Αυτό τό νεοφανές άστρο του στερεώματος της Εκκλησίας, ο όσιος Σιλουανός —κατά κόσμον Συμεών Ίβάνοβιτς Άντόνωφ— γεννήθηκε τό 1866 σέ οικογένεια χωρικών της περιφερείας Ταμπώφ της Ρωσίας. Άπό τήν ηλικία τών τεσσάρων ετών άναρωτιόταν: «Που είναι αυτός ο Θεός; Όταν μεγαλώσω, θά γυρίσω όλη τήν γη άναζητώντας τον!».
Όταν μεγάλωσε, οί βίοι τών άγίων καί τά θαύματά τους πυρπόλησαν τήν νεανική του καρδιά άπό άγάπη πρός τόν Θεό, ο νους του προσκολλήθηκε στήν άδιάλειπτη μνήμη του καί προσευχόταν πολύ μέ δάκρυα.
Ή χαρισματική αυτή κατάστασις, πού διήρκεσε τρεις μήνες, διήγειρε μέσα του τόν πόθο γιά τήν μοναχική ζωή.
Νέος όμως, εύθυμος εκ χαρακτήρος καί προικισμένος μέ εξαιρετική φυσική δύναμι, επανήλθε στήν κοσμική ζωή καί συμμετείχε σέ όλες τίς διασκεδάσεις τοϋ χωριού. Κάποια ημέρα σέ μία συμπλοκή παρά λίγο θά σκότωνε ένα συγχωριανό του.
Λίγο καιρό μετά άπό αυτό τό επεισόδιο άποκοιμήθηκε ελαφρά καί είδε στόν ύπνο του ένα φίδι νά σύρεται μέσα του άπό τό στόμα.
Μαζί μέ τήν άηδία πού ένοιωσε άκουσε τήν φωνή της Θεοτόκου νά του λέη μέ άσυνήθιστη γλυκύτητα: «Κατάπιες στό όνειρό σου φίδι καί δέν σου άρεσε· τό ίδιο δέν άρέσει καί σέ μένα νά βλέπω τά εργα σου».
‘Ύστερα άπό τήν κλήσι αύτή ή ζωή του άλλαξε ριζικά. Αίσθάνθηκε βαθειά άποστροφή πρός τήν άμαρτία καί κυριευμένος άπό θερμή μετάνοια δέν σκεπτόταν τίποτε άλλο παρά μόνον τό ‘Άγιον Όρος καί τήν μέλλουσα κρίσι.
Τό 1892, άμέσως μόλις τελείωσε τήν στρατιωτική του θητεία, ζήτησε άπό τόν άγιο Ιωάννη της Κροστάνδης νά εύχεται γι’ αύτόν «νά μήν τόν κρατήση ο κόσμος » καί ανεχώρησε γιά τό Περιβόλι της Παναγίας.
Εισήλθε ως δόκιμος στήν ρωσική μονή του άγίου Παντελεήμονος, πού τότε βρισκόταν στό ύψιστο σημείο της ακμής της καί αριθμούσε δύο χιλιάδες περίπου μοναχούς.
Μετά τήν γενική εξομολόγησι πού έκανε στήν άρχή της νέας του ζωής, ο πνευματικός του είπε ότι συγχωρέθηκαν όλες του οί άμαρτίες καί ο νεαρός δόκιμος παραδόθηκε στήν χαρά.
Έτσι, έχασε τήν βαθειά του μετάνοια καί άρχισε νά πολεμήται άπό σαρκικούς λογισμούς, πού τόν έδιωχναν στόν κόσμο γιά νά νυμφευθή. Ό πνευματικός τόν συμβούλευσε ποτέ νά μή συγκατατίθεται στούς λογισμούς, άλλά νά τούς διώχνη άμέσως μέ τήν έπίκλησι του ονόματος του Ίησού.
