Γ. Δ. Κούβελας
Ἡ Γερμανία τοῦ Χίλτερ, ὅταν ἀποφάσισε νά ἐπιτεθεῖ ἐναντίον τῆς τότε Σοβιετικῆς Ἕνωσης, κατά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, βρέθηκε ξαφνικά μπροστά στό ψυχικό τεῖχος ὁλόκληρου τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ.
Παραμερίζοντας ἐκείνη τήν ὥρα οἱ Ρῶσοι ὅλα ὅσα ὑπέφεραν ἀπό τό τυραννικό καθεστώς τοῦ Στάλιν, πάλεψαν μέχρις ἐσχάτων κατά τοῦ ἀδίστακτου ἐπιδρομέα καί τόν ἀνάγκασαν, συνεργοῦντος καί τοῦ πολικοῦ χειμῶνα, νά ὑποχωρήσει ἡττημένος.
Οἱ ἀπώλειες καί στά δύο στρατόπεδα ὑπῆρξαν μεγάλες. Νεκροί καί τραυματίες.
Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό κι ἔχει μεγάλο ἐνδιαφέρον ἕνα γράμμα πού βρέθηκε στά ροῦχα κάποιου Ρώσου νεκροῦ. Ἕνα γράμμα πρός… τόν Θεό!
Τό εἶχε γράψει λίγες ὧρες πρίν ἀπό τή φονική μάχη. Τό περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς τό βρήκαμε δημοσιευμένο στό λαμπρό περιοδικό γιά φοιτητές καί ἐπιστήμονες ἡ Δράση μας.
Ἀλλά ἄς διαβάσουμε τί ἔγραφε ὁ Ρῶσος στρατιώτης, λίγο πρίν νά πέσει νεκρός, πολεμώντας γιά τήν πατρίδα του:
«Ἄκουσε, Θεέ. Ποτέ στή ζωή μου δέν μίλαγα μαζί Σου.
Σήμερα, ὅμως, θέλω νά ἀπευθυνθῶ σέ Σένα. Ξέρεις, ἀπό τά παιδικά μας χρόνια μᾶς ἔλεγαν ὅτι δέν ὑπάρχεις. Κι ἐγώ ὁ βλάκας τό πίστεψα.
Ποτέ δέν πρόσεξα γύρω τή δημιουργία Σου.
Ἀλλά σήμερα τή νύχτα, σηκώνοντας τά μάτια μου ἀπό τήν τρύπα στή γῆ πού ἄνοιξε μιά χειροβομβίδα, στόν οὐρανό μέ τά ἄστρα, κατάλαβα ξαφνικά, θαυμάζοντας τόν οὐράνιο θόλο, πόσο σκληρή μπορεῖ νά εἶναι ἡ ἀπάτη.
Δέν ξέρω, Θεέ μου, ἄν θά μοῦ δώσεις τό χέρι, ἀλλά ἐγώ θά Σοῦ μιλήσω κι Ἐσύ θά καταλάβεις. Δέν εἶναι περίεργο αὐτό; Ὅτι σ’ αὐτή τή φρικτή κόλαση τοῦ πολέμου ξαφνικά φανερώθηκε φῶς μπροστά μου κι ἐγώ γνώρισα Ἐσένα;
Τίποτε ἄλλο δέν ἔχω νά Σοῦ πῶ, μόνο πώς χαίρομαι πού γνώρισα Ἐσένα».
Καί συνεχίζει στό γράμμα του ὁ Ρῶσος στρατιώτης:
«Τά μεσάνυχτα κανόνισαν τήν ἐπίθεση, ἀλλά δέν τή φοβάμαι. Ἐσύ μᾶς βλέπεις … Τό σῆμα δόθηκε. Ξεκινᾶμε. Καί κάτι ἄλλο θέλω νά Σοῦ πῶ.
Ὅπως ξέρεις, ἡ μάχη θά εἶναι σκληρή, καί μπορεῖ αὐτή τή νύχτα νά χτυπήσω τή δική Σου πόρτα. Καί τότε Ἐσύ, ἀφοῦ δέν ἤμουν δικός Σου φίλος, θά ἐπιτρέψεις σ’ ἐμένα νά μπῶ;
Μοῦ φαίνεται πώς κλαίω. Θεέ μου, βλέπεις σήμερα τί ἔγινε μ’ έμένα; Εἶδα, ἄνοιξαν τά μάτια μου!
Χαῖρε, Θεέ μου, ξεκινάω καί μᾶλλον δέν θά γυρίσω πίσω. Παράξενο αὐτό, ἀλλά τώρα τόν χάρο δέν τόν φοβᾶμαι πιά».
Συγκινητικό, πράγματι, τό τελευταῖο γράμμα τοῦ Ρώσου στρατιώτη.
Παρά τό γεγονός ὅτι ἀπό τά παιδικά του χρόνια, ὅπως γράφει, τοῦ ἔλεγαν συνεχῶς, μέ τήν κρατική προπαγάνδα, πώς δέν ὑπάρχει Θεός καί ζοῦσε σ’ ἕνα περιβάλλον διωγμῶν κατά τῶν Χριστιανῶν καί τῆς Ἐκκλησίας, ἦρθε κάποια στιγμή, ἡ τελευταία τῆς ζωῆς του, κατά τήν ὁποία ἀνακαλύπτει τόν Θεό καί πιστεύει.
Μακάρι νά ὑπάρξει γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους μιά τέτοια στιγμή. Ἔστω καί ἡ τελευταία τῆς ζωῆς τους.
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ
Μηνιαῖο περιοδικό Ἑλληνορθόδοξης Μαρτυρίας
Χριστιανική Στέγη Καλαμάτας
Ἔτος 55o – Νοέμβριος 2021 – τεῦχος 563
Εἰκόνα ἀπὸ: reddit
1 Σχολιο
Comments feed for this article
2 Δεκεμβρίου, 2021 στις 7:32 πμ
ΚΕΡΑΣΙΑ Π.
Απέραντη η αγάπη του Θεού. Με θαυμαστούς τρόπους αποκαλύπτεται στη ζωή μας.