ξβ΄
Ιερομόναχος νέος πού ἀσκήτευε μόνος του, κάποτε πολεμήθηκε ἰσχυρῶς καί μή δυνάμενος νά ἀντέξη τόν σαρκικό πόλεμο ἀπεφάσισε νά βγῆ στόν κόσμο, νά ἀποβάλη τό Σχῆμα καί νά ζήση ἱκανοποιώντας τίς ἐπιθυμίες του.
Ἡ χρηστότητα καί ἡ εὐσπλαχνία ὅμως τοῦ Θεοῦ προνόησε τό ἑξῆς γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀδελφοῦ:
Ἐνῶ περίμενε κρυμμένος στήν Δάφνη μέχρι τήν ὥρα τῆς ἀναχωρήσεως γιά τόν κόσμο, ξαφνικά τόν ἀναζητοῦσε ἕνας ἄγνωστος Γέροντας πού πρώτη φορά τόν ἔβλεπε. Ἦταν πολύ ἡλικιωμένος, φοροῦσε παλαιά ράσα καί μονολογοῦσε:
«Ὁ παπᾶς, ποῦ εἶναι ὁ παπᾶς νά ἐξομολογηθῶ. Ἀκοῦς, παπᾶ μου, εἶμαι ὀγδόντα χρόνων καί πῶς μοῦ συνέβη ὁ πειρασμός σ᾿ αὐτή τήν ἡλικία;
Ἔκανα αὐτό καί αὐτό (ἐξομολόγηση) καί τή νύχτα δέν μπορῶ νά κοιμηθῶ. Ἀλλά, ὅ,τι καί ἄν συνέβη, δέν ἀπελπίζομαι. Ποτέ δέν ἀπελπίζομαι».
Τοῦ φίλησε τό χέρι, τοῦ εἶπε τό ὄνομά του καί ἔφυγε. Ὁ ἱερομόναχος σάστισε στήν ἀρχή, γιατί ὅσα τοῦ εἶπε ἦταν αὐτά πού συνέβησαν στόν ἴδιο καί κατάλαβε ὅτι ὁ Θεός τοῦ ἀπεκάλυψε τά δικά του καί τόν ἔστειλε γιά νά τόν διορθώση.
Ὅταν συνῆλθε ἀπό τήν ἔκπληξη, ἔψαξε νά βρῆ τό θεόπεμπτο γεροντάκι ἀλλά αὐτό εἶχε χαθῆ. Ρώτησε ποιός εἶναι ὁ τάδε, ἀλλά κανείς δέν τόν γνώριζε.
Ὅταν ὁ ἱερομόναχος ἐπέστρεψε στό Κελλί του μέ μεγάλη καί ὑπεράνθρωπη προσπάθεια, συνάντησε πρίν ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ Κελλιοῦ του πάνω στό μονοπάτι ἕνα τεράστιο φίδι, σάν αὐτά πού ἔχουν στά τσίρκα, καί μάλιστα χειμῶνα καιρό, ἀρχές Δεκεμβρίου.
Τέτοια φίδια δέν ὑπάρχουν στό Ἅγιον Ὄρος, καί ὁ ἀδελφός ἐννόησε ὅτι τό μεγάλο φίδι ἦταν ὁ διάβολος μεταμορφωμένος, ὁ ἀρχέκακος ὄφις, ὁ πλανῶν καί πειράζων τούς μοναχούς.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Σχολιάστε
Comments feed for this article