Σούλα Παπαλάμπρου

Τον προηγούμενο αιώνα, όταν ακούγαμε «αύριο θα μαζέψουμε βαμβάκι» δεν κοιμόμασταν όλη νύχτα από την αγωνία. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους.

Ο πατέρας μου, μη και βρέξει και δεν προλάβει να τελειώσει, μετά έπρεπε να μαζεύει μέχρι τα Χριστούγεννα «κουζιά», η γιαγιά μου, μη και δεν είναι σβέλτοι οι εργάτες και δεν μαζεύουν πολλά κιλά, ήταν ο δερβέναγας επιστάτης, και η μάνα μου μη και δεν πετύχει τις πίτες και το φαγητό που θα τάιζε τους εργάτες.

Η δική μου αγωνία ήταν, πόσο μεγάλος θα ήταν ο σωρός του βαμβακιού όταν θα άδειαζαν τις μπούρδες μέσα στην αποθήκη.

Το τρακτέρ από τα μαύρα χαράματα δούλευε ρελαντί έξω από το σπίτι, η πλατφόρμα πίσω του, φορτωμένη με «μπούρδες» «ποδιές» και το καντάρι για το ζύγισμα.

Ανέβαιναν οι εργάτες, άντρες, γυναίκες και ξεκίναγαν νυσταγμένοι για τον κάμπο.

Οι μεγαλύτεροι μπροστά και οι νεότεροι καθυστερούσαν επίτηδες για να πούνε τα δικά τους πιο πίσω.

Τα χέρια κάποιων μάζευαν σαν μηχανές και κάποιων άλλων πιο αργά.

Οι αργοπορημένοι, αυτοί που χάζευαν, έτρωγαν μερικές «μπλάνες» για να επιταχύνουν και με φωνές, γέλια, μαλώματα, κοιτώντας τον ήλιο πότε θα δύσει έφτανε η ώρα που θα ζύγιζαν τις μπούρδες κοιτώντας ποιος θα έχει τα περισσότερα κιλά για να γίνει»πρώτο όνομα» στο μάζεμα.

Φόρτωναν, έπιαναν θέση πάνω στις γεμάτες μπούρδες και ξεκίναγε η επιστροφή.

Εκεί ήταν που άρχιζε το πανηγύρι για μας τα παιδιά.

Οι μπούρδες η μία μετά την άλλη, στις πλάτες των ανδρών, άδειαζαν και δημιουργούσαν τον σωρό κλείνοντας μας το μάτι να πάρουμε φορά και να σκαρφαλώσουμε πάνω του!

Κάναμε τούμπες, χάναμε ρολόγια, σκουλαρίκια, παπούτσια, ο πατέρας μας φώναζε γιατί σκορπούσαμε το σωρό, η γιαγιά, τα γνωστά, «τσακίς κι μάστου από κατα-ης τώρα-ια», η μάνα μας φώναζε για τις απώλειες, αλλά σημασία έχει ότι εμείς απολαμβάναμε το παιχνίδι και ότι τα βρίσκαμε όταν μετά από καιρό, έφτανε το φορτηγό να φορτώσει το βαμβάκι.

Ενίοτε βρίσκαμε τις καλοκαιρινές παντόφλες, τα Χριστούγεννα…
Αυτά….

Πηγή: Ιτέα Καρδίτσας

το «σπιτάκι της Μέλιας»