Ένα χειμωνιάτικο πρωινό ξύπνησα καί ἔτρεξα κοντά στό παράθυρό μου. Μιά ζεστή ἡλιαχτίδα μέ εἶχε ξυπνήσει καί ἔξω, παντοῦ ἔβλεπες στρωμένο χιόνι.
Τά σύννεφα ἔκρυβαν τόν ἥλιο καί ἄφηναν μονάχα μερικές του ἡλιαχτίδες νά χρυσαφίζουν τό χιόνι.
Δέν ἔχασα χρόνο καί ἀμέσως, ἔτρεξα ἔξω ἀπ’ τό σπίτι μου. Ἡ πρώτη μου κίνηση ἦταν νά γεμίσω τίς χοῦφτες μου μέ χιόνι ἁπαλό.
Τό κρύο δέν μέ ἄγγιξε, γιατί ἡ χαρά εἶχε ζεστάνει τήν καρδιά μου.
Ἔπεσα κάτω –πάνω στό χιόνι– κοιτάζοντας πρός τόν μελαγχολικό οὐρανό.
Ἀνοιγόκλεινα τά χέρια καί τά πόδια μου καί ἔτσι, δημιούργησα ἕνα βάθος στό στρωμένο χιόνι.
Ἔπειτα, σηκώθηκα καί ἀντίκρισα ἕναν ἄγγελο πού εἶχα σχηματίσει.
Τό τοπίο γύρω μου ἦταν γεμάτο ἀπό νέους, ἡλικιωμένους καί κυρίως, ἀπό παιδιά. Ὅλοι τους ἔπαιζαν χιονοπόλεμο καί φαίνονταν εὐτυχισμένοι.
Μέ πλησίασαν παιδιά, θέλοντας νά μέ βάλουν στό παιχνίδι τοῦ χιονοπόλεμου· χαμογέλασα καί δέν δίστασα νά ἐνδώσω…
Ἔδειξα στούς μικρούς μου φίλους πῶς νά σχηματίζουν ἀγγελούδια, μέ τά σώματά τους, πάνω στό χιόνι καί αὐτοί ἐντυπωσιάστηκαν! Σύντομα, παντοῦ γύρω ἔβλεπες ἀγγέλους πλασμένους ἀπό ἀγγελικές ψυχές.
Κάποια στιγμή, κάθισα σέ μία ἄκρη, κοίταξα σκεπτική τόν οὐρανό καί εἶπα: «Θεέ μου, μακάρι τό χιόνι νά γινόταν οὐρανός καί τά ὁμοιώματα τῶν ἀγγέλων ἀληθινοί ἐπουράνιοι ἄγγελοι.»…
Ὁ Κύριός μας, ὁ Χριστός μας γεννήθηκε, γιά νά μᾶς σώσει ἀπό τήν πλάνη τῆς ὕλης καί νά μᾶς ἀνυψώσει στά Οὐράνια!
Ὁ οὐρανός καί ἡ ἐπι-Κοινωνία μέ Τόν Κύριό μας καί Θεό μας δέν εἶναι μόνο γιά τούς ἀγγέλους, μά περισσότερο γιά ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, πού ὁ καθένας μέσα μας κρύβει ἕνα Μεγαλεῖο Ψυχῆς!…
Ἅς ἀνοίξουμε τά φτερά μας καί ἄς πετάξουμε ψηλά – πρός τή Θέωση.
Ὁ Χριστός μας γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος, γιά νά μᾶς κάνει νά καταλήξουμε ὅμοιοι μέ τή Θεότητά Του.
Μέ ἀγάπη,
ἕνας ἄγγελος πού ψάχνει
τά φτερά του…
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τὴς Μέλιας»
ΚΙΒΩΤΟΣ
ΠEPIOΔIKH EKΔOΣIΣ KATHXHTIKΩN ΣXOΛEIΩN IEPAΣ MHTPOΠOΛEΩΣ MEΣΣHNIAΣ
ΤΕΥΧΟΣ 46 – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014
Εἰκόνα ἀπὸ: bolshoyvopros.ru
Σχολιάστε
Comments feed for this article