Μια βολά[1] κι έναν καιρό στης Κρήτης ένα μιτσό[2] χωριό, την ώρα που έπιανε να φανερίζει[3] εφανήκαν να ’ρχονται απ’ το γυαλό φεργάδες[4] πειρατικές.

Ηλωλαθήκανε[5] ούλοι σαν τις είδανε.

Κι ετρέξανε να σωθούνε πριχού[6] οι πειρατές πατήσουνε το ποδάρι τους στη στεριά.

Όπως ημπορούσε ο κάθα εις[7].

Μα πριν από όλους εφροντίσανε για τα κορίτσια.

Μην τύχει και πέσουνε σ’ απίστων χέρια.

Το Μαριώ του Κωσταντή το ρουφώσανε[8] στο πηγάδι.

Τη Λενιώ του Μανώλη στη βάγκα[9].

Και το μιτσό το Αννάτσι, το εχώσανε πίσω απ’ της μάντρας το μεγάλο χαράκι[10] κι απ’ εκεί αμίλητο θωρούσε ό,τι γινόταν στο χωριό.

Εφάνηκαν ν’ ανηφορίζουν οι πειρατές στο καλντερίμι όταν ο Γιαννακός έτρεξε ογλήγορις κατά την καλύβα του που ήντονε στην άκρια του χωριού.

Η γρε[11] του η Ακριβή εστεκούντανε στην κάμαρη κι εσιγοτραγουδούσε.

– Εγόη μου[12], έβγα όξω Ακριβή μου κι έλα ογλήγορις να σε κρύψω, είπε ο Γιαννακός αλαφιασμένος κι διπλοσφάλισε την πόρτα.

– Είντα[13] γίνεται καλέ μου και ψαλιμουδίζεις[14]; αποκρίθηκε εκείνη.

– Πειρατές εβγήκαν στη στεριά και φοβούμαι για λόου[15] σου, μη σου κάμουνε κακό.

Εγέλασε πλατιά η Ακριβή.

– Και για δαύτο σεκλετίζεσαι[16] μωρ’ γέρο μου; Για τσ’ αρωδαμοί[17] ριζακάρει[18], μα όχι για λόου μου που πάτησα τα ογδόντα.

Την εκοίταξε γλυκά, πονετικά. Κι αποκρίθηκε:

– Κι αν σε δουν με τα μάτια μου;

Κρ. Π.

Πηγή: «από στόμα σε στόμα»

[1] Βολά: φορά
[2] Μιτσό: μικρό
[3] Φανερίζει: ξημερώνει
[4] Φεργάδες: ιστιοφόρα πλοία
[5] Ηλωλαθήκανε: τρελαθήκανε (από ανησυχία)
[6] Πριχού: πριν
[7] Κάθα εις: καθένας
[8] Ρουφώσανε: κρύψανε
[9] Βάγκα: το μεγάλο αυλάκι
[10] Χαράκι: μεγάλη πέτρα, ριζωμένος βράχος
[11] Γρε: γριά
[12] Εγόη μου: αλίμονό μου
[13] Είντα: τι;
[14] Ψαλιμουδίζεις: μουρμουρίζεις
[15] Για λόου σου: για σένα
[16] Σεκλετίζεσαι: σκας, ανησυχείς πολύ
[17] Για τσ’ αρωδαμοί: για τους τρυφερούς βλαστούς
[18] Ριζακάρει: υπάρχει κίνδυνος

Πηγή: Αμφοτεροδέξιος

το «σπιτάκι της Μέλιας»