Ὁ Κωνσταντῖνος ἐκάλεσεν ἀμέσως τοὺς καλυτέρους τεχνίτας, ποὺ ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ εἰς τὸ στρατόπεδον, παρέστησε πῶς ἦτο τὸ ὅραμα καὶ διέταξε νὰ τὸ κατασκευάσουν μὲ χρυσὸν καὶ πολυτίμους λίθους.
Τὸ πρῶτον τοῦτο λάβαρον, τὸ ὁποῖον εἶδεν ὁ ἱστοριογράφος ἐπίσκοπος Εὐσέβιος, ἦτο χρυσοῦν δόρυ, ἔχον είς τὴν κορυφὴν ἐπίσης χρυσοῦν στέφανον, φέροντα τὰ δύο στοιχεῖα Χ καὶ Ρ, δηλαδὴ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Κάτω ἀπὸ τὸν στέφανον «ἐκρέματο βασιλικὸν ὕφασμα σὺν πολλῷ καθυφασμένον χρυσῷ, ποικιλίᾳ συνημμένων πολυτελῶν λίθων», τὸ ὁποῖον εἶχεν εἰς τὰ ἄκρα τὴν εἰκόνα τοῦ αὐτοκράτορος καὶ τῶν παιδιῶν του.
Καὶ ἡ ὕψωσίς του ἐμπρὸς εἰς τοὺς ρωμαϊκοὺς ἀετούς, τοὺς κόκκινους δράκοντας τὰ βέξιλλα καὶ τὰ φλάμουλα ἔγινε πανηγυρικὴ πρὸς μεγάλην βεβαίως ἔκπληξιν καὶ σκάνδαλον τῶν παλαιῶν ρωμαϊκῶν λεγεώνων.
Τὸ πλεῖστον αὐτῶν, βάρβαροι Ἀλαμανοὶ καὶ Γαλάται, εἶδον μὲ ἀπόλυτον ἀδιαφορίαν τὴν καινοτομίαν.
Αἱ τριάκοντα ὅμως χιλιάδες χριστιανῶν, ὅταν εἶδον τὸ σύμβολον τῆς θρησκείας των, τῆς ἐπὶ τόσους αἰῶνας καταδιωκομένης καὶ τρομοκρατουμένης, νὰ ὑψώνεται ἐπὶ κεφαλῆς των, ἔνιωσαν τὴν συγκίνησίν των νὰ μεταβάλλεται εἰς παραλήρημα ἐνθουσιασμοῦ.
Διότι τὸ λάβαρον αὐτὸ ἐσυμβόλιζε πλέον καθαρὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς ἰδέας, τὸν θρίαμβον τοῦ Χριστοῦ των καὶ δι’ αὐτὸ τὸ ὀλιγώτερον, ποὺ ἠμποροῦσαν νὰ δώσουν, ἦτο μία ζωή…
Ὁ ἐνθουσιασμὸς λοιπὸν δὲν ἄργησε νὰ γίνῃ φανατισμὸς ἀπεριόριστος διὰ τὸν Αὔγουστον. Ἡ μυστικὴ εἱμαρμένη ἐκεῖ ἐπάνω εἶχεν εἴπει τὴν λέξιν της.
Ὁ Κωνσταντῖνος ἔπρεπε νὰ νικήση!
***
Ἦτο ἡ 28η Ὀκτωβρίου τοῦ 312, ἡ ἑβδόμη ἀκριβῶς ἐπέτειος τῆς ἀναρρήσεως τοῦ Μαξεντίου εἰς τὸν θρόνον, καὶ ἡ Ρώμη μαζευμένη εἰς τὸ ἀμφιθέατρον ἐπανηγύριζεν. Ἐνῷ αἱ λεγεῶνες ἐβάδιζαν κατὰ τοῦ Κωνσταντίνου, ὁ Μαξέντιος ἑώρταζε.
Κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐπισήμους, καὶ ὀλιγώτερον ἀπ’ ὀλους αὐτοὺς ὁ Μαξέντιος, δὲν ἐσκέπτετο τὸν Κωνσταντῖνον.
Ἐμπιστευόμενος εἰς τὸν στρατόν του, ἦτο παραζαλισμένος ἀπὸ τὰς κολακείας καὶ τὰ θυμιάματα τῶν ἓμπίστων του, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐπροσκύνουν ὡς κύριον τοῦ κόσμου καὶ νέον θεόν.
«Ἐς αὔριον τὰ σπουδαῖα!» Μὲ τὴν φράσιν αὐτὴν εἶχε κλείσει τὸ στόμα μερικῶν φρονίμων, ποὺ ἐτόλμησαν νὰ διαταράξουν τὰς διασκεδάσεις του.
Ὁ λαὸς ἐξ ἄλλου, μολονότι τρέμων ὑπο το καλλίγιον των Πραιτωριανῶν, ἀφιερώνετο εἰς τὰς ἑορτάς, πρὸ πάντων εἰς τοὺς ἀγαπημένους του ἀγῶνας τοῦ ἀμφιθεάτρου, προσπαθῶν νὰ λησμονῆ τὴν τύχην του.
Ψωμὶ καὶ ἑορτάς! Μήπως αὐτὸ δὲν ἦτο ἀπὸ καιροὺς τώρα ἡ ψυχικὴ κατάστασις τῆς Ρώμης;
Οἱ ἀγῶνες εἶχαν ἀρχίσει ἐν μέσῳ ζωηροῦ ἐνδιαφέροντος. Μεταξὺ ὅμως δύο ἀγωνισμάτων, κατασκονισμένοι βερεδάριοι ἔφεραν τὴν ειδησιν ὅτι καὶ ἡ μάχη εἶχεν ἀρχίσει κοντὰ εἰς τὴν Μουλβίαν γέφυραν.
Ἡ πρώτη ἐντύπωσις ἦτο φυσικὰ ἡ ἀνησυχία. Ἀλλ’ ἀμέσως ἡ φυσικὴ νωθρότης τοῦ χαρακτῆρος ἢ ἴσως ἡ δύναμις τοῦ πεπρωμένου ἐξανακάθισαν τὸν Μαξέντιον εἰς τὸν θρόνον του.
Μήπως αἱ λεγεῶνες του δὲν ἦσαν τρεῖς φορὲς περισσότεραι τοῦ Κωνσταντίνου;…
Μόνον οἱ Καρχηδόνιοι μισθοφόροι του, ποὺ εἶχον θαυμασθῆ πρὸ ὀλίγων ἦμερῶν εἰς τὸ πεδίον τοῦ Ἄρεως, δὲν ἦσαν ἀρκετοὶ νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς Γαλάτας καὶ τοὺς Ἀλαμανούς; Διατί νὰ χαλάση μίαν τέτοιαν ἑορτάσιμον ἡμέραν καὶ νὰ κόψῃ εἰς τὸ μέσον τὸ ἀμφιθέατρον;
Ἀλλ’ ἡ ἀγανακτισμένη βοὴ τῶν Πραιτωριανῶν, ποὺ ἤξευραν καλύτερα τὸν Κωνσταντῖνον καὶ ἔβλεπαν, ὅτι διακινδυνεύουν τὸ πᾶν, τὸν ἔκαμαν νὰ ἐννοήσῃ, ὅτι δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ μένη ἐκεῖ, ἐνῷ ὁ στρατὸς του ἐπολεμοῦσε.
Καὶ τότε ὅμως πάλιν ἔστειλε νὰ ἐρωτήσουν πρὶν τοὺς σιβυλλικοὺς χρησμούς, διὰ νὰ μάθῃ ποῖον θὰ ἦτο τὸ ἀποτέλεσμα τῆς μάχης.
