Τό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στό Θωρηκτό Ἀβέρωφ

Ν.Α.Κοντόπουλος – Ἡ χαρτοσακκούλα 

Ἄγιον χῶμα

Εἶναι Μεγάλη Ἑβδομὰς τοῦ 1941 καὶ οἱ Γερμανοὶ σπεύδουν πρὸς τὴν πρωτεύουσαν.  Εἰς τὸν Ναύσταθμον τῆς Σαλαμῖνος ἐπικρατεῖ ἡσυχία καὶ μόνον ὁ ρόχθος τῶν κυμάτων ἀκούεται.

Τὰ πολεμικά μας τὸν ἐγκατέλειψαν καὶ ἔχουν ἀναχθῆ μακρὰν εἰς τὸ ἀνοικτὸν πέλαγος, διὰ νὰ ἀποφύγουν νὰ δώσουν συγκεντρωμένον στόχον εἰς τὰς καθέτους ἐφορμήσεις τῶν γερμανικῶν «Στούκας», τὰ ὁποῖα βομβαρδίζουν, χωρὶς διακοπήν, κάθε πλοῖον καὶ κάθε συγκέντρωσιν.

Ὁ σκοπός των εἶναι ὄχι μόνον νὰ βυθίζουν τὰ πλοῖα, ἀλλὰ καὶ νὰ παραλύσουν κάθε ἐνέργειαν καὶ νὰ ἀνακόψουν τὸν ἀπόπλουν τοῦ στόλου διὰ τὴν Κρήτην ἢ τὴν Αἴγυπτον.

Καὶ ὅμως δὲν τὸ κατορθώνουν· διότι τὰ πλοῖα, μόλις ἑτοιμασθοῦν, ἀποπλέουν τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο μὲ ὅλον τὸ πλήρωμά των, διὰ νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγῶνα τῆς πατρίδος.

Εἶναι βεβαίως πληγωμένη ἡ Ἑλλὰς θανασίμως ἀπὸ τὰς δύο αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ δὲν ἀπέθανε. Ζοῦν, διὰ νὰ ἐπουλώσουν τὰς πληγάς της καὶ νὰ τῆς ἀποδώσουν τὴν ἐλευθερίαν της, οἱ Ἕλληνες, αἱ Ἑλληνίδες, τὰ Ἑλληνόπουλα.

Ἀλλὰ ἂν τὰ ἄλλα πολεμικὰ ἔχουν ἀναχθῆ εἰς τὰ ἀνοικτὰ νερά, ἐν τούτοις παραμένει ἀκόμη εἰς τὸν Ναύσταθμον ὁ «Ἀβέρωφ» , ὁ θρυλικὸς «γέρος», ἀτάραχος.

Αἱ ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρικῶν ἀεροπλάνων δὲν τὸν τρομάζουν καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ μετρηθῇ μαζί των ὡς γηραιός, ἀλλὰ ἐξηγριωμένος λέων, κατὰ πλήθους τίγρεων, αἱ ὁποῖαι τοῦ ἐπιτίθενται.

Θὰ παλαίσῃ καὶ θὰ νικήση ἢ θ’ ἀφήσῃ τὸν τελευταῖον βρυχηθμὸν ἑπὶ τοῦ πεδίου τῆς μάχης. Καὶ τώρα εὑρίσκεται ὑπὸ ἀτμὸν ἀναμένων τὸν κυβερνήτην του, ὁ ὁποῖος ἀνῆλθεν εἰς τὰς Ἀθήνας, διὰ νὰ λάβῃ διαταγάς.

Εἷς ἀνθυποπλοίαρχος τοῦ πληρώματος τοῦ «Ἀβέρωφ» ὁ ὁποῖος εἶχε καθυστερήσει εἰς τὰς Ἀθήνας, διὰ νὰ ἀποχαιρετήσῃ τὴν οἰκογένειάν του, πλησιάζει βιαστικός, εἰς μίαν στιγμήν, τὸ θωρηκτὸν μὲ μίαν μικρὰν λέμβον προερχόμενος ἀπὸ τὴν ἀπέναντι ὰκτήν.

―Γειά σου, Γιώργη, καὶ καλὴ ἀντάμωση· εἶπεν εἰς τὸν λεμβοῦχον· καὶ ἐπήδησε γρήγορος γρήγορος εἰς τὴν κλίμακα τοῦ πλοίου κρατῶν εἰς τὴν χεῖρα μίαν χαρτοσακκούλαν.

