«Καπετάν Νικολάκη Μπόταση, λόγου μου δέχομαι νάμπω καί νά κουμαντάρω τό μπουρλότο.»

– «Πώς σέ λένε λεβέντη μου;»

– «Τ’ όνομά μου είναι Γιώργης Ανεμογιάννης απ’ τούς Παξούς καί γι’ αυτό οι πιό πολλοί μέ φωνάζουν Παξινό.»

– «Σέ ποιό καράβι είσαι γεμιτζής;»

– «Στής Λασκαρίνας τής Μπουμπουλίνας

– «Τί ζητάς γιά πλερωμή;»

– «Άν δώσει ο Θεός καί πετύχω, δώσε μου δέκα τάλλαρα νά τά κάνω χάρισμα τής αρραβωνιαστικιάς μου.»

Ο Γιώργος Παξινός μπήκε στό μπουρλότο ολομόναχος. Στάθηκε στό διάκι κι άρπαξε στά χέρια του τή λαγουδέρα. Ξωπίσω έσερνε τή βάρκα πού θά τόν έπαιρνε ύστερα από τή φωτιά.

Ήταν μέσα σ’ αυτή ο Μυργιαλής μέ δέκα ακόμα γεροδεμένα παλληκάρια γιά λαμνοκόπους. Πιό πέρα ακολουθούσε ο Ανδριανός Σωτηρίου μέ τό καράβι του «Λυκούργος» νά τούς πάρει.

Ήταν αυγή στίς 10 Ιουνίου 1821, όταν μέ πρίμο καιρό καί μ’ ολοφούσκωτα πανιά ξεκίνησε ο Ανεμογιάννης.

Οι Τούρκοι σάν βλέπουν τό ελληνικό καράβι τό βάζουν στό κανονίδι καί από τή στεριά καί από τό μπούρτζι (παράκτιο οχυρό).

Ο Παξινός ατάραχος έχει σκοπό νά φέρει τό μπουρλότο ανάμεσα στ’ αραγμένα εχθρικά πλοία. Οι μπάλλες τών κανονιών πέφτουν γύρω απ’ τό μπουρλότο του.

Κι όσο ζυγώνει, τά βόλια απ’ τίς ντουφεκιές χαλάζι. Γιά κακή του τύχη τό μπουρλότο αρπάζει φωτιά καί καίγεται.

– «Πέσε στή θάλασσα Γιώργη νά σέ γλυτώσουμε. Θά σέ κάψει η φωτιά!»

– «Λευτεριά ζητάμε ορέ αδέρφια, κι εγώ γιά τήν πίστι μας θέλ’ αποθάνει πρώτος, μά τήν χρυσή πατρίδα μας άν διά μιάς καή ο φλόκος!»

Τάκη Λάππα – Οι μπουρλοτιέρηδες τού εικοσιένα

Παξινός μήν μπορώντας νά παραμείνει περισσότερο στό σκάφος πού καιγόταν, έπεσε στη θάλασσα καί άρχισε νά κολυμπά πρός τά ελληνικά πλοία. Μάταια όμως.

Καθώς είχε οδηγήσει τό μπουρλότο μέχρι απόσταση βολής πιστολιού από τά εχθρικά σκάφη, έξι λέμβοι, πού στάλθηκαν επίτηδες, τό απώθησαν μέ αποτέλεσμα νά καεί άσκοπα. Καί όχι μόνον αυτό.

Συνέλαβαν ζωντανό τόν άτυχο Παξινό, τόν οποίο ανέμενε φρικτή τύχη.

Μεταφέρθηκε στήν τουρκική ναυαρχίδα, στό κατάστρωμα τής οποίας, αφού σουβλίστηκε μέ τέχνη ώστε νά μείνει ζωντανός, ψήθηκε σέ σιγανή φωτιά, ενώ οι σπαρακτικές κραυγές του έφθαναν μέχρι τά ελληνικά πλοία.

Στή συνέχεια τό καμμένο σώμα του κρεμάστηκε από τά τείχη τής Ναυπάκτου.

Η αρραβωνιαστικιά του η Κωνσταντινιά Λέκα ούτε τά τάλληρα θά έπαιρνε ούτε καί θά ξανάβλεπε τόν αγαπημένο της.

Δέν παντρεύτηκε ποτέ της καί τό 1871 ταξίδεψε τό ταξείδι χωρίς επιστροφή καί πήγε νά τόν συναντήσει.

Πηγή: agiasofia

το «σπιτάκι της Μέλιας»

violet flower smiley