Ενας ἱερομόναχος σέ κάποιο Μοναστήρι πού εἶχε τό διακόνημα τοῦ κηπουροῦ καί ἔμενε στό σπιτάκι τοῦ κήπου, ἄκουγε κάθε νύχτα νά χτυπᾶ τό κουδούνι τῆς πόρτας τοῦ κήπου καί ξυπνοῦσε.
Στήν συνέχεια ἄκουγε βήματα νά κατεβαίνουν τά σκαλιά πρός τό ὑπόγειο καί ἔνιωθε κάποιον νά σκαλίζη τά ἐργαλεῖα καί τά φυτοφάρμακα.
Τόν ἄκουγε, ἀλλά καί νοερῶς τόν ἔβλεπε σάν μία σκιά. Αὐτό συνέβαινε κάθε νύχτα καί εἶχε μεγάλη στενοχώρια. Ὕστερα ἄρχιζε νά κουνιέται τό σπίτι σάν νά γινόταν σεισμός.
Ὅπως ἔμαθε ὕστερα, μόνο ἐκεῖ συνέβαινε, ἐνῶ στό Μοναστήρι ὅλα ἦταν ἥσυχα. Ὁ Ἡγούμενος τοῦ εἶπε νά κάνη Λειτουργίες καί Ἁγιασμούς, ἀλλά πάλι συνεχίζονταν τά ἴδια.
Ἐκεῖ στό σπίτι τοῦ κηπουροῦ προηγουμένως ἔμεναν ἐργάτες, ἔγιναν κάποια σκάνδαλα καί ὁ πειρασμός φαίνεται εἶχε δικαιώματα. Κατά θεία πρόνοια συνέβη νά ἀποκτήση ἐκεῖνο τόν καιρό Λειψανάκι τοῦ γερω–Ἰωσήφ τοῦ Σπηλαιώτου.
Μέ εὐλάβεια τό μετέφερε στόν κῆπο καί παρακάλεσε: «Θέλω νά μοῦ τό ἀποδείξης, γερω–Ἰωσήφ, ἄν ἔχης παρρησία στόν Θεό, διότι τόσο καιρό βασανίζομαι μέ τήν σκιά πού τήν βλέπω καί τήν ἀκούω, καί μέ τόν σεισμό».
Ἀπό τό πρῶτο βράδυ ἔπαψαν ὅλα. Ἀπό τότε βεβαιώθηκε ὁ κηπουρός ὅτι ὁ γερω–Ἰωσήφ ἔχει παρρησία στόν Θεό.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Σχολιάστε
Comments feed for this article