Άπό τήν στιγμή έκείνη ο μακάριος δούλος τοϋ Θεού δέν δέχθηκε κατά τά σαράντα πέντε χρόνια της μοναστικής του ζωής ούτε ΄ένα άπρεπή λογισμό. Μέ άπόφασι είπε στόν έαυτό του:
«εδώ θά πεθάνω γιά τίς άμαρτίες μου» καί άρχισε μέ πύρινη άδιάλειπτη προσευχή νά ζητά άπό τόν Κύριο νά τόν έλεήση, τήν μέν ήμέρα στήν βαρειά καί κοπιαστική διακονία του μύλου, πού έκτελούσε μέ άκρίβεια καί ολοκληρωτική απάρνησι του ιδίου του θελήματος, κυρίως όμως τήν νύκτα, τήν οποία περνούσε όλη σχεδόν μέ ζέουσα προσευχή, όρθιος ή καθισμένος σ’ ένα σκαμνί.
Όταν απέκαμε από τήν έξάντλησι, δέν ξάπλωνε, άλλά κοιμόταν καθισμένος στό σκαμνί δεκαπέντε έως είκοσι λεπτά καί σηκωνόταν πάλι γιά προσευχή. Συνολικά κοιμόταν δύο ώρες τό είκοσιτετράωρο καί αύτές διακεκομμένες.
Είχαν περάσει τρείς μόνον έβδομάδες από τήν άφιξί του στό μοναστήρι, όταν κάποιο βράδυ, καθώς προσευχόταν μπροστά στήν είκόνα της Θεοτόκου, ή εύχή του Ίησού είσέδυσε στήν καρδιά του καί άρχισε νά ενεργήται εκεί μόνη της άπαύστως ήμέρα καί νύκτα.
Τήν σπάνια καί μεγάλη αύτή δωρεά, πού μερικές φορές χαρίζει ο Θεός στούς άρχαρίους, άκολούθησε σκληρός άγώνας κατά των λογισμών πού τοϋ υπέβαλλαν οί δαίμονες.
Άλλοτε του έλεγαν ότι είναι άγιος, άλλοτε πάλι τόν έρριχναν σέ άπόγνωσι πώς δέν θά σωθή. Μία νύκτα, τήν ώρα της προσευχής τό κελλί του γέμισε έξαφνα άπό άσυνήθιστο φως, πού διεπέρασε όλο του τό σώμα.
Ή ψυχή του ταράχθηκε. Ή προσευχή, άν καί συνέχισε νά ένεργήται μέσα του, είχε χάσει τήν συντριβή, καί ο δόκιμος Συμεών κατάλαβε ότι έπρόκειτο περί σατανικής πλάνης.
Έξι μήνες πάλευε μέ αυτές τίς δαιμονικές έπιθέσεις, προσευχόμενος μέ όλη τήν δυνατή έντασι οπουδήποτε καί άν βρισκόταν, είτε στόν ναό είτε στό διακόνημα του μύλου είτε στό κελλί, ώσπου έφθασε σέ έσχάτη άπόγνωσι.
Καθισμένος μία ημέρα στό κελλί του πρίν άπό τόν εσπερινό, σκέφθηκε: «Ό Θεός είναι άδυσώπητος». Τήν ίδια στιγμή ένοιωσε τελεία έγκατάλειψι καί η ψυχή του γιά μία ωρα περίπου βυθίσθηκε στό σκοτάδι άπερίγραπτης άγωνίας.
Τήν ΄ώρα του εσπερινού, ένώ προσευχόταν μέ τήν ευχή: «Κύριε Ίησού Χριστέ, έλέησόν με τόν άμαρτωλό », έχοντας τό βλέμμα του προσηλωμένο στήν εικόνα τού Χριστού του τέμπλου του παρεκκλησίου του μύλου, ξαφνικά τόν περιέλαμψε υπερφυσικό φως -ίλαρό καί γλυκύτατο αυτήν τήν φορά- καί είδε τόν Χριστό ζωντανό νά τόν άτενίζη μέ άνεκλάλητη πραότητα.
Ή θεία άγάπη διεπέρασε όλη του τήν ύπαρξι καί άρπαξε τό πνεύμα του στήν θεωρία τού Θεού, έξω άπό τά σχήματα τού κόσμου. Στά επόμενα σαράντα πέντε χρόνια τού μοναχικού του βίου άκατάπαυστα μαρτυρούσε ότι διά του Αγίου Πνεύματος έγνώρισε τόν ίδιο τόν Κύριο, ο οποίος του έμφανίσθηκε καί του άπεκάλυψε τήν χάρι του στήν πληρότητά της.
