Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
…᾽Επάνω εἰς τὸν θαλασσόπληκτον βράχον, ὅπου τὰ κύματα φαίνονται νὰ τραγουδοῦν μυστηριῶδες νανούρισμα, ἐκεῖ ἄσπριζε ἀκόμη τότε τὸ παλαιὸν ἔρημο μοναστηράκι, προκῦπτον μέσα ἀπὸ τὴν βαθεῖαν χλόην, ἀνάμεσα εἰς τὰς πίτυς καὶ τὰς καστανέας, ὀλίγον ὑψηλότερα ἀπὸ τὴν ὡραίαν θαλασσίαν ἀγκάλην τοῦ Ἀσελήνου, ὅπου ἐβασίλευε γλυκά, σιγὰ ὁ ἥλιος, ὡς νὰ ἔκρυπτεν ὀλίγον κατ’ ὀλίγον τὰ χρυσᾶ καὶ στίλβοντα στολίδιά του μέσα εἰς τὸν θησαυρόν του.
Κι ὅταν ἡ μικρὴ καμπάνα ἐκάλει τοὺς ἀγροίκους βοσκούς τοῦ βουνοῦ εἰς τὴν προσευχὴν – οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπήγαιναν, ἀλλ’ ἔκαναν μακρόθεν ἕνα σταυρὸν – κι ἐδιάβαζεν ὁ πάτερ ᾽Εφραίμ, ὁ πνευματικός, τὸν ἑσπερινὸν μαζὶ μὲ τὴν Μιχαίαν, τὸν ὑποτακτικόν του, κατέβαινε τὰ σκαλοπάτια ὁ γέρων ἕως τὴν βρύσην, διὰ ν’ ἀπολαύσῃ καὶ ἅπαξ ἀκόμη τὴν γλυκεῖαν μελαγχολίαν τῆς μοναξιᾶς, μέσα εἰς τὴν περιοχὴν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν αὐτὸς εἶχεν ὀνομάσει «γωνίαν τοῦ Παραδείσου».
Καὶ τῆς βρύσης τὸ μάρμαρον, τὸν κρουνὸν καὶ τὴν λεκάνην τὰ εἶχε φάγει τὸ νερόν. Καὶ μόλις ἠμποροῦσε νὰ διαβάσῃ τις, μισοσβησμένους τοὺς ἰαμβικοὺς στίχους, τοὺς ὁποίους εἶχε γράψει ποτὲ ἐπὶ τοῦ μετώπου τῆς πηγῆς, ὁ διάσημος ἀσκητὴς Διονύσιος :
Χεῖρας, πρόσωπα καὶ πόδας νίπτων ἁβρῶς,
ὁμοῦ δὲ καὶ διαυγὲς νῦν ὕδωρ πίνων, τῆς
καλλιρρείθρου τῆσδε τῆς κρήνης, ξένε,
ψυχῆς τότε μνήσθητι Διονυσίου.
Καὶ ψηλὰ εἰς τὸ πλάγι, σιμὰ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, ἵστατο ἀκόμη ὀρθὸς ὁ χιλιετὴς πεῦκος, ὅπου εἰς τοὺς κλάδους ἐπάνω, ἀνάμεσα εἰς τοὺς κλῶνάς του, εἶχεν εὑρεθῆ ἕνα καιρὸν αἰωρουμένη ἡ λαμπρὰ εἰκὼν τῆς Παναγίας.
Ὁ πεῦκος ὁμοιάζει μὲ ἄνθρωπον, ὅπου δὲν ἐκάρη τὴν κόμην εἰς ὅλην του τὴν ζωήν. Ἀπὸ τριακοσίων χρόνων καὶ πλέον κανεὶς δὲν ἐξάμωσε νὰ κόψῃ φῦλλον ἀπὸ τὸ γιγαντιαῖον δένδρον. Ὅλοι οἱ κωνίσκοι, οἱ καρποὶ τοῦ πεύκου, μυριάδες ἀναρίθμητοι, ἐξ ἀμνημονεύτων χρόνων ἐκρέμοντο ἀνάμεσα εἰς τοὺς κλῶνάς του.
Εἶναι βέβαιον ὅτι ἐκεῖ ἐπάνω εὑρέθη μίαν πρωΐαν εἰς τὰ χίλια ἑξακόσια τόσα, ἡ εἰκὼν τῆς Παναγίας. Ἦτο ζωγραφισμένη ὡς προ-τομὴ παιδίσκης, χωρὶς νὰ ἔχῃ τὸν Χριστὸν βρέφος εἰς τὰς ἀγκάλας της, καὶ διὰ τοῦτο ἐσχετίσθη μὲ τὰ εἰσόδια, ὅταν προσεφέρθη ὡς «τρι-ετίζουσα δάμαλις» εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ὁ ναΐσκος τοῦ μικροῦ ἀσκητηρίου ἐτιμᾶτο ἐπ’ ὀνόματι τῶν Εἰσοδίων. Ἡ εὑρεθεῖσα παραδόξως τότε εἰκὼν ἐφάνη εἰς τοὺς χριστιανούς, τοὺς τότε, ὡς νὰ ἦτο κόρη εὐαίσθητος, ἤτις ἐνέδωκεν εἰς τὴν ἐπιθυμίαν νὰ κάμῃ κούνια, νὰ λικνισθῇ, αἰωρουμένη ἐπὶ τῶν κλάδων τοῦ δένδρου. Καὶ διὰ τοῦτο ὠνομάσθη «Παναγία Κουνιστριώτισσα».
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»
Νεοελληνικὰ Ἀναγνώσματα
Β’ Γυμνασίου
Σ. Σπεράντσα – Σ. Δουφεξή – Λ. Βρανούση- Β. Σφυρόερα
1957
Σχολιάστε
Comments feed for this article