Ἀλλὰ ὁ Ποντίφιξ ἀρχιερεὺς ἀπεκρίθη μὲ διφορούμενον χρησμόν ὅτι «θνήξεται ἀθλίως ὁ ἐχθρὸς τῆς Ρώμη».
– Ποῖας ὅμως ἦτο ὁ ἐχθρὸς αὐτός;
Ὁ Μαξέντιος οὕτως ἤ ἄλλως ἐξήγησε τὸ πρᾶγμα εὐνοϊκῶς διὰ τὸν ἑαυτόν του, καὶ μόνον πιεζόμενος ἀπεφάσισε νὰ ξεκινήσῃ ἐπί κεφαλῆς τῶν Πραιτωριανῶν.
Μόλις, ὅμως ἔβγαινεν ἀπὸ τὰ τείχη, σμῆνος μαύρων πουλιῶν ἐξεπέταγε διὰ μιᾶς τρομαγμένον καὶ ἐσηκώθη ἐπάνω ἀπὸ τὰς κεφαλάς των.
Ἦτο ὁ πρῶτος κακὸς οἰωνὰς καὶ ὁ λαός, ποὺ παρηκολοῦθει τὴν ἀναχώρησιν, ἤρχισε νὰ τὸν σχολιάζῃ δυσοιώνως.
Ὁ Μαξέντιος ἐπηρεασμένος, ἀκόμη μίαν φορὰ ἐδίστασεν. Ἦτο ὅμως πλέον ἀργὰ νὰ ὑποχωρήση!
***
Ἡ μάχη ἐδίδετο ἐμπρὸς εἰς τὸν Τίβεριν καὶ τὸ κύριον σημεῖον τῆς συμπλοκῆς ἦτο ἡ λεγομένη «Σάξα ρούμπρα», δηλαδὴ «Ἐρυθρὰ πέτρα», ἐννέα μίλλια περίπου ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Ρώμης καὶ ἕξ μίλλια ἀπὸ τὴν Μουλβίαν γέφυραν.
Ὅταν ἔφθασεν ὁ Μαξέντιος, τὰ δύο στρατόπεδα ἦσαν εἰς χεῖρας καθ’ ὅλον τὸ μέτωπον καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ἐπάνω εἰς κατάλευκον ἄλογον, ὅπως περιγράφει ὁ Λακτάντιος, εὐδιάκριτος ἀπὸ τὸν πολύτιμον λόφον τοῦ κράνους καὶ τὴν ἀκτινοβολίαν τῆς χρυσῆς πανοπλίας, ἐδεικνύετο ἀπὸ ὅλον τὸν στρατόν.
Ἀπὸ τὴν μίαν πλευρὰν ἦσαν αἱ γαλατικαὶ λεγεῶνες, οἱ Βρεττανοὶ καὶ οἱ Ἀλαμανοὶ τοῦ Κωνσταντίνου καὶ ἀπὸ τὸ ἀντίθετον οἱ Σικελοὶ, οἱ Ἰταλοί, οἱ Καρχηδόνιοι καὶ Λίβυες μισθοφόροι τοῦ Μαξεντίου, ἀποτελοῦντες ὅλοι ὁμοῦ ἀνθρωποπέλαγος τριακοσίων τουλάχιστον χιλιάδων ἱππέων καὶ πεζῶν.
Καὶ εἰς τὰ σύννεφα τῆς σκόνης τὸ θέαμα τῶν χαλκοφράκτων αὐτῶν ἀνθρωπίνων ὅγκων, συγκρουομένων μέσα εἰς τὴν βοήν, τὰ σαλπίσματα τῶν μακρουλῶν σαλπίγγων καὶ τὰ οὐρλιάσματα τῶν κεραύλων ἦτο κάτι τρομακτικὰ ἐπιβλητικὸν καὶ μεγαλοπρεπές.