Τό όραμα άλλοίωσε τόσο τήν ψυχή του άπό άμετρη άγάπη πρός τόν Κύριο, ώστε άκόρεστα πιά τό πνεύμα του, νύκτα καί ημέρα στραμμένο πρός τόν Ήγαπημένο, έκραζε:
«Διψά η ψυχή μου τόν Κύριο καί μέ δάκρυα τόν ζητώ. Πώς νά μή σέ ζητώ: Σύ πρώτος μέ ζήτησες καί μου έδωσες νά γευθώ τήν γλυκύτητα τοϋ Πνεύματος του Αγίου, καί η ψυχή μου σέ άγάπησε ολοκληρωτικά».
Μόλις πέρασε ο πρώτος καιρός μετά τήν έμφάνιση του Κυρίου, οί δαίμονες όρμησαν πάλι έναντίον του μέ λογισμούς τώρα υπερηφανείας. Ό Συμεών συγκέντρωσε όλες του τίς δυνάμεις στόν άγώνα γιά καθαρή προσευχή.
Κατά καιρούς παρηγορείτο άπό ολιγόχρονες επισκέψεις της χάριτος, άλλ’ όταν αυτή τόν εγκατέλειπε καί ενεφανίζοντο δαίμονες, η οδύνη της ψυχης του ήταν άπερίγραπτη.
Προκειμένου νά κρατήση άναφαίρετη τήν χάρι μέσα του, άρχισε ένα μακροχρόνιο καί εξαιρετικά επίπονον άγώνα, πού συχνά ξεπερνούσε τίς συνηθισμένες άνθρώ-
πινες δυνάμεις.
Τό 1896 εκάρη μικρόσχημος μοναχός μέ τό όνομα Σιλουανός. Εξωτερικά συνέχισε νά ακολουθή τήν γενική τάξι της μονής, αλλά η έντασις τοϋ εσωτερικού του βίου τόν εδίδασκε σταδιακά τήν τελειότερη άσκητική πράξι.
Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια μαρτυρικών άγώνων άπό τήν ημέρα πού του εμφανίσθηκε ο Κύριος· καί μία νύκτα, όταν σηκώθηκε άπό τό σκαμνί του γιά νά κάνη μετάνοιες, ένας δαίμονας εμφανίσθηκε μπροστά στήν εικόνα του Χριστοϋ περιμένοντας νά δεχθή αυτός τήν προσκύνησι.
Ό Σιλουανός μέ οδύνη καρδίας εζήτησε τήν βοήθεια τοϋ Κυρίου καί άκουσε στήν ψυχή του τήν άπάντησι: «Οί υπερήφανοι πάντα έτσι υποφέρουν άπό τούς δαίμονες».
«Κύριε», είπε ο Σιλουανός, «δίδαξέ με τί πρέπει νά κάνω γιά νά ταπεινωθή η ψυχή μου;».
Καί πήρε τήν άπάντησι: «Κράτα τόν νου σου στόν αδη καί μή άπελπίζου».
Μέ τόν λόγο αυτό -παρακαταθήκη στήν γενεά μας- ο Θεός του άπεκάλυψε ότι κάθε άσκητικός άγώνας πρέπει νά
άποβλέπη στήν άπόκτησι της ταπεινώσεως του Χριστοϋ, κατά τόν λόγον του· «Μάθετε άπ’ εμού, ότι πραός είμι καί ταπεινός τη καρδία» (Ματδ. 11, 29) καί ότι αυτή η ταπείνωσις είναι η βασιλική καί άσφαλής οδός πού οδηγεί στήν καθαρή προσευχή καί στήν άπάθεια.
Έλεγε πώς, μόλις ο νους του έφευγε άπό τήν μνήμη του πυρός της κολάσεως, οί λογισμοί άποκτούσαν πάλι δύναμι.Στό έξης, τηρώντας ως κανόνα απλανή τόν λόγο τού Κυρίου, πορευόταν σταθερά στήν οδό της δεσποτικής ταπεινώσεως.
Ή χάρις ενοίκησε μονίμως μέσα του· άλλά όταν αυτή ελαττωνόταν εξ αίτίας τοϋ ευμεταβλήτου της άνθρωπίνης φύσεως -άπό τό οποίο έπασχε άκόμη ο Σιλουανός-έχυνε οδυνηρά δάκρυα.
