τῆς κ. Δέσποινας Πεύκαρου
(ἀπό τό Ἡμερολόγιο 2015 τοῦ Συνδέσμου Μικρασιατῶν Κύπρου)
«Ἀφιέρωμα εἰς μνήμη ὅλων αὐτῶν τῶν ὑπέροχων ἀνθρώπων πού εὐτύχησα νά ἔχω οἰκογένεια.»
Ὁ Χαράλαμπος καί ἡ Δέσποινα Χαραλάμπους μέ τά ἕξι τους παιδιά ζοῦσαν στό μεγάλο τους σπίτι περιτριγυρισμένο ἀπό τό μεγάλο μπαξέ ἔξω ἀπό τή Σμύρνη, στήν περιοχή Μπαλατζίκ.
Τό στερνό παιδί τους ἦταν ἡ Δήμητρα 11/2 χρόνων τό 1921.
Ἡ Δήμητρα εἶχε μιά μεγάλη ἀδελφή, τήν Παναγιώτα, πού ἦταν τότε στά δεκαοκτώ, ἕτοιμη γιά γάμο. Τά τόπια μέ τά μεταξωτά ὑφάσματα ἦταν στήν ἀποθήκη τοῦ σπιτιοῦ γιά τά προικιά τῆς Παναγιώτας, ἡ ὁποία κεντοῦσε ὑπέροχα.
Τά τέσσερα ἀγόρια τῆς οἰκογένειας βοηθοῦσαν τόν πατέρα τους στά τσιφλίκια. Σ᾽ αὐτά ἦταν φυτευμένα ἀπ᾽ ὅλων τῶν εἰδῶν τά δένδρα, ἀλλά κατά κύριο λόγο ὑπῆρχαν συκιές καί καστανιές. Ὁ Χαράλαμπος, ὁ πάτερ φαμίλιας, ὁ παππούς μου, ἔκανε ἐξαγωγές παστά σύκα καί κάστανα.
Οἱ φοῦρνοι στό μεγάλο σπίτι καί οἱ τσιμινιές ἦταν πάντα ἀναμμένα, τόσο γιά τό φαγητό τῆς οἰκογένειας ὅσο καί γιά τούς ἐργάτες στά ἀγροκτήματα, Ἕλληνες καί Τούρκους.
Ἐξάλλου ἡ οἰκογένεια ἄρχισε νά μεγαλώνει μέ τόν γάμο τοῦ μεγάλου γιοῦ, τοῦ Γιώργη, πού παντρεύτηκε μιά κοπέλλα ἀπό τή Δράμα.
Ὁ Χαράλαμπος, ὁ πατερφαμίλιας, καταγόταν ἀπό τήν Κύπρο, ἀπό τή Σανίδα τῆς Λεμεσοῦ, τό γένος Φράγκου. Μετανάστευσε στή Σμύρνη, ἐκεῖ δούλεψε, ἀπέκτησε περιουσία, δημιούργησε οἰκογένεια.
Ὅταν ἄρχισε ἡ ἀντίστροφη μέτρηση τό 1921 γιά τούς Ἕλληνες, τά δραματικά γεγονότα στήν οἰκογένεια διαδέχονταν τό ἕνα τό ἄλλο.
Μιά μέρα ὁ μεγάλος γιός, ὁ Γιώργης, μέ τόν μικρότερο, τόν Νίκο, 15 χρονῶν, ξεκίνησαν γιά τά κτήματά τους, ὅπως ἔκαναν κάθε μέρα. Τό σούρουπο προχωροῦσε καί αὐτοί δέν ἐπέστρεψαν οὔτε τό βράδυ οὔτε τό ἄλλο πρωΐ.
Εὐκολονόητο τό τί εἶχε συμβεῖ, ἀφοῦ τήν προηγούμενη τῆς ἐξαφάνισής τους, ἡ τουρκάλα γειτόνισσα εἶχε ρωτήσει τή Δέσποινα σέ ποιά κτήματα θά πήγαιναν τά παιδιά της τήν ἑπομένη. Τήν τρίτη μέρα ἔγινε τό θαῦμα καί παρουσιάστηκε ὁ Γιώργης σέ ἄθλια κατάσταση.
Τούς εἶχαν ἀπαγάγει οἱ Τοῦρκοι. Ὁ Γιώργης σάν πιό μεγάλος κατάφερε νά δραπετεύσει, ὄχι ὅμως καί ὁ μικρός ὁ Νίκος. Μέχρι σήμερα εἶναι ἀγνοούμενος παρόλες τίς προσπάθειες τῆς οἰκογένειας.
