Έλαβε χώρα στο Άγιον Όρος

Όσοι προσπάθησαν αν φανούν ανώτεροι από τους άλλους, έπεσαν στην υπερηφάνεια και σε ποικίλους πειρασμούς. Πολλοί απ’ αυτούς χάθηκαν ή πλανήθηκαν.

Κάτι τέτοιο έπαθε και ο γερο – Χαράλαμπος που ασκήτευε στα μέσα του 19ου αιώνα στην ομώνυμη Καλύβη των Καυσοκαλυβίων.

Είχε την επιθυμία, ή καλύτερα την σατανική υποβολή, να γίνει ανώτερος από τους άλλους. Ήθελε να ασκηθεί στην εγκράτεια, τη νηστεία και τη προσευχή περισσότερο από το γέροντά του.

Γι’ αυτό, όταν εκείνος πέθανε, κλείστηκε στη Καλύβη του έχοντας μόνο παξιμάδι και νερό και έβαλε όρο στον εαυτό του να μη βγει, αν δεν περάσει ένας μήνας.

Κανένα δεν συμβουλεύτηκε για την απόφασή του και σε κανένα δεν τη φανέρωσε.
Έγκλειστος τώρα με το θέλημά του, επιδόθηκε σε αγρυπνίες και προσευχές.

Οι Καυσοκαλυβίτες πατέρες τον είχαν χάσει. Πέρασε ένας μήνας, αλλά δεν εμφανίστηκε. Τώρα ο π. Διονύσιος, που έμενε στη γειτονική Καλύβη των Γενεθλίων της Θεοτόκου, ανησύχησε και πήγε να τον δει μήπως είναι άρρωστος.

Φτάνοντας απ’ έξω φώναξε. Μα δεν πήρε απόκριση. Πλησίασε την πόρτα και είπε:

«Δι’ ευχών…». Τίποτα.

Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Βρήκε το γερο – Χαράλαμπο σκεπασμένο στο κρεβάτι του να τρέμει σαν το ψάρι.

Ο π. Διονύσιος του μίλησε, αλλά εκείνος από την τρεμούλα δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Τότε τον πλησίασε και του φώναξε:

– Γερο – Χαράλαμπε, είμαι ο αδερφός σου ο Διονύσιος. Τι σου συμβαίνει; Γιατί δεν μου μιλάς;

Του έδωσε να πιει νερό και να φάει λίγο παξιμάδι. Εκείνος τον κοίταζε φοβισμένος, σαν αφηρημένος, χωρίς να λέει τίποτα. Κάποια στιγμή σαν να συνήλθε.

Πετάχτηκε πάνω, αγκάλιασε τον π. Διονύσιο και τον ικέτεψε με δάκρυα:

-Αδερφέ μου, σώσε με! Ήρθαν οι δαίμονες να με πνίξουν!

Ο π. Διονύσιος τον παρηγόρησε και του έδωσε θάρρος. Ύστερα τον παρακάλεσε:

– Πες μου αδερφέ μου, τι έγινε; Γιατί είσαι τόσο φοβισμένος;

Ο άλλος τότε, αρκετά ξεθαρρεμένος, άρχισε να διηγείται:

– Μου είπε ο λογισμός να γίνω καλύτερος από τους άλλους πατέρες, για να γίνω έγκλειστος και νηστευτής. Πέρασα μία εβδομάδα με παξιμάδι. Και όταν μου τελείωσε, πήγα να βγω για να προμηθευτώ και άλλο.

Ανοίγοντας όμως τη πόρτα βρίσκω ένα σακί γεμάτο παξιμάδι. Το πήρα με πολλή χαρά, ενώ ο λογισμός μου ψιθύριζε: «Φαίνεται πως η ζωή που κάνεις με τη νηστεία και την προσευχή είναι αρεστή στο Θεό».

Άρχισα μέσα μου να φουσκώνω. Έκλεισα τη πόρτα και επιδόθηκα με περισσότερο ζήλο στην προσπάθειά μου. Πέρασε έτσι ένας μήνας. Τα πράγματα πήγαιναν μια χαρά.

