Η μέρα έδιωχνε τα σκοτάδια από πάνω της, προσμένοντας το φως του ήλιου.
Η Κατέρω άνοιξε τα μάτια της. Από το λιγοστό φως που έμπαινε στην κάμαρή της, μόλις και ‘βλεπε να ντυθεί. Οι κινήσεις της ήτανε βιαστικές, αλλά αθόρυβες.
Ο νοικοκύρης της κοιμότανε ακόμα δίπλα της. Έτσι όπως ήτανε μισοντυμένη, άκουγε τις ανάσες των παιδιώνε της από τη διπλανή κάμαρη και ησύχασε. Κατέβηκε σιγά σιγά την παλιά ξύλινη σκάλα.
Στο κατώι που κατέβηκε, νίφτηκε, σκουπίστηκε με τη σφογγιστόμπολά της, έκατσε και χτένισε τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της. Έπειτα τα μάζωξε πίσω στο κεφάλι της και αφού πέρασε το μαντίλι πάνω τους, έβαλε τα παπούτσια της και βγήκε όξω.
Ο Σεπτέμβρης κόντευε να βγει. Είχε, δεν είχε οχτώ μέρες ακόμα. Έκανε ψύχρα αυτό το πρωί. Η Κατέρω αναρίτσιασε απ’ το κρύο και αυθόρμητα τύλιξε τα χέρια της γύρω από το νεανικό κορμί της.
Πήγε γλήγορα στο διπλανό σπίτι και χτύπησε αδύναμα το παραθύρι της κάμαρης που κοιμόταν η συνυφάδα της, η Τασούλα. Εκείνη, αφού πέρασε μια φτισμή, αποκρίθηκε από μέσα μυσταγμένα: «Ασκώνομαι Κατέρω!».
Ωστόσο η Κατέρω πήγε στο παλιοκουζινί της και με σβέλτες κινήσεις άναψε στια. Μετά μπήκε στην κουζίνα της, έριξε ένα τρικό πάνω της και έβαλε να κάμει καφέ και για τις δύο.
Ήτανε άξιες και τίμιες κοπέλες και αγαπούσε πολύ η μια την άλληνε, αφού και οι δύο ήτανε ξένες, από τα διπλανά χωριά. Τις παντρευτήκανε τα δυο αδέλφια, ο Βασίλης και ο Θωμάς, και όχι ψέματα, προκόψανε. Είχανε να πούνε όλοι στο χωριό.
Ο καφές ήτανε έτοιμος. Η Κατέρω τον απικούπισε από το μπουρούκι σε δυο κίκαρες, όταν μπήκε μέσα η Τασούλα φρέσκια – φρέσκια.
– Καλημέρα, είπε και κάθισε σ’ ένα σκάνιο κοντά στο ταουλί.
– Καλώς τηνε, αποκρίθηκε η Κατέρω. Έχουμε πολλές δουλειές σήμερα Τασούλα. Πρέπει να τελειώνουμε το πλύσιμο των βουτσιώνε και ώσπου να ‘βγει ο μήνας να ‘χουμε τρυγήσει κιόλας, είπε, σουρμπώντας την πρώτη γουλιά απ’ τον καφέ της.
– Όλα θα γίνουν, μη στενοχωριέσαι, Κατέρω. Στ’ αμπέλια μας, τα σταφύλια είναι μια χαρά. Τονε δοξάζω το Θεό και τον ευχαριστώ. Με κείνες τις λίγες βροχές του Αυγούστου πήρανε τα πάνω τους. Μη μας τρώει η λαιμαργία και η αχαριστία σα μερικούς – μερικούς, απάντησε η Τασούλα τελειώνοντας τον καφέ της.
– Είναι ώρα ν’ αρχίσουμε τη δουλειά, είπε η συνυφάδα της.
Άσκωσε από το τραπέζι τις δυο κίκαρες και αφού τις έπλυνε, προχώρησαν και οι δύο και μπήκαν στο παλιοκουζινί. Η στιά ήτανε ακόμα μισοαναμμένη. Η μια σιδράβλιζε τη στια και η άλλη ξέπλενε τη γανιωμένη πινιάτα.
