Έλενα

Γύρω στις 12 το μεσημέρι, σκονισμένα αυτοκίνητα, βαριεστημένοι άνθρωποι με γυαλιά ηλίου-«αποστάσεις κρατώ» τα λέω εγώ (και από τον ήλιο και από ανθρώπους), 32 βαθμοί κι’ ένας φόβος να σέρνεται σαν φίδι, νωχελικά, ανάμεσα στον κόσμο.

Για όλα φοβάσαι. Το χειρότερο δηλαδή: Φόβος-φυσική κατάσταση. Έτσι απλά φοβάσαι, όπως ανασαίνεις, όπως περπατάς.

Περιμένεις: Την κυβέρνηση, την Ευρώπη, το χαράτσι, το επόμενο χτύπημα.

Στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου άκουγα τον παρακλητικό κανόνα του Αγίου Νικολάου του Πλανά.

Ήρθε στο μυαλό μου αυτό το ήρεμο γεροντάκι που περπατούσε στους δρόμους της παλιάς Αθήνας, μόνο για να πάει στον Θεό.

Τον φαντάστηκα στο «τώρα», να διασχίζει την ζεστή άσφαλτο με σκονισμένο το στρίφωμα του ράσου, κυρτός και με χαμόγελο άνευ εμφανούς αιτιολογίας, σαν καταλύτης των βιοτικών μεριμνών, σαν σύνοψη των ουσιαστικών της ζωής, σαν διαρκές πράσινο στα φανάρια για τον Παράδεισο.

Ξαφνικά, δεν με ένοιαζε να βρω παρκάρισμα, δεν με εκνεύριζαν τα κορναρίσματα, καρφάκι δεν μου καιγόταν για τους νέους υπουργούς, γελοία μου έμοιαζαν τα σχέδια της εξουσίας.

Πήρα στο κατόπιν το πλάσμα της φαντασίας μου, τον Άγιο Νικόλα τον απλούν και όλα έγιναν μαλακά σαν εξωτερικό καταϊφιού, γλυκά σαν το μέσα του καρύδι και εξηγημένα και τοποθετημένα σαν τα θεωρήματα που αναπαύτηκαν στη σιγουριά των δογμάτων.

Ανεβαίνει, κατεβαίνει πεζοδρόμιο, χαλαρά κι’ εγώ συντονίζομαι, γυρνάει που και που και με κοιτάζει με χαμόγελο συνωμοτικό καθώς και οι δυο ξέρουμε πού πάμε: Εκείνος προς εργασίαν των εντολών Του και γω καταπόδι του δικαίου παππά, επ’ ελπίδι ευλογίας.

Η ζέστη δεν ίδρωνε πια αγωνία στο μέτωπό μου. Λες και είχαμε φτάσει….Μοναστήρι να ήταν, Εδέμ, το εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου με τα ψάλματα του Παπαδιαμάντη, κάτω από τα δέντρα οι πνοές του Θεού βασάνιζαν τους δαίμονες του μεσημεριού που αυτοακυρώνονταν σε κάθε βήμα του παππούλη.

Η καμπάνα χτύπησε ώρα φαγητού, στρώθηκαν τράπεζες λιτού ζυμωτού άρτου και το λάδι αναπαύτηκε σε φασολάκια αγροκτήματος.

Παρκάρισα και τον έχασα αλλά στο γραφείο μια μυρωδιά αρχαίου χωριού, ένα λιβάνι που δεν έκαιγε πουθενά αλλά μύριζε, μια γαλήνη που δεν ήταν από μένα, ένα χαμόγελο αγνώστου προελεύσεως με έπεισαν πως -τελικά- προς εργασίαν των εντολών Του, ήρθε μαζί μου για το «κοπιώντες και πεφορτισμένοι» μου.

Στο ντουλάπι με τις Α4 κόλλες έχει ένα μικρό κενό….

«Ποιός να ξέρει που μπορούν να χωρέσουν οι Άγιοι…» χαμογέλασα και άνοιξα τον υπολογιστή.

Πηγή: τί και πώς

το «σπιτάκι της Μέλιας»