Πέρασαν άλλα δεκαπέντε χρόνια εντατικού άγώνος, μέχρις ότου άποκτήση πλήρη κυριαρχία επάνω σέ κάθε κίνησι της καρδιάς του καί είσέλθη κατά τήν τελευταία δεκαπενταετία του έπιγείου βίου του στήν μακαρία κατάστασι της άπαθείας.
Τό 1911 έκάρη μεγαλόσχημος μοναχός. Εκείνη περίπου τήν έποχή, ποθώντας ή άδειάλειπτη προσευχή του νά είναι άπερίσπαστη, ζήτησε άπό τόν ήγούμενο τήν εύλογία νά άφήση τό διακόνημα του οίκονόμου πού είχε καί νά πάη στό παλαιό Ρωσικό -έξάρτημα της μονής πού βρίσκεται υψηλότερα στό βουνό— όπου χάρις στήν έρημική ήσυχία του τόπου ζούσαν αύστηρά άσκηταί.
Έκεί έπαθε ψύξι στό κεφάλι καί έως τόν θάνατό του υπέφερε άπό μαρτυρικούς πονοκεφάλους, τούς οποίους θεώρησε ως παιδαγωγική τιμωρία, έπειδή είχε κάνει τό θέλημά του.
Ένάμισυ χρόνο άργότερα τό μοναστήρι τόν άνεκάλεσε στό διακόνημα τοϋ οίκονόμου, στό οποίο παρέμεινε ως τό τέλος της ζωης του. Έπιστρέφοντας στήν υπακοή του, μολονότι άνέλαβε υπό τήν εύθύνη του διακοσίους περίπου έργάτες, ή προσευχή του εγινε θερμότερη παρά στό παλαιό Ρωσικό.
Κάθε πρωί περιερχόταν τά έργαστήρια, γιά νά κατανείμη τίς έργασίες της ήμέρας καί έπέστρεφε πάλι στό κελλί του νά προσευχηθή μέ δάκρυα γι αύτούς τούς άνθρώπους και τίς οίκογένειές τους, «γιά τόν λαό τοϋ Θεού».
Έχοντας λάβει άπό τό Άγιο Πνεϋμα τό χάρισμα νά βιώνη ενεργώς τήν άπέραντη άγάπη τού Χριστού πρός τόν κόσμο, μέ πύρινα δάκρυα προσευχόταν άδιαλείπτως γιά όλη τήν άνθρωπότητα, γιά όλον τόν Άδάμ, ίδιαιτέρως δέ γιά τούς κεκοιμημένους.
Έλεγε: «Νά προσεύχεσαι γιά τούς άνθρώπους σημαίνει νά χύνης αίμα»· καί δίδασκε ότι τό κριτήριο της ληθινής πίστεως είναι ή άγάπη πρός τούς έχθρούς.
Αύτός ο ταπεινός άγιορείτης μοναχός πού έζησε όλα τά χρόνια της μοναχικής του ζωής ένα μαρτυρικό αγώνα στήν άφάνεια άφησε ως κληρονομιά στήν Εκκλησία —σάν ενας νέος προφήτης-τήν προσευχή υπέρ του κόσμου· αύτή είναι ή σύνδεσις του χριστιανισμού καί ή συντομώτερη οδός γιά τήν έπίτευξι της τελειότητος.
Στηρίζοντας τόν κόσμο μέ τήν προσευχή του καί δεόμενος στόν Κύριο νά τόν γνωρίσουν έν Πνεύματι Άγίω όλοι οί λαοί της γης, έτελείωσε έν ειρήνη τόν έπίγειο δρόμο του στίς 24(11) Σεπτεμβρίου 1938.
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΠΟΙΜΗΝ
ΕTOΣ ΟΗ’ AYΓOYΣTOΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013-ΑΡΙΘ. 8-9
Εικόνα από: Ορθόδοξος Συναξαριστής
1 Σχολιο
Comments feed for this article
25 Σεπτεμβρίου, 2017 στις 3:20 μμ
Nεοφανές άστρο του στερεώματος της Εκκλησίας, ο όσιος Σιλουανός(24 Σεπτεβρίου)
[…] ΑΝΑΔΙΟΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ : […]