Τὰ μαρτύρια ματαίως ἀφήρεσαν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὸ μεγαλοφάνταστον κτίσμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ τὰ μαρτύρια τῆς βυζαντινῆς του καταγωγῆς. Ματαίως τὸ ἐστόλισαν μὲ τὴν ἰσλαμικὴν διακόσμησιν.

Κάτω ἀπὸ τὸ ἀσβεστόχρισμα, τὸ ὁποῖον τοῦ ἔκαμαν, μισοφαίνονται πάντοτε τὰ παλαιὰ ψηφιδωτά, ποὺ ἐσκόρπιζον ἄλλοτε γλυκεῖαν λάμψιν.

Κάτω ἀπὸ τὰ στηρίγματα τοῦ θόλου, εἰς τὰς καμπύλας τῶν τόξων καὶ τῶν ἁψίδων, ὡσὰν μέσα ἀπὸ λευκὴν ὁμίχλην, προβάλλουν μορφαὶ ἀρχαγγέλων, ἁγίων, χερουβείμ.

Εἰς τὸ μέγα ψηφιδωτὸν εἶναι μεγαλειωδῶς ἐνθρονισμένος ὁ Χριστός· εἰς τοὺς πόδας του εἶς αὐτοκράτωρ, ἀπαστράπτων ἐκ πορφύραςτ καὶ χρυσοῦ, κλίνει εὐλαβῶς τὸ γόνυ καὶ τὸ μέτωπον εἰς τὴν γῆν.

Ἀπὸ τὸ ὅραμα αὐτό, ποὺ μόλις γλυκοφαίνεται, ἀναγεννῶνται δέκα αἰῶνες ἱστορίας σβησμένης, ἡ ὁποία ὑπῆρξεν ἱστορία δόξης. Οἱ θόλοι αὐτοὶ εἶδαν ἄλλοτε αὐτοκρατορικὰς στέψεις, στέψεις πατριαρχῶν, ἱερὰς συνόδους, δοξολογίας θριάμβων.

Εἶδαν τὸν πατριάρχην καὶ τὸν αὐτοκράτορα νὰ προχωροῦν τελικῶς μέσα εἰς τὰ σύννεφα τοῦ λιβανωτοῦ καὶ τὰς φλόγας τῶν λαμπάδων, τὴν λάμψιν ἀτελειώτων παρελάσεων εἰς τὰς μεγάλας ἑορτὰς τῆς Χριστιανοσύνης.

Εἶδαν τὰς μεγαλοπρεπεῖς βυζαντινὰς λειτουργίας, κατὰ τὰς ὁποίας οἱ ἱεροὶ ψαλμοί, τὰ πολυάριθμα φῶτα καὶ αἱ τελετουργικαὶ κινήσεις τοῦ κλήρου ἐξέπληττον τοὺς βαρβάρους, ποὺ ἤρχοντο εἰς τὸ Βυζάντιον…

Εἰς τὴν βυζαντινὴν Κωνσταντινούπολιν εἶχον τοὺς οἴκους των ὁ Θεός, ὁ Αὐτοκράτωρ καὶ ὁ Λαός: τὴν Ἁγίαν Σοφίαν, τὸ Παλάτιον, τὸν Ἱππόδρομον. Εἶναι τὰ τρία κέντρα τοῦ Βυζαντίου.

Ἀπὸ τὸ Παλάτιον δὲν σώζεται πλέον τίποτε· ἀπὸ τὸν Ἱππόδρομον ὀλίγιστα ἴχνη. Ἡ Ἁγία Σοφία μόνον, καλλιτέχνημα τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ θρησκευτικὸν κέντρον τῆς αὐτοκρατορίας, σώζεται ὁλόκληρος.

Οἱ αἰῶνες τὴν ἐφύλαξαν, καὶ σήμερον ἀκόμη παραμένει ὁ ὡραιότερος τύπος τῆς βυζαντινῆς ἐκκλησίας καὶ τέχνης.

Ἡ παράδοσις

Ἀπὸ τοῦ 1453, ὁπότε ἡ Ἁγία Σοφία ἔγινε τουρκικὸν τζαμί, δὲν ἔχει βέβαια τὴν πρώτην της λάμψιν. Ἔχει ὅμως τὸ θέλγητρον τῆς ἱστορίας καὶ τῶν παραδόσεων.

Ὅταν αἱ θύραι τῆς Ἁγίας Σοφίας παρεβιάσθησαν ἀπὸ τὰς ἐχθρικὰς ὀρδάς, εἷς λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου, καθὼς λέγει ἡ παράδοσις, ἐλειτούργει ἀκόμη ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ.

Εἰς τὸν καλπασμὸν τῶν ἵππων τοῦ ἐχθροῦ, εἰς τοὺς ἀπειραρίθμους κατακτητάς, εἰς τὰς φωνὰς τοῦ τρόμου τῶν πιστῶν, ὁ ἱερεὺς διέκοψε τὴν λειτουργίαν· ἔλαβε τὸ δισκοπότηρον μὲ τὰ ἱερὰ σκεύη τῆς Μεταλήψεως καὶ μὲ σταθερὸν καὶ τελετικὸν βῆμα κατηυθύνθη εἰς τὰ πλάγια τοῦ θυσιαστηρίου.

Οἱ στρατιῶται κραδαίνοντες τὰ ξίφη των ὥρμησαν ἐναντίον του· ὁ ἱερεὺς ὅμως ἐξηφανίσθη εἰς ἓν αἰφνίδιον ἄνοιγμα τοῦ τοίχου, ὁ ὁποῖος ἔκλεισεν ἀμέσως μετὰ τὴν ἐξαφάνισίν του.

Ἐνόμισαν οἱ Τοῦρκοι, ὅτι ἦτο μυστικὴ θύρα καὶ ἔτρεξαν νὰ τὴν ἀνοίξουν. Τίποτε… Εἶδαν τὸν τοῖχον στερεὸν καὶ συμπαγῆ.

Ἀπὸ τὸν τοῖχον αὐτὸν λέγουν, ὅτι ἀκούεται καὶ τώρα κάποτε κάποτε μία ἀόριστος ψαλμῳδία. Ὁ κρυμμένος λειτουργὸς ὑποψιθυρίζει τοὺς ψαλμούς.

Ὅταν ἡ Ἁγία Σοφία γίνη πάλιν χριστιανική, θὰ βαδίσῃ πάλιν πρὸς τὸ ἱερὸν καὶ θὰ συνεχίση τὴν λειτουργίαν, ἡ ὁποία διεκόπη τὴν 29ην Μαῖου τοῦ Ι458.

( Ἀνέκδοτον) Χάρης Ἡμερινὸς (Ζαχαρίας Παπαντωνίου)

Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»

Νεοελληνική Λογοτεχνία Στ΄Δημοτικού
Γ. ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΥ, Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ, Θ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Θ. ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ν. ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
1952

Εἰκόνες ἀπὸ: wikipedia commons καὶ pallasweb

το «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»