Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης φωτογραφημένος ἀπὸ τὸν Γεώργιο Χατζόπουλο, τὸ 1908
Τοῦ Ἀθανάσιου Γιαλούρη
– Γιὰ ποῦ τόσο βιαστικὸς κύρ-Ἀλέξανδρε;
Προχωρεῖ μὲ βῆμα γοργό, σκυφτός, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα μπροστά. Τὰ γένια του ἁπλώνονται ἄταχτα, τὸ ντύσιμό του εἶναι ἁπλό, μᾶλλον φτωχικό, οἱ ἄκρες τῶν μανικιῶν του ξεφτισμένες.
Εἶναι τέτοια ἡ ἀντίθεση μὲ τὸν καλοντυμένο κύριο ποὺ τοῦ ἀπευθύνει τὸ λόγο ὥστε θὰ μποροῦσε κανείς, ἂν δὲν τὸν ἤξερε, νὰ τὸν περάσει γιὰ ὑπηρέτη.
Κι ὅμως ὁ κύριος ἀπέναντί του εἶναι φανερὸ πὼς τὸν ἀντιμετωπίζει μὲ σεβασμό.
– Γυρίζω στὴν «Ἀκρόπολη». Ἔχω ἀρκετὴ δουλειὰ γι’ ἀπόψε.
– Μὰ τόσο ἀργὰ πηγαίνετε στὴν ἐφημερίδα;
– Ὄχι, ἤμουν ἐκεῖ ἀπὸ τὸ μεσημέρι ἀλλὰ ἔλειψα γιὰ δυὸ ὧρες καὶ ἐπιστρέφω. Εἶχα πάει, βλέπετε, νὰ προφτάσω τὸν ἥλιο.
– Νὰ προφτάσετε τὸν ἥλιο; Τί ἐννοεῖτε;
Ὁ ταπεινὸς γέροντας χαμηλώνει ἀκόμη περισσότερο τὰ μάτια καὶ τὰ μάγουλα πάνω ἀπ’ τὰ λευκὰ γένια σὰν νὰ γίνονται πιὸ κόκκινα.
– Νά, ξεύρετε, ἦταν τόσο γλυκὸ αὐτὸ τὸ ἀνοιξιάτικο ἀπόγευμα ποὺ δὲν ἄντεξα στὸν πειρασμό. Τὰ παράτησα ὅλα καὶ περπάτησα ὣς τὸ Ζάππειο νὰ χαρῶ τὶς τελευταῖες ἀκτίνες τοῦ ἥλιου.
Ἀλλὰ τώρα πρέπει νὰ ἐπιστρέψω καὶ νὰ καθίσω ὣς τὸ βράδυ. Πρέπει σήμερα νὰ παραδώσω τὸ πασχαλινὸ διήγημα γιὰ τὴν ἐφημερίδα.
– Καλὴ δουλειὰ τότε, εὔχεται ὁ καλοντυμένος κύριος καὶ συνεχίζει τὸ δρόμο του. Τὸ ἴδιο κάνει κι ὁ σκυφτὸς γεράκος μέχρι ποὺ φτάνει στὴν εἴσοδο τοῦ κτιρίου τῆς ἐφημερίδας καὶ γλιστρᾶ μέσα ἀλαφροπατώντας σὰν ἴσκιος.
Χώνεται σ’ ἕνα γραφειάκι χωρὶς νὰ συναντήσει κανέναν, παίρνει τὰ σύνεργά του, σκέφτεται λίγο κι ἀρχίζει νὰ γράφει σὲ μία κόλλα καθαρὸ χαρτί:
«Ὁ κύρ-Κωνσταντὸς ὁ Ζμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος τοῦ δήμου…»
Καθὼς συνεχίζει φέρνει στὸ νοῦ του τὸν κύρ-Στάθη τὸ Μπόζα, τρίτο πάρεδρο στὸ δικό του τόπο, ποὺ κάθε φορὰ ποὺ γίνονταν ἐκλογὲς τὰ κατάφερνε νὰ βγαίνει δίχως κόπο τρίτος πάρεδρος ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τέταρτος ὑποψήφιος.
«…ὑπεσχέθη νὰ πάγη νὰ συλλειτουργήση μὲ τὸν παπα-Διανέλλον τὸν Πρωτέκδικον, ἔξω εἰς τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου… διὰ νὰ ψάλη καὶ συνεορτάσωσιν ὁμοῦ τὴν Ἀνάστασιν…»
Βρίσκεται κιόλας μὲ τὴ φαντασία του πίσω στὸ νησί του, κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἁπλοὺς κι ἀγαπημένους ποὺ τόσο τοῦ λείπουνε μέσα στὴν ἄχαρη καὶ πολυάνθρωπη τούτη πόλη ὅπου ὅλοι τοῦ εἶναι ξένοι.