―Γειά σου, καπετάνιο, καὶ γρήγορα νὰ μᾶς φέρετε τὴν Ἐλευθερία! εἶπε καὶ αὐτὸς καὶ ἀπεμακρύνθη.

Ὅταν ἀνέβη ὁ ἀνθυποπλοίαρχος, ὁ άξιωματικὸς τῆς ὑπηρεσίας τὸν ἠρώτησε:

―Τί καλὰ μᾶς φέρνεις στὴ σακκούλα;

―Χῶμα!

―Χῶμα; Καὶ τί τὸ θέλεις;

―Ναί, χῶμα!, Τὸ ἐπῆρα ἀπὸ τὴν ἀπέναντι ἀκτήν, πρὶν πηδήαω εἰς τὴν βάρκαν. Θέλω νὰ μοῦ θυμίζῃ τὴν Ἑλλάδα, τοὺς δικούς μου, τὸ παιδί μου! Ἐκατάλαβες; ἀπήντησεν ὁ νεαρὸς ἀνθυποπλοίαρχος, ἐνῶ δάκρυα ἔβρεχον τὸ πρόσωπόν του.

―Ἄ, τώρα ἐνόησα! εἶπε συγκεκινημένος καὶ ὁ ἀξιωματικὸς τῆς ὑπηρεσίας.

Πράγματι ἡ μικρὰ χαρτοσακκούλα περιεῖχεν ὀλίγον χῶμα ἀπὸ τὴν ἐλευθέραν Ἀττικὴν γῆν, πρὶν τὴν μολύνουν μὲ τὰ πόδια των οἱ κατακτηταί. Ἦτο τιμημένον χῶμα ἀπὸ τὸ Αἱγάλεων, ποὺ ἤκουσεν ἄλλοτε τὸν παιᾶνα τῶν Σαλαμινομάχων.

Μετ’ ὀλίγον ἔφθασεν ὁ κυβερνήτης τοῦ «Αβέρωφ» καὶ ἐπληροφορήθη διὰ τὁ ἅγιον χῶμα τῆς πατρίδος.

―Ὡραῖα!! Θὰ εἶναι τὸ φυλακτόν μας, εἶπε, ποὺ θὰ μᾶς προστατεύῃ ἀπὸ τοὺς κινδύνους τοῦ πολέμου. Εἶναι ἡ ἁγία ψυχὴ τῆς Ἑλλάδος.

Καὶ διέταξε νὰ τὸ φυλάξουν πλησίον εἰς τὸ εἰκόνισμα τοῦ πλοίου.

Εἰς τὰ ξένα.

Ὁ σφριγηλὸς νικητὴς τῆς Ἕλλης, καὶ τώρα συνταξιοῦχος «γέρος», γίνεται νέος. Ὁ πόλεμος, νομίζει κανείς, τοῦ ἔδωσε νεανικὴν ὁρμήν. Φεύγει φανερὰ ἀψηφῶν τὰ Στούκας καὶ εἶναι ἕτοιμος μὲ τὰς ὁμοβροντίας τῶν ἀντιαεροπορικῶν πυροβόλων του νὰ πείσῃ τοὺς Γερμανοὺς πιλότους, ὅτι αὐτὸς δὲν ἀστειεύεται.

Ἡ ἕλιξ τοῦ πλοίου ἀναποδογυρίζει τὰ γαλανὰ νερὰ καὶ ὁ «Ἀβέρωφ » ἀφήνει ὀπίσω του τὴν δοξασμένην νῆσον. Τὰ μάτια ὅλων εἶναι βουρκωμένα.

―Σοῦ ἀφήνομε γειά, πατρίδα, μάνα μας! Μὴν πικραίνεσαι· θὰ ξαναρθοῦμε γρήγορα ἐλευθερωταί.

―Στὸ καλό, στὸ καλό! Μὲ τὴν εὐχή μου!!

Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν Αἴγυπτον, κυβερνήτης, ἀξιωματικοὶ καὶ πλήρωμα ἐνόμισαν, ὅτι τὸ χῶμα τοῦτο ἦτο πολὺ βαρὺ καὶ ὁ «Ἀβέρωφ» δὲν ἠδύνατο νὰ βαστάσῃ τὸ φορτίον του.

