της Δέσποινας Φούκα–Ρεζέ
Ένα φθινόπωρο(1) οι γονείς μου άρχισαν τη σπορά του σταριού, από εκείνο το μακρινό χωράφι της Λαούς(2).
Ξεκίνησαν καμιά ώρα πρώτου φέξει, μπροστά το ζευγάρι(3), πίσω ο πατέρας σέρνοντας το μουλάρι φορτωμένο τ’ απαραίτητα. Δίπλα του η μάνα μου με την κοιλιά ως πέρα, ήταν ο μέρες της να γεννήσει κι είπαν να προλάβουν.
Τις δυο μέρες δούλεψα καλά, την τρίτη κρέμασαν σύννεφα κι άρχισε να ψιλοβρέχει. Φόρεσαν ότι είχαν, έβαλαν κι από ένα τσουβάλι κατσούλα στο κεφάλι και συνέχιζαν. «Μπόρα είναι θα περάσει», είπαν.
Ο πατέρας με το ζευγάρι, η μάνα με τη σκεπαρνιά όσο μπορούσε. Η βροχή αντί να σταματήσει δυνάμωνε, το χώμα λάσπωνε, τα πόδια δεν ξεκόλλαγαν, το ζευγάρι δεν τράβαγε και αναγκάστηκαν να ξεζέψουν και να πάνε στη ταράτσα να στρεχιάσουν.
Δεν είχαν κάνει συντήρηση και τα νερά έσταζαν μέσα και μούσκεψαν τα πράγματα τους, οι ίδιοι μούσκεμα ως το κόκαλο. Ο καιρός χειροτέρεψε, άστραψε και βρόνταγε, έριχνε με το τσουκάλι.
Πυκνή αντάρα τους τύλιξε δεν έβλεπαν πέρα απ’ τα πέντε μέτρα. Οι γελάδες και το μουλάρι βρεγμένα, τρομαγμένα και νηστικά, έχωναν τα κεφάλια τους μέσα την ταράτσα ζητώντας προστασία.
Τη μάνα μου την έζωσαν οι πόνοι στη μέση και την κοιλιά, που να ακουμπήσει και που να σταθεί… Είχε παγώσει. Ο πατέρας τα ‘χε χαμένα. Αδέξιος και ασυνήθιστος από τέτοιες καταστάσεις, στην ξενιτιά μεγάλωσε.
Το μάτι της μάνας έπεσε σε κάτι στεγνά ξυλάκια στη γωνιά. Ανακουφίστηκε. Έκανε νεύμα στον πατέρα μου κι άναψε φωτιά, έφερναν γύρω-γύρω και τα ρούχα άχνιζαν πάνω τους, σα να ‘βγαινε καπνός.
Στέγνωσαν τα τσουράπια, έτριψαν τις λάσπες, τα ξαναφόρεσαν κι έδεσαν σφιχτά στα πόδια τους τα γουρνοτσάρουχα. Οι πόνοι της μάνας καλμάρισαν απ’ τη ζέστα, έβαλαν στο στόμα τους μια χαψιά ψωμί, συνήλθαν.
Οι ώρες περνούσαν, τα ξύλα κάηκαν, φωτιά χαμήλωσε. Οι γονείς μου κοιτάζονταν στα μάτια με απόγνωση.
– Τι θα κανουμ’ Θανάση;
– Τι θα κάνουμ’ Αγγελική; Αν ξενυχτήσουμε εδώ τα πράματα θα ψοφήσουν όλη τη νύχτα στη βροχή κι αν πέσει λύκος στο σκοτάδι αλίμονό μας. Σ’ αυτά κρέμεται η ζωή μας.
– Και τούτοι οι πόνοι, έλεγε η μάνα.
– Νύχτα μες την ερημιά, συμπλήρωνε ο πατέρας.
Στα μακρινά σπιτάκια των Μποτσαίων λάλαγαν κοκόρια, προμήνυμα αλλαγής καιρού. Ανακουφίστηκαν. Η βροχή άρχισε να κοπάζει και οι αντάρες τραβιόνταν.
Βγήκαν από την ταράτσα, υπολόγισαν μια-δυο ώρες μέρα. Αποφάσισαν να φύγουν, να προλάβουν να βγουν απ’ τον λόγγο και την ανηφόρα προτού σκοτεινιάσει.
Κουκουλώθηκαν, σαλάιξαν τα πράματα στη στράτα, ξεκίνησαν και «ο θεός βοηθός», είπε η μάνα κάνοντας το σταυρό της. Τα γουρνοτσάρουχα γλίστραγαν στη λάσπη και την ανηφόρα κι αντί μπροστά πήγαιναν πίσω.
Ο πατέρας τράβαγε τη μάνα απ’ το χέρι, γλιστρώντας και πέφτοντας ποτ’ ο ένας ποτ’ ο άλλος. Πιάνονταν απ’ τις ουρές των ζώων, απ’ τους φράχτες και τα χαμόκλαρα, μπήχνοντας τα ματσούκια τους στη γη.