Αφού τη βάλανε πάνω στην πυροστιά τη γιομίσανε ρούγκλα με νερό και στάχτη. Η φωτιά είχε θεριέψει. Η αλυσίβα δε θ’ αργούσε να βράσει.
Η ώρα περνούσε και άκουγαν κουβέντες απ’ τη γειτονιά. Ο Βασίλης και ο Θωμάς ήτανε έτοιμοι και αυτοί να φύγουν για τις δουλειές τους. Τα παιδιά θα τ’ άσκωνε πλιο έπειτα η πεθερά τους.
Τα δυο μεγάλα βουτσιά που είχανε βγάλει απ’ την αποθήκη και τα ‘χανε κυλίσει πάνω σε κλαριά, τα ‘χανε γιομίσει απ’ την προηγούμενη με νερό για να φουσκώσουνε. Η Τασούλα έβγαλε κι από τα δυο τους κόρνους και τα νερά έφευγαν με ορμή και έτρεχαν στο καναλέτο.
Όταν άδειασαν, έβαλε τους κόρνους στη θέση τους, αφού τους χτύπησε με μια πέτρα. Ύστερα άνοιξε την τάπα από πάνω, βάζοντας στην τρύπα ένα μεγάλο χωνί.
– Τασούλα, έλα, η αλυσίβα είναι έτοιμη, της φούγιαξε η Κατέρω.
Με δυο σίκλους προσεχτικά κουβαλούσαν το καυτό νερό από την πινιάτα που έβραζε και το ‘ριχναν μέσα στο βουτσί. Τα καλοσχηματισμένα γουλιά τα είχαν βάλει ήδη μέσα και άρχισαν να τα κουνούν για να πλυθούν.
Το χωριό μύριζε καπνό, απ’ τις στιες που ανάβανε, κρασί και ξινισμένα τσίπουρα, γιατί μερικοί είχαν τρυγήσει και είχαν ζύψει κιόλας.
Ευτυχώς που ο καιρός πήγαινε καλά.
Την ώρα που γυρίζανε το βουτσί, είπε η Κατέρω στην Τασούλα:
– Το απόγιομα θα τρυγήσει η Λόπη. Πρέπει να πάμε.
– Και βέβαια θα πάμε. Αν είναι να τρυγήσουμε τη Δευτέρα, θέλουμε και μεις δύναμη για τα δικά μας.
Ήτανε Παρασκευή. Μέχρι την Κυριακή το βράδυ, οι δυο γυναίκες είχανε πλύνει τα βουτσιά τους και τα βάλανε μέσα στην ασβεστωμένη αποθήκη τους. Είχανε πλύνει και το παλιό, αλλά γερό, ξύλινο σκαφόνι που ήταν έτοιμο να δεχτεί τον πλούσιο καρπό της φετεινής χρονιάς.
Τη Δευτέρα μέσα στ’ αμπέλια γινότανε πανηγύρι. Οι δύο συνυφάδες ήτανε από τις πρώτες. Σιγά – σιγά έρχονταν και οι γειτόνισσες με τις ψαλίδες και τους σίκλους στα χέρια. Η Λόπη, η Αντωνιά, η Ντίνα, η Ρήνη, η Ασπασία.
Όλες με τις ποδιές στο κεφάλι και το χαμόγελο στα χείλια άρχισαν να τρυγάνε το μεγάλο αμπέλι, ενώ τα παιδιά τους που τα κουβαλούσανε από πίσω τους τρέχανε μέσα στις σούδες και παίζανε με τα χώματα, ρίχνοντας ρόγες το ένα στο άλλο.
– Ευλογία Θεού, ευλογία Θεού! Μπράβο κοπέλες με τ’ αμπέλια σας, άκουες τις γειτόνισσες να λένε.