Πίσω ἀπὸ τὴν κυρίαν γραμμὴν τῆς συμπλοκῆς, ὅπου ἕνεκα τῆς σκόνης τὸ μάτι ἔβλεπε μόνον ἀπερίγραπτον μπέρδεμα ἀνθρώπων, ἀλόγων, κονταριῶν, ἐφαίνοντο ἄλλαι κοχόρτεις μὲ τὰ σήματά των, δράκοντας, λύκους, ἀετούς, Μινωταύρους, στολισμένους, ἐλλείψει λουλουδιῶν, ἀπὸ κλαδιὰ δένδρων, τρέχουσαι συντεταγμέναι εἰς τὰ ἀσθενέστερα μέρη…
Καὶ μόλις οἱ χαλκόφρακτοι ὄγκοι ἔφθαναν εἰς ἐπαφήν, τὰ δόρατα ἄφηναν τὸν λόγον εἰς τὰ ξίφη καὶ ἤρχιζε πάλη σώματος πρὸς σῶμα, ἀσπίδος πρὸς ἀσπίδα, σιδήρου πρὸς σίδηρον, ὅπου τὰ κτυπήματα ἀντήχουν βαριά, βγάζοντα στινθῆρας ἀπὸ τὰ κράνη, ἀπὸ τοὺς γύρους τῶν ἀσπίδων καὶ τὸν χάλυβα τῶν σπαθιῶν.
Πίσω ἀπὸ τὰς γραμμὰς οἱ ψιλοὶ ὁπλῖται ἐγέμιζαν τὸν ἀέρα μὲ τὰ τόξα καὶ τὰ μολυβένια βλήματα τῶν σφενδονῶν των…
Ὠρυγαὶ, ρόγχοι, βογκητά, εἰς ὅλας τὰς γλώσσας, κραυγαὶ διαπεραστικαὶ πόνου, ἐλελεῦ θριάμβου, βαρυπρόφερτα λατινικὰ προστάγματα… ἀλλὰ πρὸ πάντων μία φωνή, μία κραυγὴ μυριαπλασιαζομένη εἰς βοήν, ὡς θόρυβος πολλῶν ὑδάτων, ἐκυριάρχει:
– Χριστὸς νικᾷ!… Χριστὸς νικᾷ!…
Ἦσαν οἱ Χριστιανοί, τῶν ὁποίων ὁ ἐνθουσιασμός, οἰστρηλατημένος ἀπὸ τὴν ἐντύπωσιν τοῦ θαύματος, εἶχε μεταβληθῆ εἰς ἀπηλπισμένην ἔντασιν προσπαθείας.
Ἔβλεπαν ἐμπρός των εἰς τὴν συμπλοκὴν, ὅπως τὸ διηγοῦνται οἱ συγγραφεῖς τῆς ἐποχῆς, οὐρανίας δυνάμεις νὰ καταβαίνουν εἰς βοήθειαν τοῦ Κωνσταντίνου, ἐθαμβώνοντο ἀπὸ τὴν λάμψιν τῶν ὅπλων των, ὲθαύμαζον τὰ γοητευτικὰ ἤ φοβερὰ σχήματά των, ἤκουον τὰς φωνάς των…
– Τὸν Κωνσταντῖνον ζητοῦμεν! Τὸν Κωνσταντῖνον ἐρχόμεθα νὰ βοηθήσωμεν!… ἐφώναζον αἱ ἐμφανίσεις αὐταί.
Ἔπειτα τὸ ἀδιάκοπον ἐκεῖνο ἀκτινοβόλημα τοῦ χρυσοῦ σταυροῦ τοῦ λαβάρου, ποὺ ἔβλεπον νὰ προπορεύεται καὶ νὰ τοὺς ὁδηγῆ, τοὺς ἐμαγνήτιζε, τοὺς ἔφερεν εἰς τὰ μάτια δάκρυα, τοὺς ἐστόμωνε κάθε ἰδέαν φόβου.