Χθες τα μεσάνυχτα όμως, ενώ έλεγα τους Χαιρετισμούς μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας και βρισκόμουν στο «Τείχος ει των παρθένων…» ακούω χτυπήματα στη πόρτα.

Βγαίνω έξω και βλέπω ένα γέρο ασπρογένη κουτσό και πολύ άγριο.

-Ποιος είσαι; Του λέω, και τι θέλεις;

– Εγώ παιδί μου, είμαι πνευματικός από την Αγία Άννα και όπως βλέπεις κουτσός. Έμαθα τους αγώνες σου.

Και επειδή αγαπώ πολύ όσους αγωνίζονται κρυφά με το θέλημά τους για να τους δοξάσει ο … αυτός φανερά (δεν είπε τη λέξη Θεός), ήρθα με πολύ κόπο να σου φέρω τούτο το παξιμάδι.

Σου έφερα και αυτό το καλαθάκι που έχει μέσα 100 λίρες για να αγοράσεις παξιμάδι και να μην βγαίνεις από το καλύβι σου.

Λέγοντας αυτά, άπλωσε το χέρι να μου δώσει το καλάθι με τις λίρες. Αλλά τι ήταν αυτό που είδα τότε; Κάτι νύχια κόκκινα, πολύ μεγάλα και γυριστά προς τα μέσα, τόσο που έφταναν μέχρι τον αγκώνα του.

Τρόμαξα και του είπα:

-Αν θέλεις να σε πιστέψω κάνε το σταυρό σου και έλα μέσα να συνεχίσεις τους Χαιρετισμούς της Παναγίας.

Μόλις άκουσε την πρότασή μου, αποκρίθηκε με θυμό:

-Εγώ σε λυπήθηκα και ήρθα να σε βοηθήσω, για να συνεχίσεις τον καλό σου αγώνα, και εσύ δεν με πιστεύεις και μου λες να πω σ’ αυτή… που μας έκαψε, τέτοια λόγια; Ποτέ!

Την ίδια στιγμή έγινε σεισμός με τέτοιο κρότο και πάταγο που νόμισα πως έπεσε το σπίτι. Αμέσως το καλύβι γέμισε καπνό και εκείνος εξαφανίστηκε, αφήνοντας πίσω του μία αφόρητη δυσοσμία.

Από το φόβο μου έπεσα κάτω λιπόθυμος. Δεν ξέρω πόσες ώρες έμεινα έτσι. Όταν συνήλθα, σύρθηκα ως εδώ. Ένα μερόνυχτο έχω που τρέμω, όπως με βλέπεις.

Αν δεν ερχόσουνα, θα πέθαινα από το φόβο μου. Σε παρακαλώ, βοήθησε με, γιατί δεν μπορώ να μείνω μόνος. Φοβάμαι μήπως ξανάρθουν οι δαίμονες και με πνίξουν.
Παναγία μου, δεν ξανακάνω τέτοια πράγματα!

Ο π. Διονύσιος τον παρηγόρησε αρκετή ώρα και ύστερα τον οδήγησε στον πνευματικό παπα – Συμεών. Εκεί έμεινε ο γερο – Χαράλαμπος μία εβδομάδα, εξακολουθώντας να τρέμει από το φόβο του.

-Είναι πολύ τρομερό να δείτε τους δαίμονες , έλεγε και ξανάλεγε.

Τέλος αφού συνήλθε και ηρέμησε, οδηγήθηκε από τον π. Διονύσιο στην εκκλησία της σκήτης, όπου διηγήθηκε σε όλους τους πατέρες το πάθημά του και ζήτησε ταπεινωμένος συγχώρεση.

Από τότε ακολουθούσε τη κοινή μοναχική τάξη και δεν έκανε τίποτα χωρίς την ευλογία την πνευματική και τη γνώμη των πατέρων. Έτσι ησύχασε από τους πειρασμούς του σατανά, και τελείωσε σε βαθιά γεράματα την επίγεια ζωή του.

Πηγή: «Οι δαίμονες και τα έργα τους», Ιερά Μονή Παρακλείτου, σελ. 270-273

Αντιγραφή για το «σπιτάκι της Μέλιας»

Πηγή: βίντεο στο youtube

Εικόνα από: Pinterest

το  «σπιτάκι της Μέλιας»