Ο μέγας Βιτάλιος ἀρχικά ἡσύχαζε στή μονή τοῦ μονάχου Σερίδωνος. Ἐκεῖνο τόν καιρό (τῆς πατριαρχίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου) ἦρθε στήν Ἀλεξάνδρεια.
Τή ζωή του ἐδῶ, στήν Ἀλεξάνδρεια, πολύ εὔκολα θά μποροῦσαν νά τήν κατηγορήσουν οἱ ἄνθρωποι, στό Θεό ὅμως ἦταν ἐξαιρετικά εὐάρεστη, ὅπως τελικά ἀποδείχθηκε.
Ὅταν ἦρθε, δηλαδή, στήν πόλη ὁ γέροντας –ἦταν ἤδη πάνω ἀπό ἑξήντα χρόνων– βάλθηκε νά καταγράφει μέ ἐπιμέλεια ὅλες τίς πόρνες τῶν διαφθορείων!
Συνάμα ἔπιασε δουλειά (κάπου), καί συμφώνησε νά παίρνει μεροκάματο δώδεκα ὀβολούς. Μέ τόν ἕναν ἀπ’ αὐτούς ἀγόραζε λούπινα καί τά ἔτρωγε μετά τή δύση τοῦ ἡλίου.
Τούς ὑπόλοιπους πήγαινε κάθε νύχτα καί τούς ἔδινε σέ κάποια πόρνη, λέγοντάς της:
Πάρε τοῦτα (τά χρήματα), καί φυλάξου αὐτή τή νύχτα ἀμόλυντη γιά χάρη μου.
Καί μετά ἀπ’ αὐτό, ἔμενε ὄρθιος ὁλόκληρη τή νύχτα σέ μιά γωνιά τοῦ πορνείου τῆς γυναίκας ἐκείνης, κάνοντας μετάνοιες, ψελλίζοντας ἀκατάπαυστα ψαλμούς καί ὑψώνοντας ἱκετευτικά τά χέρια στό Θεό γι’ αὐτήν.
Ἔφευγε μέ τήν αὐγή, ἀφοῦ πρῶτα τήν ἔβαζε νά δεσμευθεῖ ὅτι δέν θά φανέρωνε σέ κανέναν αὐτό (πού εἶχε γίνει).
Κάποιαν πάντως, πού τόλμησε νά καταφρονήσει τήν ὑπόσχεσή της καί ν’ ἀποκαλύψει τό μυστικό, τήν ἔκανε ὁ γέροντας μέ τήν προσευχή του νά δαιμονιστεῖ, ὥστε νά μήν τολμήσει πιά καμιά ἀπό τίς ἄλλες νά κάνει γνωστά ὅσα ἀφοροῦσαν τή ζωή του.
Γιατί αὐτός σ’ ἕνα μόνο ἀποσκοποῦσε, στή σωτηρία ψυχῶν. Καί προσευχόταν νά συγχωρηθεῖ ἡ ἁμαρτία ἐκείνων πού μιλοῦσαν ἐναντίον του (συκοφαντικά).
Τό ἔργο τοῦτο τοῦ γέροντα ἔγινε αἰτία νά σωθοῦν πολλές.
Γιατί βλέποντας οἱ γυναῖκες τήν ὁλονύκτια ὀρθοστασία του καί τή γλώσσα του νά ὑμνολογεῖ ἀκατάπαυστα τό Θεό καί τή συνεχή προσευχή του γιά τή μεταστροφή καί τή σωτηρία τους, ξέκοβαν ἀπό τίς αἰσχρές τους πράξεις, φρόντιζαν μέ ἐπιμέλεια γιά τή σωφροσύνη, καί ἄλλες παντρεύονταν μέ νόμιμο σύζυγο, ἄλλες ἔμεναν ἔτσι, μακριά πιά ἀπό τίς ἁμαρτίες, ἐνῶ ἄλλες ἐγκατέλειπαν ἐντελῶς τόν κόσμο, προτιμῶντας τόν μοναχικό βίο.
Κανείς πάντως, ὅσο ζοῦσε (ὁ ὅσιος Βιτάλιος), δέν ὑποπτεύθηκε τή θεάρεστη κρυφή ζωή του.