Για να ‘μπαινε καβάλα στο μουλάρι, η μάνα, ούτε χώραγε στο σαμάρι, ούτε ήταν λογικό γιατί κι αυτό γλίστραγε, αν την έριχνε θα χάνονταν δυο ζωές.
Ο δρόμος δεν χτούραγε, η ώρα περνούσε, η βροχή συνέχιζε, η αντάρα κι ο λόγγος τους τύλιξαν στο σκοτάδι. Άναψαν το λαδοφάναρο, ο αέρας το ‘σβηνε κι όλο το άναβαν.
Κάποτε βγήκαν στον αι Θόδωρο. Αγνάντεψαν το χωριό, δεν φώτιζε παράθυρο, ποιος ξέρει τι ώρα να ‘ταν! Πήρανε τον κατήφορο και νόμιζαν καλύτερα.
Μα όχι η μάνα, νόμιζε ότι θα τις πέσει η κοιλιά, την κρατούσε με τα δυο της χέρια. Οι πόνοι αβάσταχτοι, έσφιγγε τα δόντια, δάγκωνε τα χείλη. Ο πατέρας πάντα δίπλα, αμίλητες σκιές μέσα στο σκοτάδι, σαν φαντάσματα.
Σαν έφτασαν στο σπίτι, ο πατέρας έτρεξε στην κάτω γειτονιά κι έφερε τη γριούλα μαμή. Όταν είδε την γκαστρωμένη τρόμαξε.
Ξύπνησε κι η γιαγιά Γιαννούλα, άναψαν φωτιά, της έβγαλαν τα βρεγμένα ρούχα που έσταζαν νερό, έστρωσαν δίπλα στο τζάκι, την ξάπλωσαν και την γύριζαν σαν αρνί στη σούβλα να ζεσταθεί από παντού.
Ήταν παγωμένη και σπάραζε απ’ τους πόνους.
Το παιδί είχε πέσει χαμηλά, η έγκυος εξαντλημένη δεν έκανε καμιά προσπάθεια, και το χειρότερο, η γιαγιά μαμή (πρακτική), διαπίστωσε πως το παιδί έρχονταν ανάποδα, με τα πόδια αντί με το κεφάλι.
Σήκωσαν την έγκυο όρθια, ο πατέρας την κρατούσε απ’ τις μασχάλες κι η μαμή γονατιστή πάλευε να γυρίσει το παιδί, πράγμα αδύνατο.
Βγήκαν τα ποδαράκια, σιγά-σιγά γλίστρησε το κορμάκι, μετά τίποτα, κρέμονταν απ’ το λαιμό. Έξω μαύρα μεσάνυχτα, άστραφτε και βρόνταγε κι ο αέρας μούγκριζε.
Κατ’ απ’ το λιγοστό φως του λυχναριού, ανθρώπινες σκιές χλωμές σαν το κερί, πάλευαν να σώσουν μάνα και παιδί που χαροπάλευαν.
Η δόλια μάνα, μάζεψε τις τελευταίες της δυνάμεις να βγάλει το κεφαλάκι του μωρού που κινδύνευε να πνιγεί… Δυστυχώς, το κορμάκι έπεσε χωρίς το κεφάλι. Το παιδάκι χάθηκε μα κι η μάνα κινδύνευσε.
– Τα παιδάκια μου θα μείνουν ορφανά, είπε και σωριάστηκε στο πάτωμα.
Η γριούλα μαμή που είχαν δει πολλά τα μάτια της, δεν τα έχασε.
– Τρέξτε, φέρτε την καναβδιά, φώναξε.
Δώδεκα οριές χοντρό σκοινί που φόρτωναν το μουλάρι.
Σήκωσαν όρθια τη μάνα, τύλιξαν γρήγορα και σφιχτά το σκοινί, από πάνω προς τα κάτω, σ’ όλη τη κοιλιά της δίνοντας της συγχρόνως μια μεγάλη μπουκάλα να φυσάει μέσα, με όλη της τη δύναμη.
Το κεφαλάκι του μωρού πετάχτηκε κι έπεσε κάτω σαν μπαλίτσα. Χίλια και άλλα εύγε στη γριούλα μαμή. Οι γυναίκες απ’ την ώρα που έμεναν έγκυες, έβαζαν το ένα πόδι στον τάφο, έλεγαν.
———————-
- Όπως η ίδια αφηγούνταν αυτό συνέβηκε το 1915
- Λαού. Περιοχή στα ανατολικά της κορυφής του Αι Θόδωρου.
- Ζευγάρι λέγονταν τα δυο ζώα που τραβούσαν το άροτρο με το οποίο όργωναν τα χωράφια.
Πηγή: Γκαρδικιώτικες κουβέντες
Εικόνα: έργο του Επαμεινώνδα Θωμόπουλου από: paletaart – Χρώμα & Φώς
1 Σχολιο
Comments feed for this article
5 Νοεμβρίου, 2022 στις 9:12 μμ
oetrange
Συγκλονιστικό διήγημα.