ΚΟΝTΑ στὸ Μυστρά, σὲ μιὰ ψηλὴ κορφή, ποὺ φαίνεται ὅλος ὁ κάμπος τῆς Σπάρτης, ἦταν ἕνα κυπαρίσσι, τὸ μεγαλύτερο κυπαρίσσι τοῦ κόσμου. Τώρα δὲν ὑπάρχει πιά. Κάποιος κακὸς ἄνθρωπος εἶχε ἀνάψει φωτιὰ ἐκεῖ κοντὰ καὶ δὲν πρόσεξε κι ἔκαψε τὸ κυπαρίσσι.
Αὐτὸ τὸ κυπαρίσσι ἔχει τὴν ἱστορία του:
Ἐπὶ Τουρκοκρατίας, ὁ πασὰς τῆς Σπάρτης πῆγε σ’ αὐτὴ τὴ θέση, γιὰ νὰ διασκεδάση. Τοῦ ἔψησαν ἕνα ἀρνὶ καὶ κάθισε νὰ φάη. Εἶχε μαζί του καὶ ἕνα βοσκό, ἕνα νεαρὸ Χριστιανό, νὰ τὸν ὑπηρετῆ.
Μιὰ στιγμὴ τὸ παιδὶ γύρισε τὴ ματιά του καὶ εἶδε τὸν καταπράσινο κάμπο, μὲ τὰ ἄφθονα νερά· τὸ πῆρε τὸ παράπονο κι ἀναστέναξε.
Τὸ εἶδε ὁ πασὰς καὶ τὸ ρωτᾶ:
―Μωρὲ Ρωμιέ, τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;
―Τί νἄχω, πασά μου, ἀπαντᾶ ὁ βοσκός· συλλογίζομαι ὅτι ὅλ’ αὐτὰ τὰ μέρη κάποτε ἦταν δὶκά μας· κι ἔχομε τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό, πὼς πάλι δικά μας θὰ γίνουν.
Ὁ πασὰς θύμωσε.
―Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λές; τοῦ ἀπαντᾶ.
Καὶ ἁρπάζει τὴν ξύλινη σούβλα, ποὺ εἶχαν ψήσει τὸ ἀρνί, καὶ τὴν καρφώνει στὴ γῆ.
―Νά, τὸ βλέπεις αὐτό; τοῦ λέει· ἂν αὐτὸ τὸ ξερὸ ξύλο ἀποχτήση κλαδιά, τότε καὶ σεῖς θὰ πάρετε πάλι αὐτὰ τὰ μέρη.
Τὴν ἄλλη μέρα ἡ σούβλα ρίζωσε στὴ γῆ, βλάστησε καὶ φούντωσε κι ἔγινε τὸ περήφανο κυπαρίσσι τοῦ Μυστρᾶ. Καὶ ἐπειδὴ ὁ πασὰς ἔχωσε τὴ σούβλα στὴ γῆ ἀπὸ τὴ μύτη, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν κορφή, τὸ κυπαρίσσι εἶχε τοὺς κλάδους του πρὸς τὰ κάτω· ἔγινε θηλυκὸ κυπαρίσσι.
Διασκευὴ Δ. Κ.
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ ΕΚΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
Γ. ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΥ, Δ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ, Θ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Θ. ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ν. ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
1952
Σχολιάστε
Comments feed for this article