Τὸ παρέδωσαν λοιπὸν πρὸς φύλαξιν εἰς τὸν ἑλληνικὸν πατριαρχικὸν ναὸν τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ ἐτοποθετήθη μὲ εὐλάβειαν ὡς ἱερὸν κειμήλιον ἐπάνω εἰς τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν μέσα εἰς μίαν χρυσῆν λήκυθον.

Οἱ χρόνοι ἐπερνοῦσαν σκληροί.

Εἰς τὰς πόλεις, εἰς τὴν ὕπαιθρον, εἰς τὰ βουνά, εἰς τὴν ξενιτειάν, ὅλοι οἱ Ἕλληνες, καθεὶς μὲ τὴν δύναμίν του καὶ μὲ τὸν τρόπον του, εἰργάζοντο, προέβαινον εἰς δολιοφθορὰς ἢ ἐπολέμουν μὲ θάρρος καὶ μὲ ἐπιμονὴν μὲ ἕνα μόνον σκοπόν: Νὰ γίνουν αἱ σφῦραι, ποὺ θὰ ἔσπαζαν τὰ βάρβαρα δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχον ἁλυσοδέσει τὴν Ἑλλάδα οἱ τύραννοι.

Καὶ ὁ «Ἀβέρωφ» ἔκαμνε τὸ καθῆκον του· παρὰ τὰ γηρατεῖα του ηὐλάκωνε τοὺς ὠκεανοὺς καὶ τὰς θαλάσσας, ὑπερήφανος καὶ νέος, καταφρονῶν τὸν ἐχθρόν. Εἰργάζετο καὶ αὐτὸς νυχθημερόν, διὰ νὰ γίνουν αἱ ποθηταὶ σφῦραι.

Καὶ τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἦλθεν. Αἱ σφῦραι ἔγιναν καὶ αἱ ἁλύσεις ἔσπασαν. Τὸν Σεπτέμβριον τοῦ 1944 διετάχθη τὸ τιμημένον θωρηκτὸν νὰ εἶναι ἕτοιμον, διὰ νὰ πλεύσῃ εἰς τὴν ἐλευθέραν πλέον Ἑλλάδα.

Ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας μεταφέρει τώρα τὴν χρυσῆν λήκυθον μὲ τὸ ἑλληνικὸν χῶμα εἰς τὸν «Ἀβέρωφ».

Μὲ κατάνυξιν ἀνέπεμψεν ἐπὶ τοῦ πλοίου θερμὴν δέησιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἔπειτα τὸ παρέδωσε, διὰ νὰ ἐπανέλθῃ καὶ αὐτὸ τὸ ἐξόριστον εἰς τὴν ἀγκάλην τῆς στοργικῆς μητρικῆς γῆς.

Πλήρωμα, ἀξιωματικοὶ καὶ κυβερνήτης τὸ παραλαμβάνουν δακρυσμένοι. Τί συγκίνησις ἦτο ἐκείνη!!

Εἰς τοὺς χρόνους τῆς δουλείας ἡ ἐκκλησία ὑπῆρξε τὸ μόνον καταφύγιον τῶν Ἑλλήνων· ὁμοίως καὶ εἰς τοὺς ἰδικούς μας χρόνους τῆς σκλαβιᾶς ἡ ἐκκλησία τοῦ Αἰγυπτιώτου ἑλληνισμοῦ εἶχε φυλάξει μὲ στοργὴν τὸ ἄγιον χῶμα τῆς πατρίδος, ποὺ τῆς ἐνεπιστεύθησαν τὰ ἑλληνόπουλα.

Καὶ τώρα τὰ ἴδια ἑλληνόπουλα τὸ παραλαμβάνουν μὲ σεβασμὸν ἀπὸ τὰ εὐλογημένα χέρια της καὶ τὸ ἐπαναφέρουν εἰς τὴν ἐλευθέραν πλέον Ἑλλάδα.

Μὲ τὴν ἀκατανίκητον δύναμίν του καὶ τὴν εὐεργετικὴν εὐλογίαν του ἔσπασαν οἱ Ἕλληνες τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας..

Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»

Νεοελληνική Λογοτεχνία Ἐκτης Δημοτικοῦ
Γ. Καλαματιανοῦ Δ. Κοντογιάννη, Θ. Γιαννοπούλου, Θ. Μακρόπουλου, Ν. Κοντόπουλου
1952

Εἰκόνα ἀπὸ: archaiologia

τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»