Το Κάτω Κλήμα καί ο ναός των Αγ. Αναργύρων (φωτ. 1971)

π. Κων. Ν. Καλλιανός

Αὐτὲς οἱ θερινὲς οἱ ὧρες ποὺ εἰσοδεύουν τὸν Ἰούλιο στὴ ζωή μας, διακρατοῦν μιὰ κατάνυξη καὶ μιὰ νοσταλγία ἀπερίγραπτη, καθὼς εἶναι ταυτισμένες μὲ τὴν πανήγυρι τῶν Ἀγίων Ἀναργύρων, τῶν Ἁγίων δηλαδὴ ποὺ εἶχε ὠς προστάτες του τὸ παλιό μας τὸ χωριό.

Καθώς, λοιπόν, ἡ μέρα παραχωρεῖ σιγά- σιγὰ τὸν τόπο της στὴ Νύχτα, τὴν ἐράσμια καὶ θεϊκὴ Νύχτα τὴ θερινή, ἀπό μακρυὰ νομίζεις ὄτι ἀκοῦς σήμαντρα χαρμόσυνα νὰ καλοῦν τοὺς πιστοὺς στὴν Πανήγυρη.

Κι ὔστερα θαρρεῖς ὄτι ξαναβλέπεις τὴ χορεία ἐκείνη τῶν συγχωριανῶν σου νὰ κινοῦν γιὰ τὴν ἐκκλησιά, ἐκείνη τὴν παλιά μας τὴν ἐκκλησιὰ τὴ χωνεμένη μέσα στὸ σύθαμπο καὶ τὸ λιτό της τὸ στολισμό.

Ὄχι, δὲν ὐπῆρχε τότε ἡ σημερινὴ ἡ ἔπαρση μὲ τὰ πολλὰ καὶ ποικίλων χρωματισμῶν ἠλεκτρικά, μὴτε παραποιοῦνταν οἱ φωνὲς τῶν ψαλτῶν καὶ τοῦ ἀπλοῦ τοῦ ἰερέα μὲ τά σύγχρονα μέσα τῶν ἠχητικῶν ἐγκαταστάσεων, γιὰ νὰ ταΐζεται κι ἄλλο ὁ ναρκισσισμός, ὁ φαρισαϊσμὸς καὶ τὀ ἴδιον θέλημα.

Στὰ πάντα καὶ τὰ πάντα ἦταν φυσικὰ καὶ βγαλμένα ὅλα ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Τὸ λάδι, τὸ κρασί, τὸ πρόσφορο, τὸ κερί… Ὅλα ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων: φυσικὰ καὶ γνήσια. Ὅπως γνήσια ἦταν ἡ πίστη τῶν πατέρων μας κι ὄχι νοθευμένη, ὅπως τὸ νᾶμμα μὲ τὰ συντηρητικά…

Αὐτὰ ἀναλογίζομαι ἀπόψε. Καὶ δὲ σκέφτομαι αὐτὰ ποὺ πέρασαν. Σκέφτομαι αὐτὰ ποὺ ζοῦμε καὶ εἶναι τόσο μακρυὰ ἀπό τὸ δρόμο τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς προσφορᾶς.

Γιατὶ σήμερα, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ εἰκόνα κι ἡ προβολὴ τοῦ λεγόμενου, μὲ τὸν ξενικὸ τρόπο, image καὶ δὴ τοῦ δικοῦ μας, ὅλα μοιάζουν νὰ χαροπαλεύουν μέσα μας, γιατὶ ὁ σκοπὸς δὲν εἶναι νὰ διδάξουμε καὶ νὰ νουθετήσουμε ἀλλὰ ν’ αὐτοπροβληθοῦμε.

Κι ἄν ἀναπολῶ ἐκεῖνες τὶς πανηγύρεις εἶναι,  γιατὶ θυμᾶμαι,  πὼς ὅλους ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους λίγο τοὺς ἔνοιαζε νὰ «φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις». Ἐκεῖνοι ζοῦσαν τὸ πανηγύρι τους μὲ μιὰ μεγαλοπρέπεια καὶ βαθειὰ συναίσθηση.

Ἤξεραν ὅτι τὴ μέρα αὐτὴ θὰ ὑπῆρχε κατάπαυσις ἀπό πάντων τῶν ἔργων, θὰ στρώνονταν γιορτινὸ τραπέζι, θὰ ἑτοιμάζονταν τὸ καλὸ τὸ φαΐ, θὰ πήγαιναν στοὺς συγγενεῖς καὶ γνωστοὺς νὰ εὐχηθοῦν, μὲ λίγα λόγια ἡ μέρα αὐτὴ ἦταν ἱερή, γιατὶ ἔκοβε τὸ σκληρὸ τὸ χρόνο τῆς ἀδυσώπητης καθημερινότητας καὶ στάλαζε στὶς ψυχὲς δρόσο ἁγιοπνευματικὴ καὶ ἐλπίδα…

Πᾶνε πενήντα τόσα χρόνια… Κι ἀκόμα οἱ στιγμὲς ἐκεῖνες εἶναι σὰ νὰ ἔγιναν χθές…

Εὐγνωμονῶ τὸν Κύριο ποὺ μοῦ χαρίζει ἀκόμα αὐτὴ τὴ δυνατότητα νὰ ἐπιστρέφω καὶ τὴν εὐλογία νὰ  ξαναζῶ  περιούσιες ὦρες, ὅπως ἐκεῖνες τοῦ εἰσοδικοῦ τοῦ Ἰουλίου μὲ την σεπτὴ τὴ Μνήμη τῶν Ἀγ. Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ…

Σκοπέλος, 30 Ἰουνίου 2013

Πηγή: Ημερολόγιο Αποδημίας

το «σπιτάκι της Μέλιας»