Στή συνέχεια μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι στό σπίτι καί ἔδεσαν τόν παπποῦ στό δέντρο, γιά νά τόν ἐκτελέσουν. Τότε ἐπενέβη μιά γειτόνισσα τουρκάλα καί τούς παρακάλεσε νά «χαρίσουν τή ζωή στόν γκιαούρη, γιατί εἶχε πολλά παιδιά». Ἔτσι γλύτωσε ὁ παππούς, καί ξεκίνησε ἡ Ὀδύσσεια τῆς προσφυγιᾶς.
Στόν δρόμο πρός τό λιμάνι τῆς Σμύρνης ἕνας ἀπό τούς Τούρκους τούς ἀκολουθοῦσε θέλοντας νά σκοτώσει τόν παπποῦ.
Τρομοκρατημένη ὅλη ἡ οἰκογένεια καί κλαίγοντας γιά τό χαμό τοῦ Νίκου, πού δέν ἤξεραν ἄν εἶναι ζωντανός ἤ νεκρός, μπῆκε στήν πρώτη καθολική ἐκκλησία πού βρέθηκε μπροστά τους. Ὁ Τοῦρκος τούς περίμενε ἀπ᾽ ἔξω καί μόνο, ὅταν ἔπεσε βαθύ σκοτάδι, ἐξαφανίστηκε.
Μέ τό πού ξημέρωσε καί ἀφοῦ βεβαιώθηκαν ὅτι εἶχε φύγει ὁ Τοῦρκος, ξεκίνησε ἡ οἰκογένεια γιά τό λιμάνι. Στό μωρό, τή Δήμητρα, πού ζητοῦσε φαΐ, ἔδιναν σιτάρι πού ἦταν χυμένο στούς δρόμους ἀπό τίς λεηλατημένες σιταποθῆκες.
Φτάνοντας στό λιμάνι ἡ Παναγιώτα βλέποντας τό χάος καί τή φρίκη πού ἐπικρατοῦσε ἐκεῖ, φοβήθηκε γιά τή ζωή τῆς μικρῆς Δήμητρας, φοβήθηκε ὅτι θά ποδοπατοῦσαν τό παιδί γι᾽ αὐτό καί τήν ἔδεσε πάνω της, ὅπως οἱ γύφτοι. Αὐτό τό δέσιμο κράτησε μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς τους.
Στό λιμάνι ἀντίκρυσαν τή φρίκη σ᾽ ὅλη της τή μεγαλοπρέπεια, ἀφοῦ ἡ ἀποβάθρα εἶχε ὑποχωρήσει κάτω ἀπό τό βάρος τῶν χιλιάδων ἀνθρώπων, πού «συνωστίζονταν» γιά νά μποῦν στά καράβια, καί χιλιάδες ἄμοιροι ἄνθρωποι ἐπέπλεαν νεκροί στή θάλασσα.
Οἱ Τοῦρκοι μέχρι τή στιγμή πού ὁ κόσμος ἐπιβιβάζονταν στίς βάρκες ἦταν ἐκεῖ καί ἔπαιρναν ὅ,τι πολύτιμο ἀντικείμενο εἶχαν πάνω τους. Τίς περισσότερες φορές κόβοντας ἕνα αὐτί, γιά νά πάρουν ἕνα σκουλαρίκι ἤ ἕνα δάκτυλο γιά νά πάρουν ἕνα δακτυλίδι.
Ἡ Δέσποινα, παρόλο τόν ἀβάσταχτο πόνο της γιά τήν ἐξαφάνιση τοῦ 15χρονου γιοῦ της, σκέφτηκε ὅτι εἶχε καί ἄλλα παιδιά, πού τήν χρειάζονταν, καί αὐτήν καί πόρους γιά νά ἐπιβιώσουν.
Ἔτσι τό τελευταῖο βράδυ πρίν φύγουν γιά πάντα ἀπό τό ἀρχοντικό τους, εἶχε ράψει ὅσες λίρες χρυσές χωροῦσε ὁ ποδόγυρος τοῦ μεσοφοριοῦ της. Εὐτυχῶς δέν ἔγινε ἀντιληπτή ἀπό τούς Τούρκους. Μέ αὐτά τά χρήματα ἐπιβίωσε τόν πρῶτο καιρό τῆς προσφυγιᾶς ἡ οἰκογένεια.