Πόσο θὰ τό ’θελε τοῦτο τὸ Μεγαλοβδόμαδο ποὺ πλησιάζει νὰ ἦταν κι ἐκεῖνος ἐκεῖ καὶ νὰ γιόρταζε τὴν Ἀνάσταση σ’ ἕνα φτωχικὸ ἀλλὰ σεπτὸ ἐκκλησάκι, χτισμένο κοντὰ σὲ μίαν ἀκτὴ ἀπ’ ὅπου θ’ ἀκουγόταν ὁ χτύπος ἀπ’ τὸ κύμα.
– Ἐργάζεσθε ἀκόμη κύριε Παπαδιαμάντη;
Ἡ βαριὰ φωνὴ τὸν ξαναφέρνει στὴν πραγματικότητα.
– Ναί, κύριε Διευθυντά. Ἑτοιμάζω ἕνα διήγημα γιὰ τὸ πασχαλινὸ φύλλο.
– Μὰ ἡ μετάφρασις τοῦ ἀγγλικοῦ μυθιστορήματος; παρατηρεῖ μὲ κάποια δόση ἀνησυχίας ὁ κύριος Διευθυντής.
– Τὴν ἐτελείωσα τὸ μεσημέρι καὶ τὴν ἔχω ἤδη παραδώσει, τὸν καθησυχάζει ὁ γεράκος καθὼς σηκώνεται μὲ σεβασμὸ ἀπ’ τὴν καρέκλα του.
– Ἄ, πολὺ καλά, ἀπαντᾶ ὁ ἄλλος καὶ στρέφεται νὰ φύγει ἀλλὰ στὴ συνέχεια κοντοστέκεται. – Διήγημα εἴπατε;
– Μάλιστα, πασχαλινό.
– Καὶ πῶς ἐπιγράφεται παρακαλῶ;
– «Λαμπριάτικος ψάλτης».
Τὸ ὕφος τοῦ κυρίου Διευθυντοῦ δὲν προδίδει μεγάλο ἐνθουσιασμό:
– Δὲν πιστεύω νὰ εἶναι πάλι καμιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἱστορίες τοῦ νησιοῦ σας μὲ τοὺς παπα-Μπεφάνηδες κι ἐκεῖνες τὶς θειάδες, τὶς Ἀρετοῦδες καὶ τὶς Μαλαμοῦδες;
– Κάπως ἔτσι, ἀπαντᾶ ντροπαλὰ ὁ κύρ-Ἀλέξανδρος.
– Μὰ ἀγαπητέ μου, χωρὶς νὰ θέλω νὰ σᾶς προσβάλω, πιστεύετε ὅτι μᾶς χρειάζεται κάτι τέτοιο; Θαρρεῖτε πὼς τὸ κοινὸ θέλγεται ἀπὸ τὶς ἀναμνήσεις σας ἢ ὅτι συγκινεῖται ἀπὸ τὰ αἰσθήματά σας;
Τὸ κάματε μία φορά, τὸ κάματε δύο, δὲ φτάνει πιά; Δὲν βλέπετε ὅτι τὸ αἰώνιο θέμα σας ἐξαντλήθηκε καὶ ὅτι εὑρίσκεσθε στὴν ἀνάγκη νὰ προσπαθεῖτε μὲ τὸ ζόρι νὰ παρουσιάσετε κάθε χρόνο ἁπλῶς μιὰ παραλλαγὴ τῶν προηγουμένων;
Ὁ κύρ-Ἀλέξανδρος ἀκούει σκυφτὸς τὸ χείμαρρο τοῦ συνομιλητῆ του. Δὲν κάνει καμιὰ κίνηση, δὲ δείχνει καμιὰν ἀντίδραση. Ὅμως μία φλεβίτσα στὸ μέτωπό του φαίνεται νὰ χτυπάει ὅλο καὶ πιὸ γρήγορα, ὅλο καὶ πιὸ δυνατά.
Ὁ ἄλλος συνεχίζει:
– Ὅλα αὐτὰ σᾶς τὰ λέγω μὲ ὅλο τὸ θάρρος γιατὶ ξέρετε πόσο πολὺ σᾶς ἐκτιμῶ ὡς μεταφραστὴ καὶ ἄριστο κάτοχο τόσο τῆς ἑλληνικῆς ὅσο καὶ τῶν ξένων γλωσσῶν.
Συνεχίστε αὐτὴν τὴν ἐνασχόληση ποὺ εἶναι καὶ ἐπιτυχὴς καὶ ἀποδοτική. Ἤ, ἂν ἐπιθυμεῖτε τόσο τὴν παραγωγὴ πρωτότυπης ἐργασίας, ἐπιστρέψτε εἰς τὰ ἱστορικὰ μυθιστορήματα ποὺ ἐγράφατε παλιότερα.