Και τούτες ευχαριστημένες παίρνανε δύναμη και βάνανε τις γιομάτες κανίστρες, στον πηδολόγο, πάνω στο κεφάλι τους και τις βγάνανε όξω από τ’ αμπέλια, στο μεγάλο μονοπάτι, αδειάζοντάς τες μέσα στις κόφες.
Οι άντρες τους, ο Βασίλης και ο Θωμάς, με τη σειρά τους, φορτώνανε τις κόφες σε δυο άλογα και τις κουβαλούσανε στην αποθήκη τους στο χωριό. Μετά τις απικουπίζανε μέσα στο σκαφόνι.
Τα βιάτζα των δύο συνυφάδων ήτανε γλήγορα και οι κόφες γιόμιζαν. Αργά το μεσημέρι είχανε τρυγήσει. Είκοσι φορτώματα και για τα δυο αδέρφια ήτανε πλούτος. Θα πουλούσανε και κρασί αργότερα.
– Και του χρόνου με υγεία, τους ευχόντανε οι γυναίκες καθώς μαζώνανε φύλλο για τα ζα τους μέσα στις σάκαινες.
Το σκαφόνι ήτανε καργάδο. Αφού φάγανε λίγο, οι άντρες αρχινήσανε το πάτημα. Οι δυο συνυφάδες την άλλη μέρα κουβαλούσανε τα τσίπουρα στη ζυφταριά του μπαρμπα-Γιώργη.
Όταν τελειώσανε το ζύψιμο, βάλανε τα στυμμμένα τσίπουρα σε κόφες και τα κουβαλήσανε στα χωράφια και στ’ αμπέλια για κοπριά.
Το βράδυ της ίδιας μέρας κάθισαν όλοι κοπιασμένοι στην κουζίνα της Κατέρως και φάγανε λάχανα που τα ‘χε βράσει η πεθερά της.
Και η γρια-Κώσταινα, τους ευκήθηκε:
– Και του χρόνου, παιδιά μου, με υγεία. Καλόπιοτο το νιο κρασί. Να σας βλέπω έτσι αγαπημένους και ο Θεός θα σας ανταμείψει.
– Ευχαριστούμε μάνα, αποκριθήκανε όλοι με μια φωνή.
Τότε η κυρα-Κώσταινα γύρισε το κεφάλι της στο πλάι και κατέβασε λίγο την ποδιά του κεφαλιού της στο πρόσωπό της, για να μη ιδούνε τα δάκρυα που τρέχανε στα ρυτιδιασμένα της μάγουλα.
Δάκρυα συγκίνησης…
ΡΑΘ
Πηγή:Νεοχώρι Λευκίμμης Κέρκυρας
2 Σχόλια
Comments feed for this article
22 Σεπτεμβρίου, 2018 στις 11:02 μμ
Ευαγγελια
Τι μου θυμησες καλη μου Μελια με τον τρυγο!!! Σωστο πανηγυρι γινοτανε στο χωριο. Ολοι τρυγιζανε την ιδια ημερα. Αγραφος νομος.συσωμο το χωριο μικροι μεγαλοι με τα ζωα τους ξεκινουσαν για τα αμπελια. Εκει να δεις δουλεια , τραγουδι ,χορος φαγητο,γελια, ευχαριστιες και πολλες πολλες ευχες. Ετσι ηταν ο κοσμος τοτε.το θυμαμαι με πολλη συγκινηση και νοσταλγια με το πολυχρωμο καλαθακι στον ομο.Σ ευχαριστω που μας θυμησες. Ας ευχηθουμε στους αμπελουργους καλοπιοτο το κρασι και του χρονου.Καλο σου βραδυ Μελια μου Ευαγγελια
22 Σεπτεμβρίου, 2018 στις 11:07 μμ
Μέλια
Τι όμορφα χρόνια, όποιος τα έζησε μόνο νοσταλγία και συγκίνηση νιώθει.
Καλό σου βράδυ Ευαγγελία μου, καλό ξημέρωμα να έχουμε…