Στην σημερινή εποχή και ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις, κλείνεται ο καθένας στο σπίτι του και στον εαυτό του και φροντίζει μόνο τα του οίκου του.

Δεν ξέρει καν τον διπλανό του, συνήθως αδιαφορεί γι’ αυτόν, εκτός κι αν τον ενοχλεί, και πολύ περισσότερο δεν τον βοηθάει, παρά μόνον σε μεγάλη ανάγκη.

Αυτό που λέμε κοινωνική συνοχή, δεν κινδυνεύει να χαθεί στους σημερινούς καιρούς της κρίσης και της αναταραχής. Έχει ήδη χαθεί απ’ τη στιγμή που τα μπορούμε όλα μόνοι μας, κλειστήκαμε στα καβούκια μας και δεν μοιραζόμαστε πράγματα με τους άλλους.

Δεν ήταν όμως πάντα έτσι, ιδιαίτερα στα χωριά. Αρκετές δεκαετίες πριν στα χρόνια του 1950 θυμάμαι ότι στο χωριό που πέρναγα μαζί με τη μάνα μου τα καλοκαίρια, νοιαζόταν ο ένας τον άλλο και όταν υπήρχε ανάγκη, τον βοηθούσε.


Οι δουλειές του καλοκαιριού ήσαν ο θέρος και ο τρύγος. Είναι γνωστή η λαϊκή ρήση «Θέρος, τρύγος πόλεμος», δηλαδή ο θέρος και ο τρύγος είναι ομαδική υπόθεση, σαν τον πόλεμο, που χρειάζονται πολλοί.

Και στον πόλεμο του θέρους, του αλωνίσματος και του τρύγου οι χωριανοί έδειχναν την αλληλεγγύη τους. Την μια μέρα η μία φιλική ή συγγενική οικογένεια βοηθούσε την άλλη στο θέρισμα, για να ανταποδώσει εκείνη στις επόμενες μέρες.

Και στο αλώνισμα φώναζαν τον Μπουζινεκόγιαννο που είχε τρία άλογα, έβαζαν και εκείνοι τα δικά τους και υπό την καθοδήγησή του αλώνιζαν τις θημωνιές. Σε άλλη ιστορία θα σας διηγηθώ και όλη τη διαδικασία του αλωνίσματος. Κάτι αντίστοιχο με το θερισμό γινόταν και στον τρύγο.

Οι μεν βοηθούσαν τη μέρα που είχαν συμφωνήσει τους δε, για να ανταποδώσουν εκείνοι σε λίγες μέρες. Και ο θέρος με τ’ αλώνισμα και ο τρύγος ήσαν δύσκολες δουλειές, αλλά είχαν και ένα πανηγυρικό χαρακτήρα, γιατί τότε έβλεπαν οι χωριανοί τους καρπούς της γης τους.

Αλλά η αλληλεγγύη δεν περιοριζόταν στον πόλεμο, δηλαδή τον ιερό και τον τρύγο. Ίσχυε και μεταξύ των νοικοκυρών στο χωριό.

Όταν η μία είχε να φτιάξει διασίδι για να υφάνει στον αργαλειό, την βοηθούσε η άλλη. Όταν ήθελε ν’ ανάψει τη φωτιά της, έπαιρνε ένα αναμμένο δαυλί απ’ τη φωτιά της γειτόνισσας.

Κι αν απορείτε γιατί δεν άναβε με τα σπίρτα, θα σας πω ότι ελάχιστοι είχαν σπίρτα στο χωριό εκείνη την εποχή.

Ακόμα θυμάμαι, ότι η Σερεντέλενα, που το σπίτι της ήταν ακριβώς απέναντι απ’ το δικό μας, παραχωρούσε για πολλά χρόνια τον φούρνο της για να φουρνίζει η μάνα μου, επειδή ο δικός μας είχε χαλάσει.

Κι η νοστιμιά απ’ ότι έφτιαχναν τα χεράκια της μάνας μου κι έψηνε ο φούρνος της Σερεντέλενας, δεν περιγράφεται. Και βέβαια πηγαινοερχόντουσαν τα κεράσματα και δυνάμωνε η κοινωνική συνοχή.

Ε.Α. Μάιος 2011

Πηγή: Μακρινή Δωρίδος

Εικόνα από: Pinterest

το «σπιτάκι της Μέλιας»