Γι’ αὐτό ἀκριβῶς, ὅταν κάποτε ἔβγαινε ἀπό τό καταγώγιο τῆς πιό διαβόητης πόρνης, τόν συναντάει κάποιος ἀκόλαστος –μπαίνοντας ἐκεῖνος γιά ν’ ἀγοράσει τή βδελυρότητα–, καί τόν χτυπάει μ’ ὅλη του τή δύναμη στό σαγόνι, λέγοντας:
«Ὥς πότε, θεομπαίχτη, θά συνεχίζεις τίς αἰσχρότητές σου;».
Σ’ αὐτά ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Φτωχέ μου, ἔχεις νά δεχθεῖς τέτοιο χαστούκι, πού ὅλη σχεδόν ἡ Ἀλεξάνδρεια θά μαζευτεῖ ἀπ’ τίς φωνές σου».
Πέρασε ἀρκετός καιρός, καί ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ἄνθρωπος ἀναχώρησε γιά τόν Κύριο. Ἔμενε τότε σ’ ἕνα στενόχωρο κελλάκι, πού εἶχε χτίσει κάπου στή λεγόμενη Ἠλιούπολη πόλη τῆς Κάτω Αἰγύπτου.
Ἐκεῖ κάποιοι γείτονες τοῦ εἶχαν παραχωρήσει ἕνα μικρό παρεκκλήσι, ὅπου ἔκανε πολλές λατρευτικές συνάξεις Ὅταν λοιπόν κοιμήθηκε, κανείς δέν τό πῆρε εἴδηση.
Παρευθύς ὅμως ἐμφανίζεται ἕνας ἀπαίσιος Αἰθίοπας στόν ἀκόλαστο ἐκεῖνο, πού τόν εἶχε ραπίσει, καί τοῦ καταφέρνει στό πρόσωπο ἕνα χτύπημα δυνατό καί βροντερό –τόσο πολύ, πού ὁ κρότος ἀκούστηκε σέ πολύ μεγάλη ἀπόσταση– λέγοντάς του συνάμα:
Ἅρπαξε τοῦτο ’δῶ τό χαστούκι, πού σοῦ τό στέλνει ὁ μοναχός Βιτάλιος, ὅπως σοῦ τό εἶχε πεῖ.
Ἀμέσως τότε ὁ ταλαίπωρος δαιμονίστηκε καί ἄρχισε νά κυλιέται (στή γῆ). Σύμφωνα μέ τήν πρόρρηση τοῦ ἁγίου, σχεδόν ὅλη ἡ Ἀλεξάνδρεια μαζεύτηκε γύρω του.
Μόλις λοιπόν, μετά ἀπό πολλή ὥρα, σηκώθηκε, ἄρχισε νά ξεσκίζει τά ροῦχα του. Σέ μιά στιγμή πετάχτηκε πάνω κι ἔτρεξε πρός τό σπιτάκι τοῦ ἁγίου, φωνάζοντας:
«Ἐλέησέ με, δοῦλε τοῦ Θεοῦ Βιτάλιε, γιατί πολύ ἁμάρτησα ἀπέναντι στό Θεό καί σέ σένα»!
Ὅπως εἶδαν ὅλοι ὅσοι ἔτυχε νά βρίσκονται ἐκεῖ, μόλις ἔφτασε στό σπιτάκι τοῦ γέροντα, τό δαιμόνιο τόν ἔριξε χάμω, τόν ἔκανε νά σπαράξει καί μετά τόν ἄφησε.
Ὅταν λοιπόν τά εἶδαν αὐτά (οἱ παρόντες), μπῆκαν μέσα καί βρῆκαν τόν ὅσιο γονατιστό, νά ἔχει παραδώσει στό Θεό τήν ψυχή του καθώς προσευχόταν. Ὕστερα, σκύβοντας στό ἔδαφος, εἶδαν κάτι γραμμένο. Νά τί ἔγραφε:
«Ἄνθρωποι τῆς Ἀλεξάνδρειας, μήν κρίνετε τίποτα πρόωρα, ὥσπου νά ἔρθει ὁ Κύριος».
Τότε ὁ δαιμονισμένος ἄρχισε νά ἐξομολογεῖται μπροστά σέ ὅλους ὅ,τι εἶχε κάνει ἐναντίον τοῦ δικαίου καί ὅ,τι προφητικά τοῦ εἶχε πεῖ ἐκεῖνος – αὐτό πού εἶχε πάθει τώρα.
