το βραδάκι όμως ξαφνικά δόθηκε λύση αναπάντεχη.
Και να πως:
Ήρθε στο σπίτι να ιδεί το Γιώργο η κυρά- Ελπινίκη. Κάθισε κοντά του, τον ρώτησε πως πάει η υγεία του και του ευχήθηκε περαστικά.
Συζήτησε με τους μεγάλους για διάφορα θέματα, ήρθε όμως και η κουβέντα για το πρόβλημα του Γιώργου που δεν ήθελε να πιει αγοραστό γάλα μιας και δεν υπήρχε κατσικίσιο στο σπίτι.
Η κυρά-Ελπινίκη χαμογέλασε και του απάντησε αμέσως.
Γι’ αυτό στενοχωριέσαι καημένε; Θα σου στέλνω καθημερινά εγώ γάλα γιατί γέννησε η γίδα μας η λιάρα και τώρα τα κατσικίσια είναι μικρά, της περισσεύει. Έτσι μη σε νοιάζει καθόλου.
Από αύριο, πρωί και βράδυ θα αρμέγω τη γίδα και θα σου στέλνω μια κούπα να πίνεις για να πίνεις πιο γρήγορα καλά.
Αυτά είπε η κυρά – Ελπινίκη, κάθισε λίγο ακόμα, ευχήθηκε περαστικά στο Γιώργο είπε καληνύχτα σε όλους και γυρίζοντας να φύγει, έκανε νόημα στη μητέρα ότι κάτι θέλει να της πει.
Φυσικά η μητέρα την έβγαλε στην πόρτα και περίμενε ν’ ακούσει τι θα της έλεγε η κυρά Ελπινίκη. Αμέσως εκείνη άρχισε.
Άκουσε κυρά- Μαρία να σου πω. Στείλε το μεγάλο σου παιδί να πάει στο μαγαζί και ν’ αγοράσει γάλα του κουτιού να πιει το παιδί. Είμαι σίγουρη ότι ο Γιώργος δε θα
το καταλάβει.
Όσο για μένα θα ήθελα να σου στείλω γάλα, αλλά δεν έχω η καημένη αφού η δική μου γίδα είναι γκαστρωμένη ακόμα και θα γεννήσει σ’ ένα μήνα. Καληνύχτα σου και περαστικά στο παιδί είπε φεύγοντας.
Αμέσως η μητέρα φώναξε κρυφά τ’ άλλο παιδί και το έστειλε ν’ αγοράσει γάλα του κουτιού, γάλα βλάχας που μ’ αυτό έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές.
Πραγματικά το παιδί αγόρασε όχι ένα αλλά αρκετά κουτιά γάλα και η κυρά- Μαρία τα έκρυψε σε ασφαλές μέρος να μην ιδεί ο Γιώργος.
Έτσι το άλλο πρωί και βράδυ έφευγε για λίγο απ’ το σπίτι και πήγαινε να φέρει το γιδίσιο γάλα της γειτόνισσας για να πιει το άρρωστο παιδί της που το έβρισκε νόστιμο και του άρεσε πάρα πολύ.
Πέρασε σχεδόν μια εβδομάδα, ο Γιώργος βελτιώθηκε πολύ. Η κυρά– Ελπινίκη πήγαινε συνέχεια να ιδεί το Γιώργο και ένα βράδυ προς το τέλος της ανάρρωσης πονηρή καθώς ήταν έφερε πάλι την κουβέντα στο γάλα που του έστελνε.
-Δε μου λες Γιώργο, τον ρώτησε. Σου άρεσε το γάλα της γίδας μου της σιούτας;
-Να ‘σαι καλά θεια- Ελπινίκη, είπε ο Γιώργος, και σ’ ευχαριστώ πολύ.
-Που να το ήξερες Γιωργάκη ότι σου την έφερα γιατί το γάλα που σου έστελνα δεν ήταν της κατσίκας μου, όπως σου είχα πει, αλλά αγοραστό αφού η γίδα μου δεν έχει γεννήσει ακόμα.
Ο Γιώργος έμεινε έκθαμβος, πήγε να θυμώσει μα ξαφνικά το πρόσωπό του χαμογέλασε και απάντησε στην κυρά- Ελπινίκη.
-Καλά μου έκανες θεία- Ελπινίκη και σε ευχαριστώ ακόμα μια φορά, γιατί μου έκανες όχι μόνο ένα καλό αλά δυο.
-Πρώτα-πρώτα μ’ έκανες να πιω γάλα όταν ήμουν άρρωστος και δεύτερον να μάθω ν’ ακούω τους μεγαλύτερους και μάλιστα τη μητέρα μου, που μου έλεγε να πιω γάλα αγοραστό γιατί είναι το ίδιο..
Έτσι χαρά κι ευτυχία απλώθηκε στο δωμάτιο του σπιτιού και όλοι χορτάσαμε γέλιο με το πάθημα του μικρού Γιώργου αλλά και την πονηριά της καλόκαρδης κυρά- Ελπινίκης.
Αντιγραφή το «σπιτάκι της Μέλιας»
Aρτοζήνος
Έτος 41ο – Αριθμός φύλλου 205 – Iανουάριος – Φεβρουάριος – Μάρτιος 2017
Έκδοση του Συλλόγου Σερβέων Αρκαδίας «Η Κοίμηση της Θεοτόκου»
Εικόνα: «Πίνοντας γάλα» έργο της Mary Cassatt από: fineartamerica
2 Σχόλια
Comments feed for this article
21 Ιανουαρίου, 2023 στις 7:18 μμ
Ευαγγελια?Ευαγγελια
Με πόσες τέτοιες καλοπροαίρετες ….πονηριές μεγαλωσαμε καλή μου Μέλια!.Οι καλοί μας γονείς εύρισκαν τρόπους να μας βοηθήσουν .Μας τα διηγούνταν σαν μεγαλωσαμε και τότε καταλαβαίναμε την άνευ όρων αγάπη τους και στοργή τους.
Καλό σου βράδυ Μέλια μου και ευχαριστούμε κάθε φορά που μας ….γυρίζεις στα παλιά..
Ευαγγελία.
22 Ιανουαρίου, 2023 στις 8:42 μμ
Μέλια
Σε ευχαριστώ πολύ καλή μου Ευαγγελία, να έχεις την υγειά σου!
Καλό σου βράδυ..