Τὸ μυθιστόρημά σας γιὰ τὸν Γεώργιο Γεμιστὸ ἦταν ἐξαιρετικὸ ἂν παραβλέψουμε τὴν ἀτυχὴ ἐπιλογὴ νὰ τοῦ δώσετε τὸ ὄνομα μιᾶς… γυφτοπούλας. Ἀλλὰ νὰ ἐπανέρχεσθε συνεχῶς στὰ ναΐδρια καὶ τὶς θρησκευτικὲς τελετὲς τοῦ τόπου σας εἶναι ἀκατανόητο.
Ὁ κύριος Διευθυντὴς ξεροβήχει καὶ ἐπανέρχεται χαμογελαστός:
– Δὲ θὰ σᾶς ἐνδιέφερε νὰ σᾶς ἐνθυμοῦνται οἱ ἄνθρωποι μετὰ ἀπὸ εἴκοσι, πενήντα, ἑκατὸ ἂς ποῦμε χρόνια; Ὅλοι μας θὰ τὸ θέλαμε. Πιστεύω ὅτι μπορεῖτε νὰ κάμετε κάτι ποὺ νὰ μείνει καὶ μετὰ τὴν ἀποχώρησή σας ἀπὸ αὐτὸ τὸν κόσμο. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν θὰ μποροῦσε, βέβαια, νὰ εἶναι τὰ διηγήματα γιὰ τὴ θειὰ τὸ Μαλαμῶ.
Φαντάζεσθε ἔστω καὶ ἕναν ἄνθρωπο τοῦ ἑπομένου, τοῦ 21ου αἰῶνος, νὰ ἐνδιαφέρεται νὰ διαβάσει αὐτὸν τὸν –πῶς τὸν εἴπατε;- τὸ «Λαμπριάτικο ψάλτη σας»;
Τὸ ἀστεῖο φαίνεται πολὺ χαριτωμένο στὸν κύριο Διευθυντὴ ποὺ χαϊδεύει αὐτάρεσκα τὰ μουστάκια του. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀπέναντί του δὲν εἶναι πιὰ σκυφτός. Ἔχει ὀρθώσει τὸ κορμί του καὶ τὸ βλέμμα του εἶναι σκέτη φωτιὰ καθὼς τὸν κοιτάζει γιὰ πρώτη φορὰ κατάματα. Μόνο ἡ φωνή του εἶναι ἀκόμα κάπως σιγανή:
– Στὰ διηγήματα ποὺ δημοσίευσα κατὰ καιροὺς τὰ Χριστούγεννα ἢ τὸ Πάσχα ἐμπνεύσθηκα ἀληθινὰ ἀπὸ τὶς ἀναμνήσεις μου καὶ τὰ αἰσθήματά μου. Πουθενά, σχεδόν, δὲν θὰ βρεῖτε, ὅτι ἐπιδίωξα μία βεβιασμένη λύση γιὰ νὰ ἐξάψω τὴν περιέργεια τοῦ ἀναγνώστη.
Μίλησα γιὰ τοὺς ξενιτεμένους ποὺ γυρίζουν αὐτὲς τὶς μέρες ἢ θυμοῦνται μὲ κάποιον τρόπο τοὺς δικούς τους, πράγμα ποὺ τὸ εἶδα πολλὲς φορὲς νὰ συμβαίνει στὴν πραγματικότητα. Μίλησα γιὰ τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τοῦ τόπου μου κι ὅσα εἶπα ἦταν ἀληθινά.
Δὲν ξέρω πόσους μπορεῖ νὰ ἐνδιαφέρει τὸ πῶς ἕνας χωριάτης ἱερέας ξεκίνησε γιὰ νὰ λειτουργήσει σ’ ἕνα ξωκλήσι γιὰ χάρη μιᾶς μικρῆς ὁμάδας ἀπὸ ἀγρότες ἢ βοσκοὺς ὅμως αὐτὸ τὸ ἔχω ζήσει καὶ μπορῶ νὰ σᾶς βεβαιώσω ὅτι εἶναι πολὺ πιὸ ἀληθινὸ ἀπ’ ὅ,τι θὰ μποροῦσα νὰ γράψω γιὰ τοὺς φιλόσοφους ἢ τοὺς ἱππότες τοῦ Μεσαίωνα.