Ἀμέσως ἐνημερώθηκε γιά ὅλα ὁ πατριάρχης, (ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ ἐλεήμων). Καί μόλις ἦρθε, μαζί μέ ὅλους τούς κληρικούς του, καί διάβασε αὐτό πού ἦταν γραμμένο στό ἔδαφος, εἶπε:
«Παρά λίγο, ἄν παρασυρόμουν ἀπό τά λόγια τῶν συκοφαντῶν, νά ἔτρωγα ἐγώ ἐκεῖνο τό ράπισμα!».
Τότε συγκεντρώθηκαν καί οἱ (πρώην) πόρνες, πλῆθος, γιά τήν κηδεία τοῦ τίμιου σώματος, φέρνοντας ἀρώματα καί λαμπάδες καί θρηνολογώντας ἀπ’ τά βάθη τῆς καρδιᾶς τους γιά τή στέρηση
τῆς διδαχῆς του, ἀπό τήν ὁποία πήγαζε τόση ὠφέλεια.
Τότε φανέρωσαν καί τή ζωή του, ὅτι δηλαδή δέν πήγαινε κοντά τους μέ πονηρό σκοπό, (ἀφοῦ) οὔτε τά μάτια του σήκωσε ποτέ σέ καμιά τους οὔτε τά χέρια τούς ἄγγιξε μέ τό χέρι του οὔτε, πολύ περισσότερο, ξάπλωσε σέ κάποιας τό πλευρό.
Μερικοί ὅμως ἄρχισαν νά τίς κατηγοροῦν γιά τή σιωπή τους, λέγοντας ὅτι ἔτσι εἶχαν τό κρίμα γιά τό σκανδαλισμό πολλῶν. Ἐκεῖνες τότε πρόβαλαν σάν ἀπολογία τήν ἐντολή τοῦ ἁγίου καθώς καί τήν παιδαγωγική μάστιγα, μέ τήν ὁποία ὁ δαίμονας χτύπησε τήν ἀνυπάκουη.
Αὐτός πάλι πού εἶχε δώσει (στόν ἅγιο) τό ράπισμα καί τό εἶχε πάρει πίσω, ἀπό τότε δέν παρέλειψε ποτέ νά πηγαίνει στόν τάφο τοῦ μακαρίου, πού ἀναδείχθηκε σέ θησαυρό πολλῶν θαυμάτων, καί νά τιμᾶ (κάθε χρόνο) τή μνήμη του μέ τήν καθιερωμένη ψαλμωδία.
Ὕστερα ἀπό λίγα χρόνια ἔγινε καί μοναχός στή μονή τοῦ ἀββᾶ Σερίδωνος. Μάλιστα, γιά τήν πολλή του εὐλάβεια στόν ἱερό Βιτάλιο, τοῦ ἔδωσαν τό κελί ἐκείνου. Ἔτσι ἔμεινε ἐκεῖ ὥς τό θάνατό του, ἀφοσιωμένος στή ζωή τῆς ἡσυχίας.
Ὁ πατριάρχης πάλι εὐγνωμονοῦσε ὁλόψυχα τό Θεό, πού τόν φύλαξε γιά νά μήν πεῖ ἤ νά σκεφτεῖ κάτι κακό γιά τή μακάρια καί ἀοίδιμη ἐκείνη ψυχή. Ἀλλά καί πολλοί ἀπό τούς Ἀλεξανδρινούς, πού εὔκολα κατέκριναν, διορθώθηκαν καί ἔκοψαν τήν κακή αὐτή συνήθεια.
Σέ μερικούς μάλιστα ὁ πατριάρχης ἔλεγε: «Πρέπει νά προσέχουμε, ἀδελφοί, καί νά μήν εἴμαστε εὔκολοι στήν κατάκριση».
(ἀπό τόν Βίο Ἁγ. Ἰωάννου Ἐλεήμονος)
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»
ΟΛΚΑΣ
Περιοδικόν Ἱ.Μ. Λέρου, Καλύμνου καί Ἀστυπαλαίας
Τεῦχος 6 – Φεβρουάριος 2010
Εἰκόνα ἀπὸ: newtimes.ru
Σχολιάστε
Comments feed for this article