Ὁ Χριστός των, ὁ ἀληθινὸς Θεός, ἦτο ἐκεῖ… Καὶ ἦσαν αὐτοὶ οἱ ἐκλεχτοί, ποὺ θὰ ἐπύργωναν τὴν βασιλείαν του εἰς τὸν κόσμον…
***
Τὴν στιγμὴν αὐτὴν βοὴ θριαμβευτικὴ ἀντήχησεν ἀπὸ τὸν στρατὸν τοῦ Κωνσταντίνου. Αἱ ἰταλικαὶ λεγεῶνες τοῦ ἐχθρικοῦ κέντρου ἤρχισαν πρῶται νὰ κλονίζωνται καὶ νὰ ὑποχωροῦν.
Ὁ Μαξέντιος ἄφησε μεγάλην κραυγὴν καί, προτείνων τὴν πυγμήν, ἐχύθη νὰ τὰς ὑποστηρίξῃ.
Τὴν ἰδίαν ὅμως στιγμήν, ἀντελήφθη, ὅτι οἱ κατάφρακτοι Κλιβανάριοι, το βαρὺ ἐχθρικὸν ἰππικὸν τοῦ Γαΐου Σενεκίωνος, επροχωροῦσαν μὲ καλπασμὸν νὰ κόψουν τὴν ὑποχώρησίν του.
Ἡ κατάστασις ἐγίνετο κρίσιμος. Ἐσηκώθη τότε εἰς τοὺς ἀναβολεῖς καὶ ἐκοίταξε γύρω εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης σκεπασμένον ἐδῶ κι ἐκεῖ ἀπὸ σύννεφα σκόνης, τὴν ἄμπωτιν καὶ παλίρροιαν τῆς ἀνθρωποθαλάσσης τῶν δύο στρατῶν.
Οἱ Μαυριτανοί ἱππεῖς, δεκατιζόμενοι ἀπὸ τὰς σιδηρᾶς κορύνας τῶν Κλιβαναρίων, ἤρχισαν νὰ ὑποχωροῦν, χωρὶς καμίαν τάξιν, αἱ δὲ σικελικαὶ καὶ καρχηδονικαὶ λεγεῶνες, ἔπειτα ἀπὸ τὴν ὑποχώρησιν τῶν Ἰταλῶν, ἐκάμπτοντο καὶ αὐταὶ πρὸς τὸν Τίβεριν.
Μόνον οἱ Πραιτωριανοί, ἐννοοῦντες ὅτι πολεμοῦν διὰ τὸν ἴδιον ἑαυτόν των, ὅτι χανομένης τῆς μάχης ἐχάνοντο καὶ οἱ ἴδιοι, διεξεδίκουν τὰς θέσεις των βῆμα πρὸς βῆμα εἰς ἀπηλπισμένην πάλην, πυργώνοντες τὰ σώματά των, ὁ καθένας εἰς ἕνα ὀχύρωμα, εἰς τὸ ὁποῖον ὁ ἀντίπαλος ἔπρεπε νὰ πατήση, διὰ νὰ διαβῆ.
Ὁ κίνδυνος ὅμως τῶν Κλιβαναρίων ἐγίνετο διαρκῶς καταφανέστερος. Μία δὲ ἵλη ἐξ αυτῶν, ἔχουσα ἐμπρὸς τὸν γιγάντιον Κεντηρίωνα μὲ τὰ ἀνεμισμένα γένεια, πάλλοντα ὑψηλὰ τὴν πελωρίαν κορύναν του, ἔτρεχεν ἀκάθεκτος, ἀναποδογυρίζουσα ὅ,τι εὕρισκε,νὰ ἀνακόψῃ τὸν δρόμον τῆς Μουλβίας γεφύρας.
– Χριστὸς νικᾷ!.. Χριστὸς νικᾷ!.. ἐβρυχᾶτο ὁ ἀνεμοστρόβιλος.
***
Τότε ὁ Μαξέντιος ἐγύρισε πρὸς τὸν Τίβεριν νὰ ἐξασφαλισθῇ τουλάχιστον πίσω ἀπὸ τὸν ποταμόν, ὅπου ἐνόμισεν, ὅτι ἠμποροῦσε νὰ κρατήσῃ τὸν Κωνσταντῖνον.