Θὰ μοῦ πεῖτε «τί μᾶς νοιάζει πῶς ἦταν τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναΐσκου, μὲ τὰ νυσταλέα καντήλια καὶ τὶς μαυρισμένες μορφὲς τῶν ἁγίων ὁλόγυρα; Ἐμεῖς θέλουμε διήγημα ποὺ νὰ εἶναι ὅλο ποίηση, ὄχι πεζὴ πραγματικότητα»…
Ὅσο προχωρεῖ ἡ φωνή του γίνεται ὅλο καὶ πιὸ δυνατή. Τώρα φωνάζει σχεδόν:
– Κι ἐγὼ λοιπὸν σᾶς λέω πὼς ὅσο ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ ἔχω τὰ λογικά μου δὲ θὰ πάψω πάντοτε νὰ ὑμνῶ μὲ λατρεία τὸ Χριστό μου, νὰ περιγράφω μὲ ἔρωτα τὴ φύση καὶ νὰ ζωγραφίζω μὲ στοργὴ τὰ γνήσια Ἑλληνικὰ ἤθη.
«Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσα μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μή σου μνησθῶ».
Ὁ κύριος Διευθυντὴς κουνάει συγκαταβατικὰ τὸ κεφάλι του. «Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνεπίδεκτος μαθήσεως» σκέφτεται. Χαμογελάει συγκρατημένα:
– Καλά, ἀγαπητέ μου, ὅπως νομίζετε. Δὲ θὰ χαλάσουμε γι’ αὐτὸ τὶς καρδιές μας, τοῦ λέει καὶ ἀποχωρεῖ μὲ ἤρεμη αὐτοπεποίθηση.
Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος κάθεται ξανὰ στὸ κάθισμά του. Θὰ χρειαστεῖ λίγη ὥρα μέχρι νὰ ἠρεμήσει. Ἡ θύμηση τοῦ νησιοῦ του θὰ τὸν βοηθήσει τελικὰ σ’ αὐτό.
Καὶ νὰ ποὺ ξαναπιάνει τὸ νῆμα τῆς ἀφήγησης:
«Ἄλλον βοηθὸν ὁ παπὰς δὲν εἶχεν∙ ὁ νεώτερος υἱός του, ἑτοιμαζόμενος ἐφέτος δι’ ἐξετάσεις εἰς τὸ διδασκαλεῖον, δὲν ἠδυνήθη νὰ ἔλθη τὸ Πάσχα…»
Ἔξω ἔχει τελείως σκοτεινιάσει. Μέσα ἐκεῖνος συνεχίζει ὣς τὸ τέλος:
«…τοῦ εἶχε φυλάξει ὀλίγα τεμάχια τοῦ ἀμνοῦ διὰ νὰ φάγη καὶ κάμη Λαμπρὴν ὁ πειναλέος ἀνθρωπίσκος.»
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»
ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Μηνιαία ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς
Ἔτος 18ο – Ἀριθμὸς Φύλλου 204 • Μάιος 2009
2 Σχόλια
Comments feed for this article
20 Απριλίου, 2020 στις 11:55 πμ
Φανή
Κάποτε, όταν θα έχει χαθεί και το τελευταίο ίχνος αγροτικής ζωής από την Ελληνική ύπαιθρο, τα εγγόνια μας και τα δισέγγονα μας θα σκυβουν πάνω από τον Παπαδιαμάντη για να μάθουν και να καταλάβουν πως ζούσαν οι πρόγονοι τους, πως σκεφτονταν, πως ενεργουσαν, τη Πίστη που είχαν. …Βιβλία ιστορίας θα έχουν για να μαθαίνουν τα παγκόσμια γεγονότα αλλά και τα δικά μας. Περιγραφή όμως της Ελληνικής συμπεριφοράς, της καρδιάς και των βιωμάτων του Έλληνα, πριν γίνει πολτός η ζωή του ίδια με των άλλων της Δύσης, δεν θα βρει καλύτερη περιγραφη από τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη! Γι αυτό πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα είναι η κυρια διδαχη στα σχολεία μας και στα Πανεπιστήμια μας.
Ακόμα ζούμε τον απαίσιο ξενοφερτο μιμητισμο μας, το λεγόμενο ψευτορωμεικο. …
Παρεμπιπτοντως κάποιος αγιος παπουλης της εκκλησιας μας είδε τον κυρ Αλέξανδρο ν αναπαυεται εν τοπω αναψυξεως και φυσικό είναι αφού όλη του τη ζωη εντρυφουσε γύρω από τις εκκλησιές και συναναστρεφοταν Αγίους !!! (Άγιος Νικόλαος Πλανάς)…
Χριστός Ανέστη Μέλια μου!
21 Απριλίου, 2020 στις 1:13 πμ
Μέλια
Αληθώς Ανέστη ο Κύριος Φανή μου!!
Σε μία αυλή στην περιοχή του Ψυρρή μέσα σε ένα μικρό κελί έζησε για περίπου δέκα χρόνια ο κοσμοκαλόγερος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.