Στό καράβι ἡ ἀπελπισία τοῦ Χαράλαμπου ἦταν τόσο μεγάλη πού εἶπε νά πετάξουν τό μικρό μωρό, τή Δήμητρα, στή θάλασσα, νά τελειώσουν τά βάσανά της, ἀφοῦ δέν θά εἶχαν μέ τί νά τή θρέψουν.
Ἡ μάνα ὅμως, ἡ Δέσποινα, μπῆκε μπροστά. Μίλησε ἡ ἀγάπη τῆς μάνας: « Ὅπου πᾶμε ἐμεῖς καί ὅ,τι γίνουμε ἐμεῖς, θά γίνει καί τό παιδί».
Κατέβηκαν στόν Πειραιά καί γέμισαν αἰτήσεις, δῆθεν γιά ἀποζημιώσεις, καί ξαναμπῆκαν στό καράβι γιά τήν Κύπρο, ὅπου πίστευε ὁ παππούς ὅτι θά τόν βοηθοῦσε ἡ οἰκογένειά του. Δυστυχῶς τούς ἀγνόησαν.
Ὁ Χαράλαμπος δέν ἄντεξε τήν τόση φτώχεια, αὐτός, πού τόν μάλλωνε ἡ γυναίκα του, γιατί πάντα κουβαλοῦσε τόσα καλά στό σπίτι, πού στό τέλος τά πέταγαν. Στόν χρόνο ἐπάνω πέθανε.
Ἡ Δέσποινα ἔγινε ἐργάτρια σέ καπνεργοστάσιο, ἡ μεγάλη κόρη κεντοῦσε γιά τίς πλούσιες οἰκογένειες. Τά ἀγόρια δούλευαν, ὅπου ἔβρισκαν δουλειά γιά ἕνα μεροκάματο.
Ἡ μικρή ἀποζημίωση πού ἦρθε, ἔφτανε μόλις γιά ἕνα ἀτμοπλοϊκό εἰσιτήριο γιά τή μακρινή Ἀφρική. Τό πῆρε ὁ δεύτερος γιός, ὁ Γιάγκος, καί ξενιτεύτηκε στήν Ἀφρική, 17 χρονῶν παιδί τότε, μέ τήν ὑπόσχεση καί τήν προϋπόθεση ὅτι θά βοηθοῦσε τήν ὑπόλοιπη οἰκογένεια.
Πράγματι ἔτσι ἔγινε, στάθηκε ἐντάξει στήν ὑπόσχεσή του παρά τό νεαρό τῆς ἡλικίας του καί τίς πάμπολλες ἀντιξοότητες. Μετά ἀπό λίγα χρόνια πῆρε καί τόν ἄλλο ἀδελφό, τόν Κώστα, στήν Ἀφρική.
Αὐτά τά παιδιά καί ἰδιαίτερα ὁ Γιάγκος στάθηκε ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος καί στήριξε τήν οἰκογένεια οἰκονομικά καί ἡ Παναγιώτα, ἡ ὁποία ἔμεινε ἀνύπαντρη, στήριζε τήν οἰκογένεια ἀντικαθιστώντας τή μάνα, ἡ ὁποία μάνα δέν εἶχε πλέον σθένος καί δυνάμεις, γιά νά βοηθήσει.
Ἡ οἰκογένεια ἄρχισε νά παίρνει τά πάνω της σιγά-σιγά. Ἡ Δήμητρα, τό στερνοπαίδι τῆς οἰκογένειας μεγάλωσε καί τά ἀδέλφια της τήν ἔστειλαν καί στό γυμνάσιο, πρᾶγμα λίγο ἀσυνήθιστο γιά ἐκείνη τήν ἐποχή.
Μεγαλωμένη μέ ἑλληνορθόδοξα ἰδανικά καί ἰδεώδη πρωτοστάτησε γιά τήν ἵδρυση τῶν κατηχητικῶν σχολείων μέ τόν πατέρα Σολομώντα Παναγίδη.
Παντρεύτηκε τόν Ἀντρέα Πεύκαρο καί δημιούργησαν τή δική τους οἰκογένεια, πάντα ὅμως ἦταν δεμένη μέ τήν ἀδελφή καί τή μητέρα της.
Αὐτό εἶναι ἕνα ἀφιέρωμα εἰς μνήμη ὅλων αὐτῶν τῶν ὑπέροχων ἀνθρώπων πού εὐτύχησα νά ἔχω οἰκογένεια. Ἄς εἶναι ἐλαφρύ τό χῶμα πού τούς σκεπάζει.
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ
Διμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ
Ἔτος 15ο – Τεῦχος 86ο – Σεπτέμβριος – Ὀκτώβριος 2015
Σχολιάστε
Comments feed for this article