Τὸ κίνημα ὅμως αὐτὸ ἀπεθάρρυνεν ἐντελῶς τὰς λεγεῶνάς του καὶ ὅλοι, ἀντὶ νὰ κοιτάξουν ν’ ἀντιταχθοῦν, ὥρμησαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν ἐκτὸς τῶν Πραιτωριανῶν, οἱ ὁποῖοι δείχνοντες μὲ λύσσαν τὴν πυγμὴν πρὸς τὸ μέρος του, ἔμειναν γενναίως ν’ ἀντιμετωπίσουν τοὺς Κλιβαναρίους.
Αἱ σιδηραῖ κορύναι τῶν καταφράκτων ἤρχισαν τότε φρικτὸν ἀγῶνα.
Ἐκρίθη!… Ἐσφραγίσθη!… Ἀπεφασίσθη!…
Ἡ ἧττα τοῦ Μαξεντίου ἦτο γενική…
᾽Εν τῷ μεταξὺ ὅμως ὁ Μαξέντιος, βλέπων ὅτι θὰ συνελαμβάνετο ζωντανός, ὅτι ὀλίγον ἀκόμη καὶ ἦτο εἰς τὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ του, ἔχωσε τοὺς πτερνιστῆρας εἰς τὰ πλευρὰ τοῦ ἀλόγου του, κατεπάτησε τοὺς φεύγοντας καὶ ὤρμησε νὰ περάσῃ μὲ ἀπελπισμένην προσπάθειαν.
Ἀλλὰ μέσα εἰς τὸ ἀσφυχτικὸν ἀλληλοπάτημα, εἰς τὸ ὁποῖον εἶχεν ἐμπλεχθῆ, ἐξετοπίσθη ἔξαφνα ἀπὸ φοβερὸν σπρώξιμον νέου κύματος φυγάδων πρὸς τὸ ἀριστερὸν χεῖλος τῆς γεφύρας καὶ παρεσύρθη εἰς τὸν ποταμόν. Ἄλογον καὶ ἀναβάτης εὑρέθησαν μέσα εἰς τὰ θολὰ νερὰ τοῦ Τιβέρεως.
Μεγάλη βοὴ τότε ὑψώθη ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ φίλους.
Ὁ Αὔγουστος… Ὁ Αὔγουστος… Βοήθεια! Σώσατέ τον!
Ἀλλὰ κανεὶς δὲν διεκινδύνευε.
Μίαν στιγμὴν ὁ Μαξέντιος ἐφάνη προσπαθῶν νὰ ἀντιπαλαίσῃ μὲ τὸ ρεῦμα. Δεύτερον ἀνθρωποκρήμνισμα ἀπὸ τὴν γέφυραν τὸν ἐξηφάνισε πάλιν εἰς τὴν ἀφρισμένην δίνην.
Περισσότερον δὲν ἠμπόρεσε νὰ ἰδῇ κανείς, διότι ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν αὐτὴν οἱ ἱππεῖς τοῦ Λογγίνου ἔφθαναν εἰς τὴν γέφυραν καὶ οἱ Πραιτωριανοὶ κοπανιζόμενοι ἀπὸ τὰς κορύνας, ἔπιπταν κατὰ σωροὺς εἰς τὰ κύματα.
Ὁ Τίβερις ἐκρατοῦσε πλέον εἰς τὰ θολὰ βάθη του τὸν ἐχθρὸν τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ Κωνσταντίνου.
«Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε» 1931 Ἄγγ. Τανάγρας
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ
Γ. ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΥ, Θ. ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ν. ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
1966
Εικόνα από: apologet.spb.ru
1 Σχολιο
Comments feed for this article
28 Οκτωβρίου, 2021 στις 6:36 μμ
ΚΕΡΑΣΙΑ Π.
Σταυρός νικά παντού και πάντοτε.