Σαν χορός αρχαίας τραγωδίας η μία μετά την άλλη άρχισαν να μπαίνουν στο γραφείο μας σ’ ατέλειωτη σειρά γυναίκες μαυροφορεμένες.
Τα πρόσωπά τους ήταν μαρμαρωμένα, ακίνητα, με μιαν ομαδική ομοιόμορφη έκφραση νέκρας, που δεν είχα ποτέ μου ξαναδεί. Η πρώτη μίλησε με κόπο.
-«Ερχόμαστε από τα Καλάβρυτα. Δεν είμαστε όλες. Οι περισσότερες έμειναν εκεί».
Όταν ακούσαμε, Καλάβρυτα, ανατριχιάσαμε. Τώρα είναι τέσσερις μέρες που ο αέρας είναι γεμάτος από φήμες φρικιαστικές, όπως τον παλιό καιρό γύρω απ’ το Μεσολόγγι.
Ζούμε μέσα στον τρόμο για τα μαρτύρια αυτών των ανθρώπων. Όλο και ακούμε: Καίγονται τα Καλάβρυτα, σφάζονται τα Καλάβρυτα.
Τώρα η Κυρία Φεφέ, μία Καλαβρυτιανή αρχόντισα, μας εξιστορούσε τς γεγονότα και η αλήθεια ήταν πιο άγρια απ’ όλες τις φήμες.
«Οι γερμανοί και ο ΕΛΑΣ δώσανε μάχη έξω από την Κερπινή. Ο ΕΛΑΣ σκότωσε τους τραυματίες αιχμαλώτους».
Μα οι γερμανοί τι κόλαση επινοήσανε για να εκδικηθούν;
Στις 13 του Δεκέμβρη έζωσαν από παντού τα Καλάβρυτα και άρχισαν να χτυπούν τρελλά τις καμπάνες. Όλοι βγήκαν στους δρόμους. Τους οδήγησαν στην αυλή του σχολειού.
Εκεί ξεχώρισαν τους άνδρες και τ’ αγόρια πάνω από δέκα πέντε χρονών και τους τράβηξαν πέρα από το νεκροταφείο στους πρόποδες του λόφου. Γιατί από κει φαίνονταν ολόκληρη η πόλη.
Κι έστησαν μπροστά τους δύο πολυβόλα για να μη ξεφύγει κανείς. Έπειτα έβαλαν φωτιά στα Καλάβρυτα. Οι άνθρωποι έβλεπαν τα σπίτια τους να καίγονται και άκουγαν τις στριγγλιές των δικών τους.
Τρελλοί από απελπισία πίστεψαν πως και οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους καίγονταν μαζί. Οι δήμιοι, αφού χάρηκαν σαδιστικά το μαρτύριό τους, τους πολυβόλησαν και τους σκότωσαν όλους.
Τις γυναίκες και τα παιδιά, τα κλείσανε μες το σχολειό και του βάλανε φωτιά.
Φαίνεται όμως πως ένας αυστριακός αξιωματικός δεν άνθεξε και φεύγοντας τελευταίος, αφού απομάκρυνε τη φρουρά, άφησε τις πόρτες του σχολειού ανοιχτές.
Χύθηκαν οι γυναίκες έξω πνιγμένες από τους καπνούς κι άρχισαν να ψάχνουν τους άντρες τους.Οι γερμανοί πιστεύοντας πια πως δεν άφησαν ζωντανό πλάσμα πίσω τους είχαν φύγει.
Η Κυρία Φεφέ συνέχισε:
-«Τους βρήκαμε τους άντρες μας, τα παιδιά μας, τ’ αδέλφια μας. Μα πώς τους βρήκαμε!Ένας Θεός το ξέρει.
Και τότε αρχίσαμε την φριχτή ταφή τους μέσα στην παγωμένη γη.
Δεν είχαμε τη δύναμη να σκάψωμε. Σκάβαμε με τα νύχια μας και πέφταμε λιπόθυμες πάνω στο χώμα (1)».
(1) Για ζωντανή και πλήρη περιγραφή του θρυλικού μαρτυρίου των Καλαβρύτων ίδε:Κώστα Καλαντζή: «Οι Σφαγές των Καλαβρύτων». Αθήνα, 1962. Έκδοσις Άστρον.
Αντιγραφή για το «σπιτάκι της Μέλιας»
Από το βιβλίο-ημερολόγιο της Ιωάννας Τσάτσου «Φύλλα Κατοχής» Έκδοση Ενάτη
Εικόνα «Γυναίκα που θρηνεί» έργο της EmilTibell
Σχετικές αναρτήσεις ΕΔΩ
Σχολιάστε
Comments feed for this article